Pages

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Γιάννης Κασσιός, Αθώος

Έχω σηκώσει το χέρι μου στον ουρανό,
ζωγραφίσα οξείες και περισπωμένες στον αέρα
και, μαγεμένος απ' την ίδια μου τη αίγλη,
πίστεψα μες στην παντογνωσία μου
ότι είμαι αρκετά πτωχός τω πνεύματι,
μακάριος για να βυθίζω το κορμί μου
στην αυταπάτη τη γλυκιά του ενάρετου,
στη ζαχαρένια γεύση της αυτοδικαίωσης.

Εγώ αθώος.

Έχω χτυπήσει τη γροθιά μου στο τραπέζι.
Φώναξα μέσα απ' το στομάχι μου την αγανάκτηση
για τον εγωισμό των ανθρώπων
και για τον φθόνο τους που με τρυπάει από παντού.
Να σας θυμίσω, ρε ρεμάλια.

Εγώ!  Αθώος!

Εγώ που έφυγα από τη Φυλακή μου
και βρήκα την ελευθερία κάπως άβολη,
στα γρήγορα μιαν άλλη Φυλακή ζωγράφισα τριγύρω μου.
Και κάθε μέρα που ξυπνώ,
βάζω τα κύτταρά μου να πιστεύουν,
με όλη τους τη δύναμη,
ότι τα νοερά της κάγκελα είναι φτιαγμένα από ατσάλι.
Τι βολικά που δε μπορώ να βγω απ' το κελί για να φονεύσω!

Εγώ;  Αθώος...

Μια μέρα η Γη-Γυναίκα άνοιξε τα πόδια της
όχι να πάρει ηδονή, μα να προσφέρει ωδύνη
τα μάτια μας πλημμύρισαν Φως
στα χέρια τους οι άνθρωποι κρατήσανε για ένα δευτερόλεπτο το Άπειρο
τα στόματα ανοίξανε και πήρανε το σχήμα της Κραυγής

Κραυγή μες την Κραυγή κι Αυτός
Φως εκ Φωτός
Άπειρος σε όλα

Και ξαφνικά ήμουν ένοχος
και κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μικρό Αθώο που έκλαιγε και έτρεμε

"Η λύπη που πέφτει ", Λουκάς Λιάκος









Που καταλήγει αυτή η λύπη που πέφτει από τα χεράκια σου
μέρες συνθλίβεται χτυπά, συλλέγει τα μέλη της
επιστρέφει και ζει απέραντη
υποταγμένη.

Αν εμείς το δέρμα που στάζει, αν εμείς τα πουλιά που διψούν
στις αποθήκες εύκολα φωνάζουν τα μάτια, κάτω από τα κλαδιά
είναι ο πόθος, η γλυκήτητα είναι χορτάρι χρυσό, οι επιθυμίες τρέχουν
λερώνουν κόκκινα, πεθαίνουν στα θολά μας βογγητά τα νυφικά η άμμος
στα πόδια σου είναι, έργο ανθρώπινο, άνθρωποι που ήσυχα μαζεύτηκαν
ένα ποτάμι μέσα στα ποτάμια, ένα όμορφο βράδυ μέσα στα όμορφα βράδια
σκέφτομαι πως είναι πάντα μια σφαίρα μέσα στο κεφάλι μου
ή κάποιος που με κοιτάζει σαν αυτοκρατορία, σα κορυφή.

Που καταλήγει αυτή η λύπη τώρα που το φθινόπωρο έρχεται βαθιά γκρίζο
ζεστό και κάθε νύχτα κρύο στα χείλη και στην αναμονή ευτυχές
για τη λύπη που πέφτει από τα χεράκια σου, φορτωμένο με βραχιόλια
με πέργκολες, ντυμένο με χαμόγελα που κωπηλατούν αποτρόπαια
πρόθυμα κοιτάζει στα παράθυρα, κοιτάζει τη βροχή και τις φλόγες
έλεος σου λέει μη στέκεσαι μιας και το χώμα σου είναι βαρύ μα με ποιότητα
κλαις και τι σημαίνει να κλαις, είσαι περίπτωση ή μια χρυσόσκονη
με χείλια, με μακιγιάζ πιστή και πρώην, πες για τη λύπη.

«Ξεδιπλώνεται, κυματίζει μα είναι μάταιη και ξαφρισμένη, ηλιόλουστα οι ελπίδες φθίνουν
και η λύπη πέφτει λουλουδένια μούχλα μες από τα χεράκια μου. Εκεί
βρίσκονται η ματιά με το φως και το λέμε σημείο, εκεί καταλήγει. Κι όμως
από τα σύννεφα στη στάχτη βρίσκονται το λιβάδι με το θηρίο, φρουρούν το φόβο μου
οι ανάσες τους είναι βήματα που με περιφρονούν, φθάνουν κάθονται κλαίνε
η ομορφιά, η αλήθεια  είναι μια ζύμη, μια λάσπη το κρύο σε όλα, σε όλα που λείπουν
οι γραμμές στα νέα όνειρα, ο βρόγχος της αδυσώπητης θάλασσας, μια κάστα αγίων
που γονατίζει σε όλα, σε όλα. Αχ μισητό τριαντάφυλλο, ποιος εμφανίζεται;
Τι έχω κάνει;»

Ένα λιμάνι που μας εξαπατά και πάλι χάνεται είναι η αγάπη που έχει πεθάνει.
Είναι η λύπη που πέφτει ανάστατα ήσυχη, άκουσε το δάσος και τον άγριο ίσκιο
τις φωλιές, είναι εκεί το όμορφο ελάττωμα η κραυγή, η θλιβερή διακόσμηση άκου
πόσες πόρτες χτυπά ο αέρας, πόσα νερά και φουσκάλες έχει ο Θεός που ισχυρίζεται
πως σου μιλά από την έρημη Εδέμ.