του Κώστα Ακρίβου
Το
χειμώνα του 1929, το βράδυ που την επομένη θα ξημέρωναν Χριστούγεννα, ο
Στέφανος Μπρόζος γύρισε νωρίτερα απ’ τις άλλες μέρες σπίτι του, στο
χωριό Ζάρκος, δυο ώρες με τα πόδια από τα Τρίκαλα. Μουσκεμένος από την
πάχνη, μισογερασμένος απ’ τα αγροτικά βάσανα, με το κεφάλι σκυφτό, πήγε
και κάθισε δίπλα στο τζάκι και σκάλιζε αμίλητος τη φωτιά. Το ίδιο
αμίλητη πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο και η γυναίκα του, να φροντίσει να
αλλάξει ο άντρας της καποτέλι, να ετοιμάσει φαγητό για τα εννιά παιδιά
που, όλο φωνές, τσιριχτά, σκουντήματα και πειράγματα, έσπαγαν τη
μουγγαμάρα των γονιών όπως η σβάρνα το σβολιασμένο χώμα.
Έστρωσε η γυναίκα το σοφρά και κάθισε το
ανθρωπομάνι ένα γύρο, έτοιμο να απλώσει χέρι και να κόψει κομμάτι, μικρό
ή μικρότερο, από την αλευρόπιτα. Αυτό για την αρχή. Γιατί μετά θα
ερχόταν το γιορτινό φαΐ: σιγόβραζε στο τσουκάλι η κότα, που η μάνα είχε
σφάξει και την άφησε μια νύχτα και μια ολόκληρη μέρα κρεμασμένη στην
αποθήκη να στραγγίξει από τα αίματα, για να γίνει το κρέας της σκληρό
στο μάσημα για τα αχόρταστα στόματα. Ο πατέρας στο μεταξύ συνέχεια
σιωπηλός – χέρι δεν άπλωσε στην πίτα, κουβέντα δε βγήκε από το στόμα
του. Μονάχα κάποια στιγμή σήκωσε για λίγο το κεφάλι και είπε: «Σαν
πολλοί δε μαζευτήκαμε εδώ μέσα, γυναίκα;... Ρίξε, λέω, στο τσουκάλι
φαρμάκι να φύγουμε οι μισοί». Αστείο του κολίγα, που νόμιζε τον εαυτό
του ακαμάτη και ανεπρόκοπο – σήμερα έχουν φαγητό, αύριο όμως;
Έστρωσαν
τα χράμια, τις φλοκάτες, έπεσε το τσούρμο να κοιμηθεί κατάχαμα, μπροστά
από το τζάκι μπας και ζεσταθούν τα αδύνατα κορμιά.
Όλα τα παιδιά σφάλισαν τα μάτια και αποκοιμήθηκαν, ενός όμως τα μάτια δεν έλεγαν να κλείσουν. Πώς μπορούν και κοιμούνται! Μα δε φοβούνται;
σκεφτόταν συνέχεια ο εντεκάχρονος Νικολός, το μεγαλύτερο από τα τρία
αγόρια – όλα τα υπόλοιπα κορίτσια, το ένα στα δεκαεφτά, κοπέλα πια της
παντρειάς. Δέκα, έντεκα η ώρα, κόντευαν πια μεσάνυχτα, αλλά ο Νικολός
συνέχιζε να μένει ξάγρυπνος. Ξάγρυπνος και φοβισμένος. Κι αν είμαι εγώ ένας απ’ τους μισούς που θα ξεπαστρέψει το φαρμάκι; Τα ’χε πάρει βαριά, τοις μετρητοίς τα λόγια του πατέρα.
Όταν
βγήκε στη δημοσιά, μ’ ένα δισάκι στον ώμο, ο πρώτος πετεινός δεν είχε
λαλήσει ακόμη. Στον ξάστερο ουρανό ο αυγερινός, γύρω του η ερημιά και η
παγωνιά. Περπάτησε, περπάτησε κι ούτε ήξερε πού πηγαίνει. Σάστισε μόνο
σαν άκουσε πίσω του ύστερα από ώρα να πλησιάζει ένα κάρο.
