Το όνομά μου – Σάντσος – πλέον συνώνυμο
του υπηρέτη δίχως μιλιά.
Το επώνυμό μου ο ποιητής εμπνεύστηκε
απ' τη μεγάλη μου κοιλιά.
Χρόνια τώρα, ο έρμος, κυνηγώ φαντάσματα
ανεμόμυλους – ω ναι! - κι αερικά.
Πολεμάω με τόλμη περίσσια κι ίδρωτα
για αλλονών τα ιδανικά.
Ο αφέντης μου - μυαλό κουκούτσι – είχε μπόλικη πειθώ:
“Νησί δικό σου θ' αποκτήσεις, δίχως άγχος κι αγωνία!”
Αφελή, με λέτε, ξέρω· γώ 'μως ζω μ' ένα 'ότι θέλει ας γίνει!'
Κι έτσι αιώνια πλανιέμαι γύρω απ' την Αραγονία.
Στο μυαλό του είχε ονείρατα, ο Δον ο μονομάχος - μα εγώ
μονάχα την κοράκλα μου κι εκείνο το νησάκι.
Κόσμους θα κατακτούσαμε - πλούτη· θα μας ζητωκραυγάζανε
όμως όλο το βιος μου πια χωρεί, σ' ένα δισάκι.
Φίλε που τώρα εσύ γελάς και τόσο με κοροϊδεύεις, σκέψου καλά
τι θα 'ταν οι ηγέτες μας δίχως τη σκιά τους!
Σαν τους κομήτες τ' ουρανού, μουντοί κι αγέλαστοι θα τριγυρνούσαν
δίχως την περίφημη, ολόλαμπρη ουρά τους.
Μα κι εσύ άλλωστε δε θα γινόσουνα – ως είχες πει – με τέτοια χάρη
ένας ανίκητος ιππότης σε ουτοπικά ρομάντζα;
Τι ειρωνεία όταν θωρείς την σκιά σου! Ίδιο τροπάρι: “Ω, δες με τώρα
δε διαφέρω και πολύ από τον Σάντσο Πάντσα.”
Ο διακαής πόθος του Σάντσο Πάντσα: ένα νησί! Κι εμείς που σαν χώρα είμαστε ευλογημένοι να έχουμε χιλιάδες, τι κάνουμε; Τα αφήνουμε χωρίς νερό, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς θαλάσσια συγκοινωνία μέχρι να βαρεθούν και οι τελευταίοι "Δον Κιχώτες" κάτοικοί τους και να γίνουν ερημονήσια...
ΑπάντησηΔιαγραφή