Όσο η ζωή
φαίνεται να “κυλάει” η ταύτιση με τον φανταστικό εαυτό που τη ζει αυξάνει, ενώ το
άτομο εξανεμίζεται σαρωτικά από τις παλίρροιες της ελπίδας ξεχνώντας να
πληρώσει την προσοχή του με αυτό που πραγματικά συμβαίνει και άρα να υπάρξει.
Μέσα σε χρόνο μηδέν μπορούν, μόνο και μόνο εξαιτίας των δικών του αυτοπροβολών
και επιθυμιών, να ελευθερωθούν χημικά στο σώμα, είτε από οριακά αισθήματα αναπόλησης
ή έπαρσης, είτε ακριβώς ως αυτά, και να το οδηγήσουν σε μία φαυλότητα που το
εξαντλεί. Η πτώση είναι μοιραία.
Η μάχη
μεταξύ φανταστικού (προσοχή όχι φαντασιακού)
και μη φανταστικού στο θέατρο της συνείδησης λαμβάνει χώρα κάθε φορά που
αυτή από περιπλανώμενη στην φαντασία επιστρέφει στον Κόσμο και στη Στιγμή για
να τη ζήσει όσο το δυνατόν πιο ριζικά,
και το ανάποδο. Η Ζωή είναι μία ζωντανή ταινία άπειρης διακύμανσης.
Είναι σαν όλες οι μουσικές να παίζουν ταυτόχρονα και η συνείδηση σαν πρωτόπειρο αυτί
να προσπαθεί να ακούσει κάτι. Πόσο εγωλατρικό μπορεί να είναι για την ίδια να θέλει κάτι, οτιδήποτε, εκτός
από αυτό που συμβαίνει στη Στιγμή, όταν αυτή όντας απείρως πλούσια καθιστά ακατόρθωτο
το να παρατηρηθεί με αυτοτέλεια και το
παραμικρό θραύσμα της....
Πόσο παράλογο είναι να οχυρώνεται η συνείδηση πίσω από τις ψυχικές αυτοπροβολές της και να προετοιμάζεται μέσω των τυχαίων και πληγωμένων φίλτρων της για το τι να περιμένει και τι όχι και άρα να στερεί τη λεπτομερή διήθηση της πληροφορίας που κολυμπά στον ωκεανό της Στιγμής. Πόσο παράλογο να είναι άραγε το reset της πρώτης αίσθησης, το γκρέμισμα της αισθαντικότητας και η στρέβλωση των ερωτικών σχέσεων με τις διαδικασίες των ενδοχρονικών ινών της Στιγμής από τη σαστισμένη σκέψη. Πόσα να χάνονται κάθε φορά που χτίζονται τείχη διαχωρισμού με αυτό που «είναι», και γκρεμίζονται οι γέφυρες με τον Κόσμο οδηγώντας σε μία φανταστική παραζάλη τελικά δυσφορίας και σκοταδιού. Μήπως το προαναφερθέν παράλογο είναι το “λογικό” της σημερινής ακρωτηριασμένης εκδήλωσης του εαυτού; Αν αύριο όλοι φωτιζόντουσαν, θα άλλαζαν τα σχέδια μας; Θα τα εγκαταλείπαμε όλα ή θα συνεχίζαμε όπως ήμασταν και πριν με τις συνήθειες της μηχανικής ζωής;
Να μία συνοπτική
περιγραφή της αυταπάτης. Η συνείδηση πέφτοντας στη πλάνη του πέρατος της
Στιγμής πίστεψε πως η δοσμένη πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από την
κλασματική τακτοποίηση της Ζωής στο πεπερασμένο κομμάτι του εαυτού που
πλανεύτηκε, την καθορίζει. Και άρα
πίστεψε πως κατά συνέπεια αυτή η ίδια μπορεί να αυτοανακαθοριστεί αντιδρώντας
με τη δοσμένη πραγματικότητα δηλαδή με τα συμπτώματα της πλάνης της.
Έρχεται κάποια στιγμή στην εξέλιξη
της συνείδησης όμως, κατά την οποία η ίδια η συνειδησιακή διαλεκτική
αυτοσυνειδητοποιείται όχι μόνον απέναντι σε αυτό που υπέθεσε ως φύση αλλά και
σε αυτά που τους απέδωσε αυθαίρετα τα αίτια της. Από τη στιγμή εκείνη της
συνειδητοποίησης της αυτοπαγίδευσης κι έπειτα ξεκινά μία πολύπλοκη διαδικασία.