«Επ!
Τι γίνεται εδώ; Για πού το ’βαλες, καλόπαιδο, μες στα άγρια σκοτάδια;» Ο
Θανάσης Αμπατζής, κουρέας απ’ τους πρώτους στη Λάρισα, είχε πάει την
προηγουμένη να επισκεφτεί τους γονείς του στη Φαρκαδόνα και τώρα γύριζε
πίσω στην πόλη να κάνει Χριστούγεννα με τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Σήκωσε τους ώμους ο Νικολός, μήπως ήξερε κι αυτός; Δεν αρνήθηκε, όμως,
να πηδήξει στην καρότσα και να ακολουθήσει τον μπαρμπέρη.
Ο
Θανάσης Αμπατζής πήρε το παιδί βοηθό του στο κουρείο. Σκούπιζε από το
πάτωμα τις τρίχες, έριχνε ταλκ στο σβέρκο, κολόνια να δροσίζουν οι
πελάτες το ξυρισμένο τους μούτρο. Κοιμόταν σ’ ένα αποθηκάκι στο σπίτι
του αφεντικού, έτρωγε από το περίσσευμά τους, παράπονο δεν είχε. Μόνο
που δεν του άρεσε αυτή η δουλειά, ένιωθε τα χέρια του ικανά για καλύτερα
πράγματα. Γύρω στην άνοιξη, σε κάποια βόλτα στον κήπο του Αλκαζάρ έκανε
γνωριμία μ’ ένα παιδί της ηλικίας του, ξενόφερτο κι αυτό, από τα Σέρβια
της Κοζάνης. Αυτός ήταν που του ’κανε την πρόταση που έμελλε να αλλάξει
τη ζωή του: «Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις σ’ εμάς;» Έτσι έγινε και ο
Νικολός πήγε δεύτερο μπακαλοπαίδι στο ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ των αδελφών
Σαμσαρέλου, στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Όμως πρώτα έπρεπε να
περάσει τη δοκιμασία. Το ένα από τα τρία αδέλφια-μαγαζάτορες τον πήρε
ένα πρωινό Κυριακής και τον πήγε στο κλειστό κατάστημα. Άνοιξε τα σακιά,
πήρε από το ένα τρεις χουφτιές ρύζι, από το άλλο άλλες τόσες φακές, το
ίδιο απ’ τα φασόλια και τα ρεβίθια, τα αμόλησε όλα μαζί χύμα στο δάπεδο.
«Μέχρι το μεσημέρι να ’ναι ξεχωρισμένα στο είδος τους!» Κρυφά, ανάμεσα
στο μπερδεμένο εμπόρευμα έβαλε και μια πεντάρα. Λίγο πριν από το
μεσημέρι ο Νικολός είχε φτιάξει τέσσερις μικρούς σωρούς με τα σπυριά από
τα όσπρια και το ρύζι. Κούνησε με νόημα το κεφάλι ο μαγαζάτορας σαν
είδε το αποτέλεσμα. «Άλλο τίποτα;» ρώτησε και μέσα του κρυφογελούσε με
την παγίδα που είχε στήσει στον μικρό. Σήκωσε τους ώμους ο μικρός,
τίποτα! Τον άρπαξε από το αυτί και τον πήγε πίσω στον κουρέα. «Τέτοιους
κλεφτάκους εγώ δεν τους χρειάζομαι στο μαγαζί!» Πρωί πρωί της Δευτέρας
κίνησε φουριόζος ο κουρέας για το μεγαλομπακάλικο. Το και το, εξήγησε
στα τρία αφεντικά. Το παιδί είναι καλό, τίμιο, την πεντάρα δεν την
κράτησε για λογαριασμό του, την έχει βάλει δίπλα στη μηχανή του ταμείου.
Όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό και δεν έδωσε το νόμισμα στο
μαγαζάτορα, «Μα το μαγαζί το ’χουν τρεις, δεν το ’χει ένας!» βρήκε το
κουράγιο και απάντησε ο Νικολός. Καλό παιδί, ξύπνιο παιδί, πήρε με το
σπαθί του τη δουλειά, γρήγορα έγινε το δεξί χέρι του μεγαλύτερου από τα
αδέλφια. Τον πήρε σπίτι του ο κυρ Ανέστης Σαμσαρέλος να κοιμάται, αλλά
και να κάνει παρέα τα δικά του παιδιά μπας και παραδειγματιστούν απ’
αυτόν, τον έστειλε σχολείο, λίγο μετά που μεγάλωσε άρχισε να τον στέλνει
στις γειτονιές να μαζεύει τα βερεσέδια, αλλά και στις κοντινές πόλεις
για να προμηθεύεται καινούργια εμπορεύματα. Έκοβε το μάτι του, έπιαναν
τα χέρια του, ήταν καταφερτζής στα λόγια ο Νικολός, αετός στα παζάρια.
Πέρασαν
τα χρόνια, μεγάλωσε κι άλλο το κατάστημα, προμήθευε πια την πόλη από
μπαχαρικά μέχρι κοσμήματα, ήρθε και έγινε ο Νικολός αφεντικό μετά τα
αφεντικά στο μαγαζί. Λίγο πριν από τον πόλεμο, το φθινόπωρο του 1938,
βρέθηκε για δουλειές στην Πολωνία. Καινούργιες χώρες, καινούργια
εμπορεύματα: κεχριμπάρια και κασσίτερος. Στο τρίτο ταξίδι στην Κρακοβία
γνωρίστηκε με την κόρη του ιδιοκτήτη στο ξενοδοχείο όπου έμενε. Ξανθωπή,
με το δέρμα της να αχνοφέγγει και μια μικρή ελιά στο αριστερό μάγουλο
–γούρι, δείγμα καλοτυχίας–, πλάσμα αερικό η εικοσάχρονη Νεμπόσκα
σκλάβωσε την καρδιά του Θεσσαλού Νικολού. Αγαπηθήκανε στα κρυφά, πήγε
στο επόμενο ταξίδι και τη ζήτησε από τον πατέρα της σε γάμο. Ξαφνιάστηκε
αυτός μα δέχτηκε. Ο γάμος έγινε διπλός, πρώτα καθολικός στη δική τους
εκκλησία, ύστερα με κλαρίνα και μπράτιμους στον Ζάρκο. Τώρα ήταν η
στιγμή να αλλάξει και η ζωή του Νικολού. Είχε κάνει καλό κομπόδεμα,
μίλησε στα αφεντικά του, εξήγησε τι είχε κατά νου, ζήτησε την άδεια να
αποχωρήσει από τη δουλειά. Του ’δωσαν αυτοί την ευχή, τις ευχαριστίες
και από ένα γερό μπαξίσι ο καθένας για το καλό που είχε κάνει στην
επιχείρησή τους. Καινούργιος άνεμος φυσάει τώρα στα πανιά του νιόπαντρου
Νικολού. Φεύγει από τη Λάρισα και κατεβαίνει στον Βόλο, χτίζει δίπατο
πέτρινο σπίτι στην Ανακασιά να βλέπει με τις ώρες και να μη χορταίνει τη
θάλασσα. Ξεκίνησε και το καινούργιο επάγγελμα που είχε μάθει εδώ και
κάμποσα χρόνια: να ράβει κοστούμια.
Τα
χρόνια της δεκαετίας του ’40 τα πέρασε λίγο πολύ όπως και οι υπόλοιποι
συμπατριώτες του: πρώτα φαντάρος στην Αλβανία, στη συνέχεια μπόρεσαν με
τη Νεμπόσκα να αντέξουν την πείνα, τα εμφύλια αίματα, τους εφιάλτες.
