Έχω σηκώσει το χέρι μου στον ουρανό,
ζωγραφίσα οξείες και περισπωμένες στον αέρα
και, μαγεμένος απ' την ίδια μου τη αίγλη,
πίστεψα μες στην παντογνωσία μου
ότι είμαι αρκετά πτωχός τω πνεύματι,
μακάριος για να βυθίζω το κορμί μου
στην αυταπάτη τη γλυκιά του ενάρετου,
στη ζαχαρένια γεύση της αυτοδικαίωσης.
Εγώ αθώος.
Έχω χτυπήσει τη γροθιά μου στο τραπέζι.
Φώναξα μέσα απ' το στομάχι μου την αγανάκτηση
για τον εγωισμό των ανθρώπων
και για τον φθόνο τους που με τρυπάει από παντού.
Να σας θυμίσω, ρε ρεμάλια.
Εγώ! Αθώος!
Εγώ που έφυγα από τη Φυλακή μου
και βρήκα την ελευθερία κάπως άβολη,
στα γρήγορα μιαν άλλη Φυλακή ζωγράφισα τριγύρω μου.
Και κάθε μέρα που ξυπνώ,
βάζω τα κύτταρά μου να πιστεύουν,
με όλη τους τη δύναμη,
ότι τα νοερά της κάγκελα είναι φτιαγμένα από ατσάλι.
Τι βολικά που δε μπορώ να βγω απ' το κελί για να φονεύσω!
Εγώ; Αθώος...
Μια μέρα η Γη-Γυναίκα άνοιξε τα πόδια της
όχι να πάρει ηδονή, μα να προσφέρει ωδύνη
τα μάτια μας πλημμύρισαν Φως
στα χέρια τους οι άνθρωποι κρατήσανε για ένα δευτερόλεπτο το Άπειρο
τα στόματα ανοίξανε και πήρανε το σχήμα της Κραυγής
Κραυγή μες την Κραυγή κι Αυτός
Φως εκ Φωτός
Άπειρος σε όλα
Και ξαφνικά ήμουν ένοχος
και κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μικρό Αθώο που έκλαιγε και έτρεμε
ζωγραφίσα οξείες και περισπωμένες στον αέρα
και, μαγεμένος απ' την ίδια μου τη αίγλη,
πίστεψα μες στην παντογνωσία μου
ότι είμαι αρκετά πτωχός τω πνεύματι,
μακάριος για να βυθίζω το κορμί μου
στην αυταπάτη τη γλυκιά του ενάρετου,
στη ζαχαρένια γεύση της αυτοδικαίωσης.
Εγώ αθώος.
Έχω χτυπήσει τη γροθιά μου στο τραπέζι.
Φώναξα μέσα απ' το στομάχι μου την αγανάκτηση
για τον εγωισμό των ανθρώπων
και για τον φθόνο τους που με τρυπάει από παντού.
Να σας θυμίσω, ρε ρεμάλια.
Εγώ! Αθώος!
Εγώ που έφυγα από τη Φυλακή μου
και βρήκα την ελευθερία κάπως άβολη,
στα γρήγορα μιαν άλλη Φυλακή ζωγράφισα τριγύρω μου.
Και κάθε μέρα που ξυπνώ,
βάζω τα κύτταρά μου να πιστεύουν,
με όλη τους τη δύναμη,
ότι τα νοερά της κάγκελα είναι φτιαγμένα από ατσάλι.
Τι βολικά που δε μπορώ να βγω απ' το κελί για να φονεύσω!
Εγώ; Αθώος...
Μια μέρα η Γη-Γυναίκα άνοιξε τα πόδια της
όχι να πάρει ηδονή, μα να προσφέρει ωδύνη
τα μάτια μας πλημμύρισαν Φως
στα χέρια τους οι άνθρωποι κρατήσανε για ένα δευτερόλεπτο το Άπειρο
τα στόματα ανοίξανε και πήρανε το σχήμα της Κραυγής
Κραυγή μες την Κραυγή κι Αυτός
Φως εκ Φωτός
Άπειρος σε όλα
Και ξαφνικά ήμουν ένοχος
και κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μικρό Αθώο που έκλαιγε και έτρεμε