Συνυπάρχουν
εν παραλλήλω από εκεί κι έπειτα εκ πρώτης όψεως αντιφατικά δεδομένα. Δεδομένα
που θα μπορούσαν να δώσουν στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά αυτονόμησης. Χαρακτηριστικά
αυτονόμησης όμως από την επικαλυπτική επιπλασία του ίδιου φανταστικού εαυτού
που τρόπον τινά εμφανίζονται στον αδαή ως ένας είδος σπουδής προς το θάνατο,
μία αυτοαναίρεση, ενώ είναι ακριβώς το ανάποδο. Είναι η κένωση του παλαιού
εαυτού που απωθεί τη σκληρή κρούστα των υποβολιμαίων σκέψεων και ιδεών που
διατηρούν την ανατροφοδότηση των αυτοπροβολών
της κίβδηλης πραγματικότητας. Είναι η διεύρυνση, ή ίσως καλύτερα η
επιστροφή της συνείδησης στον άφατο πολυπρισματικό οργασμό της Στιγμής, και άρα
η επιστροφή στο πληθωρικό έργο της Ζωής από το απομονωμένο μονόπρακτο του
φανταστικού εαυτού.
Η έναρξη
αυτής της πολύπλοκης διαδικασίας αυτοσυνειδητοποίησης που αναφέρθηκε παραπάνω
έρχεται όταν η κλασική εικόνα του διαταραγμένου φανταστικού εαυτού αρχίζει να αντιλαμβάνεται
πως οι έως τώρα νευρωτικές συμπεριφορές του, δεν είναι τίποτα άλλο από την
άβολη υστερία που στοχεύει να τον κάνει το κέντρο της προσοχής και του
δράματος. Μία προσπάθεια δηλαδή να οικειοποιηθεί τη Στιγμή και να την περατώσει
στην τραυματισμένη προσωπικότητα του αντί αποδεχτεί την ατέλειωτη περιστροφή
του αιώνιου χορού της και να ενωθεί μαζί της. Τίποτε άλλο δηλαδή πέρα από μία
εγωιστική αυταπάτη.
Φανταστείτε
μία πρίμα ντόνα να περιμένει για πάντα κάτι καλύτερο να της προσφερθεί
και να απορρίπτει όλες τις προτάσεις στο ενδεχόμενο αυτό. Και σε
κάποια φάση, είτε γιατί το έλκυσε η
ενδόμυχη φύσης της, είτε γιατί τυχαίο φάνηκε στην συνείδηση το
αναπόδραστο, βρέθηκε
εντός των διαδικαστικών ενός εξαγνιστήριου γεγονότος. Εντός μίας στιγμής
τυχαίας συγκίνησης και αποκορύφωσης (μίας οποιαδήποτε ουσιαστικά όμως
στιγμής),
ενός χορού, τραγουδιού ή φιλιού, που την
ώθησε να ανακαλύψει ότι αυτό το “περίμενε” την έσπρωξε στη στεναχώρια
και τη
μοναξιά της “μη ύπαρξης” και “μη ζωής” και άρα ξαφνικά να νιώσει ότι
πάντα θα
έπρεπε να είναι η στιγμή της άφοβης δράσης, των αποφάσεων και όχι των
αυτοεγκλωβιστικών ερωταπαντήσεων και αμφιβολιών του πληγωμένου
επιθυμητικού
σώματος της. Και τη στιγμή που το τυχαίο γεγονός αποκορύφωσης ακόμη
λάμβανε
χώρα, αλλά διαμεριζόταν στην απειροστή αίσθηση του χρόνου και
εξαντλούνταν, το
φιλί τελείωνε και η μπάντα έφτανε προς το τέλος τη μουσική του χορού
της, αρχίζει η πρίμα ντόνα να συνειδητοποιεί ότι
δεν έχει χρόνο για αποφάσεις και δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να
αφεθεί ολοκληρωτικά
σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή με ένταση εκμηδενιστική για τον πληγωμένο της
εαυτό.