Δέκα και βάλε χρόνια περίμεναν το παιδί που δεν έλεγε να ’ρθει και, όταν
τον Αύγουστο του ’50 γεννήθηκε η Φιλαρέτη –όνομα που ο Νικολός χρώσταγε
στην πέμπτη αδελφή του, που την είχαν χάσει στο βουνό–, μόνο που δεν
τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Το ίδιο καλά πήγαιναν και οι δουλειές του
Νικολού, ανασταινόταν η πόλη, πλήθαιναν οι βεγγέρες, ο κόσμος ζητούσε να
αποξεχαστεί μ’ ένα φανταχτερό ρούχο, ήταν και οι πλούσιοι Αιγυπτιώτες
που δεν ήξεραν τι θα πει στέρηση και κάθε Χριστού, κάθε Λαμπρή ήθελαν
καινούργιο κοστούμι. Δούλευε το ζευγάρι από νύχτα σε νύχτα να προλάβει
τις παραγγελίες. Ο Νικολός έπαιρνε τα μέτρα και έραβε τις τσόχες και τα
κασμίρια, της Νεμπόσκας η δουλειά ήταν να ανοίγει επιδέξια κουμπότρυπες
σε σακάκια και παντελόνια. Προχώρησαν κι άλλο τα χρόνια, αβγάτυνε το
πουγκί τους, αγόρασαν εξοχικό στο Σουτραλί, μεγάλωσαν και οι καταθέσεις
στην τράπεζα, καθώς είχαν όνειρα και όνειρα για τη μικρή Φιλαρέτη.
Το
1975 ο Βαγγέλης Χασιώτης φοιτούσε στην έκτη τάξη του Β΄ Γυμνασίου
Αρρένων Βόλου. Όνειρό του ήταν να γίνει αστροναύτης. Ο λόγος που έκλινε
σ’ ένα τέτοιο παράξενο επάγγελμα δεν ήταν άλλος από τη δεσποινίδα που
τους δίδασκε το μάθημα της Κοσμογραφίας. Ψηλή, αέρινη, με λευκή
επιδερμίδα και μια γοητευτική ελίτσα στο μάγουλο, εκεί γύρω στα είκοσι
πέντε, η καθηγήτρια είχε κάνει τους τελειόφοιτους να κλειδώνονται στα
δωμάτιά τους με τη φαντασίωση μιας πιθανής συνεύρεσης μαζί της. Όλοι οι
μαθητές ερωτευμένοι αλλά ο Βαγγέλης διπλά και τριπλά: «Τι κι αν με
περνάει εφτά οχτώ χρόνια; Εγώ μια μέρα θα την κάνω γυναίκα μου!» Μ’ αυτό
το όνειρο κοιμόταν, μ’ αυτό ξυπνούσε. Κάπου κάπου θυμόταν τις εξετάσεις
για το πανεπιστήμιο και άνοιγε καμιά Φυσική του Μάζη για να ’ναι
διαβασμένος στο φροντιστήριο.
Αρχές
του Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς μπήκε στο μυαλό των αγοριών του
Πρακτικού της έκτης τάξης μια διπλή επιθυμία. Από τη μια, πήγαν και
γράφτηκαν στη νεολαία Ρήγας Φεραίος, έβραζε το αίμα τους, ένιωθαν
επαναστάτες, και από την άλλη –πόσο όμορφα αυτές οι ηλικίες ταιριάζουν
τα αταίριαστα– ζήτησαν από το γυμνασιάρχη την άδεια να κάνουν γιορτή στο
αμφιθέατρο του σχολείου. Μοίρασαν ποιήματα, ετοίμασαν σκετς, στόλισαν
το χώρο, φτιάξανε φάτνη, δέντρο χριστουγεννιάτικο, τους έλειπε όμως το
άστρο της Βηθλεέμ. Ποιος κατείχε καλύτερα τα της αστρικής και ποιος είχε
γνώσεις επί του θέματος άλλος από την καθηγήτρια της Κοσμογραφίας;
Ανέλαβε ο Βαγγέλης να της ζητήσει τη συνδρομή. Πήγε και τη βρήκε στο
διάλειμμα, εξήγησε εκ μέρους όλων τι θέλει, τη φωνή του την κατάλαβε να
τρέμει καθώς ένιωθε το αντικείμενο του πόθου του σε απόσταση αναπνοής.
«Ευχαρίστως!» ήταν η απάντησή της. «Αλλά…» Αλλά θα έπρεπε να πάει ένα
απόγευμα σπίτι της, να ανοίξουν βιβλία Kοσμογραφίας,
να διαλέξουν ποιο άστρο θα ταίριαζε στη γιορτή τους, να της δώσει ένα
χέρι βοήθειας να το σχεδιάσουν στο χαρτόνι. Θα ήθελε; Είχε το χρόνο;
Έφτασε
στην Ανακασιά τρία τέταρτα νωρίτερα από την ώρα που είχαν κανονίσει.
Πέρασε το κατώφλι του πέτρινου δίπατου σπιτιού και το φυλλοκάρδι του
Βαγγέλη έτρεμε από την αγωνία και τις προσδοκίες. Η δεσποινίς Μπρόζου,
αφού τον κέρασε φοινίκι και λεμονάδα ΕΨΑ, κατέβασε στη συνέχεια από τη
βιβλιοθήκη και άνοιξε μπροστά του τα σχετικά βιβλία: άλμπουμ και
λευκώματα με αστέρια και αστερισμούς. Δε θα ’χαν περάσει λίγα λεπτά όταν
από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει κάτι σε
γλώσσα ξένη. «Συγγνώμη», είπε η καθηγήτρια και σηκώθηκε
αναψοκοκκινισμένη. Ξαναφάνηκε ύστερα από λίγο στο άνοιγμα της πόρτας:
«Οι δικοί μου… Θέλουν να σε γνωρίσουν, να δουν ποιος είναι ο μαθητής…
Μπορείς να έρθεις, σε παρακαλώ, μια στιγμή;» Όρθια, με κλωστές και
καρφίτσες στα χέρια, στο κέντρο του δωματίου στεκόταν μια παχουλή
γυναίκα, ξανθιά, ολόιδια στο πρόσωπο με την καθηγήτριά του. Πίσω από μια
ραπτομηχανή χαμογελούσε ένας καλοχτενισμένος σενιαρισμένος άντρας, γύρω
στα εξήντα. Και σ’ ένα ντιβάνι, καθισμένος οκλαδόν, με τα μάτια τυφλά,
ένας ασπρομάλλης γέρος. «Ο πατέρας… η μάνα μου… ο παππούς…»
Δεν
έμεινε πολλές ώρες εκείνο το απόγευμα στο σπίτι της Ανακασιάς ο
Βαγγέλης Χασιώτης. Θα έμενε όμως αργότερα, τα επόμενα χρόνια, εκεί πια
κυλάει η ζωή του.
Και
όταν τώρα κάθεται στο γραφείο, με θέα τη θάλασσα του Παγασητικού, για
να διορθώσει τα γραπτά και τις εξισώσεις των μαθητών του, αλλά πιο πολύ
όταν είναι να γράψει κάνα διήγημα ή κανένα βιβλίο, γυρίζει κάπου κάπου
το βλέμμα στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τον πεθερό του Νικολό και
τον κολίγα Στέφανο Μπρόζο, και τους χαμογελάει. Πόσες και πόσες ιστορίες
απ’ το στόμα τους. Πόσες λέξεις χαρισμένες σ’ αυτόν, δώρα μιας τυχερής
ζωής.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.