Ποια η συνειδητοποίηση; Αυτό που την έκανε άτολμη και προσεχτική ήταν το γεγονός ότι πίστευε σε κάποια δικιά της φανταστική ιστορία που κρατούσε απασχολημένο το μυαλό της με κάθε φαντασιοπληξία, ανόητη μνήμη και ελπίδα για το μέλλον. Και όσο επένδυε σε αυτό το “λαμπρό μέλλον” που εφεύρισκε μέσα από επιλεγμένα συντρίμμια του παρόντος έχανε το θησαυρό που ήταν πάντα μπροστά της. Στην πράξη κιόλας δεν είχε και μεγάλη σημασία ποια ήταν αυτά τα συντρίμμια αφού δεν επέλεγε ουσιαστικά τίποτε. Όλη η διανοητική της ασκητική ακολουθούσε πάντα τα γεγονότα αντί να είναι ένα με αυτά. Ήταν ένα αφηγητικό επικάλυμμα που συντηρούσε την ψευδαίσθηση του φανταστικού εαυτού που καθοδηγεί τον Κόσμο ενώ αυτή ήταν η καθοδηγημένη από τη φανταστική της αφήγηση. Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν είχε ποτέ πάρει μέρος στο Κάλλος του Κόσμου.
Ήρθε
λοιπόν αυτή η στιγμή στην εξέλιξη της
συνείδησης - πρίμα ντόνας, κατά την οποία η ίδια η συνειδησιακή διαλεκτική της
αυτοσυνειδητοποιήθηκε και η επόμενη μέρα τη βρήκε να αναγνωρίζει πως
προσπαθώντας να μερικοποιήσει το «είναι» βάζοντας υπότιτλους σε κάποιες από τις
υποστάσεις της Στιγμής που έτυχε να συλλάβει, οδηγήθηκε στη πλάνη. Κατάλαβε ότι
ήταν πάντα τόσα πολλά τα πράγματα που συμβαίνουν οποτεδήποτε. Ήταν πάντα
μάρτυρας όλων και πάλι παρατηρούσε μόνο την απειροελάχιστη υποδιαίρεση. Ήταν
μέχρι τώρα παντελώς αποπροσανατολισμένη από την ολική της προσήλωση σε ένα
ανατροφοδοτούμενο μονόλογο που δεν της έλεγε απολύτως μα απολύτως τίποτε για τι
πραγματικά της συμβαίνει.
Και τώρα;
Γιατρεύτηκε ξαφνικά η πληγωμένη φύση της; Θα μπορούσε να τερματιστεί αυτή η
ανοησία άραγε οποιαδήποτε στιγμή και τα πάθη της να πεθάνουν με αυτή;
Όχι, όχι.
Ίσα ίσως που μπόρεσε να ανοίξει ένα από τα βλέφαρα της. Αυτό που διαφάνηκε
είναι ότι είναι αδύνατο για την ίδια να φανταστεί πλέον, έχοντας για παράδειγμα
τη στιγμή της αποκορύφωσης της, το
πέρας του βάθους της Στιγμής, αφού όσο αύξανε η ένταση της επιθυμίας της να
βυθιστεί στη Στιγμή, τόσο βαπτιζόταν στην απειρότητα της και τόσο ο χρόνος
άλλαζε υφή και κλίμακα περνώντας την σε άλλους ορίζοντες. Βέβαια σε κάποια φάση
ο γνώριμος φανταστικός εαυτός την επανακατάληψε αλλά έμεινε μία ρωγμή στην
εικόνα που είχε για την πραγματικότητα. Μία ρωγμή που έγειρε ερωτήματα όπως αν
θα μπορούσε να καταστήσει τη ζωή μία συνεχή ροή στιγμών αποκορύφωσης, ένα
κρεσέντο, μία μοναδικότητα, ένα κύκνειο άσμα ίσως που ποτέ δε τελειώνει. Έναν ατέλειωτο
δρόμο μεταμορφώσεων προς το δέος ίσως.
Στην
σύγχρονη ζωή είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς «παρών» δεδομένου ότι όλη η ζωή
περνά μέσα από ερμηνευτικά φίλτρα που προρυθμίζουν την κρίση, τις επιθυμίες και
τις αποφάσεις. Το βασικό πλαίσιο του νου είναι εκείνο του παρατηρητή. Η
συνείδηση είναι σαν θεατής ενός έργου και όπως ο Ντοστογιέφσκι πρέπει να στηθεί
ίσως μπροστά από κάποιο εκτελεστικό απόσπασμα ή να νιώσει το δέος του θανάτου
και της επαναγένεσης μέσα από κάποιο γεγονός αποκορύφωσης τέλος πάντων, ώστε να
ξυπνήσει στην παρούσα πραγματικότητα και να αποκτήσει επίγνωση του εαυτού.
Ο σημερινός
άνθρωπος βάζει την προσοχή του και την ενέργεια του στην εργασία, την
οικογένεια, το αυτοκίνητο, τα χόμπι τους λογαριασμούς και ένα σωρό καθημερινά
και στο τέλος της μέρας ταυτίζεται με όλη αυτή την ρουτίνα. Δημιουργεί τον
φανταστικό εαυτό που δεν είναι παρά το σύνολο των αυτοπροβολών του (agents - δαίμονες - μοτίβα) που φτιάχνει
μέσα από τα τυχαία ερμηνευτικά φίλτρα τα οποία έχει δεχτεί να ενσωματωθούν στον
εαυτό. Ο φανταστικός αυτός εαυτός που
δημιουργείται είναι η ματαιόδοξη και υλιστική αντίληψη του, η οποία απορρίπτει
όποια ποιότητα δεν αποδέχεται αυτός για τον ίδιο και τον καθιστά κάτι ξέχωρο
από τη Στιγμή.
Αν
αφαιρέσει η όποια πρίμα ντόνα όμως τις ιδιοτελώς διαλεγμένες ταμπέλες που θέλει
να πιστεύει για την ίδια (όμορφη, έξυπνη, μοναδική λόγου χάριν, ή πλούσια επειδή έχει χρήματα, άθεη γιατί δεν
κάνει το σταυρό της ή χριστιανική γιατί βαπτίστηκε και εκκλησιάζεται) και την
όποια υστερόβουλη ψευδαίσθηση προσωπικής ολοκλήρωσης (η αναγνώριση αυτών
παραδείγματος χάριν των ταμπελών) τότε το άτομο που μένει από πίσω δε ξέρει συνήθως
τι πραγματικά είναι. Όλη η χίμαιρα στοιβάγματος “ασπαστών” καθημερινών συστατικών
στην αυταπάτη της προσωπικής αφήγησης καταλήγει μία εικόνα πολέμου με φάντασμα
παρά γνώση του πραγματικού εαυτού. Είναι ειρωνικό αλλά και αναπόδραστο μπροστά στην απειρότητα της
Στιγμής αυτό το οποίο έχει κάθε παραμύθι της όποιας φανταστικής τέτοιας
αφήγησης. Το τέλος δηλαδή. Κι έπειτα;
Έπειτα
υπάρχει ή επιλογή της άρνησης και του φόβου ή η επιλογή της συμμετοχής στη
Στιγμή. Δε γιατρεύεται ξαφνικά η πληγωμένη φύση ούτε σταματά να λαμβάνει χώρα η
παλινδρομία με τον φανταστικό εαυτό. Δεν τερματίζονται έτσι απλά τα ερμηνευτικά
φίλτρα που σαν σταλαγματιές λιωμένου κεριού έχουν κολλήσει και ενσωματωθεί στον
εαυτό σε σημείο που τον έχουν καλύψει. Πώς να τερματιστεί έτσι απλά αυτή η
στενομυαλιά όταν η συνειδησιακή διαλεκτική στη προσπάθεια
αυτοσυνειδητοποίησης της οφείλει να επεξεργαστεί και τις πιο λεπτές προθέσεις
της έως ότου τις εκμηδενίσει στα μάτια του φανταστικού εαυτού. Οφείλει
δηλαδή να εργαστεί.
Το να
διυλίσει κανείς και τις πιο λεπτές προθέσεις είναι ταυτόσημο της μεταστοιχείωσης
σε κάτι πιο λεπτοφυές ή ανύπαρκτο για την άπειρη αίσθηση. Είναι το αλχημικό
Μεγάλο Έργο, η μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα, που εν τέλει φαντάζει σαν κένωση
η οποία φέρνει τη μοναδικότητα του να μην ξεχωρίζουν πλέον τα αίτια από τα αιτιατά, και ο Κόσμος από τον εαυτό. Αυτό το
έργο που ξεκινά από την κατανόηση της αυτοπαγίδευσης κι έπειτα είναι συνάρτηση των
στιγμών εκείνων δύναμης όπου υπάρχει πλήρης παρουσία στην παρούσα στιγμή. Τότε
είναι λένε που ο αλχημιστής συμμετέχει στο Κάλλος του Κόσμου και συνδημιουργεί,
πραγματώνοντας τρόπον τινά τη Στιγμή. Πάλι βέβαια με τα πεπερασμένα όρια
κατανόησης του, που όμως πλέον επιβαίνουν επί του φαντασιακού εκείνου ανύσματος
που δείχνει το τέλος αυτής της ζωής και την ιχνηλάτηση της επόμενης. Δεν μιλάμε
φυσικά για το τέλος της όποιας σημερινής ζωής αλλά για το Τέλος που λαμβάνει
χώρα κάθε Στιγμή αφού δεν υπήρξε ποτέ η Αρχή. Πώς όμως να περιγράψει κανείς το
δρόμο προς τη φώτιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.