Μαθαίνεις
Μετά από λίγο
μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη
διαφορά
ανάμεσα στο να
κρατάς το χέρι
και να
αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως
Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και
συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια
Και αρχίζεις να
μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν
είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν
είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να
δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά
και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας
γυναίκας
και όχι με τη
θλίψη ενός παιδιού
Και μαθαίνεις να
φτιάχνεις
όλους τους
δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος
του Αύριο
είναι πολύ
ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα
πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται
στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο
καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η
ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου
κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις
τον κήπο σου εσύ
Αντί να
περιμένεις κάποιον
να σου φέρει
λουλούδια
Και μαθαίνεις
ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια,
έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια,
αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις
Στους ορισμούς
της ποίησης...
«Εάν πρέπει να
ορίσω την ποίηση», λέει ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας, «και νιώθω κάπως αμήχανα γι' αυτό, εάν
δεν είμαι πολύ σίγουρος γι' αυτό, λέω κάτι όπως: "Ποίηση είναι η έκφραση
του ωραίου διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους". Αυτός ο
ορισμός μπορεί να είναι αρκετά καλός για ένα λεξικό ή ένα εγχειρίδιο, αλλά όλοι
νιώθουμε πως είναι κάπως αδύνατος. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο - κάτι που
θα μπορούσε να μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε όχι μόνο προσπαθώντας να γράψουμε
ποίηση, αλλά και να την ευχαριστιόμαστε, και να νιώθουμε ότι ξέρουμε τα πάντα
γι' αυτήν. Αυτό είναι ότι ξ έ ρ ο υ μ ε τι είναι ποίηση. Το ξέρουμε τόσο καλά
που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με άλλες λέξεις, όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε
τη γεύση του καφέ, το κόκκινο ή το κίτρινο χρώμα, ή την έννοια του θυμού, της
αγάπης, του μίσους, της ανατολής, του ηλιοβασιλέματος, ή της αγάπης μας για την
πατρίδα μας. Αυτά τα πράγματα είναι τόσο βαθιά μέσα μας, που μπορούν να
εκφραστούν μόνο με εκείνα τα κοινά σύμβολα που μοιραζόμαστε. Ετσι, γιατί να
χρειαστούμε άλλες λέξεις;».
Κι ωστόσο, ο
Μπόρχες και χρειάζεται και χρησιμοποιεί κι άλλες λέξεις στην προσπάθειά του, αν
όχι να ξεκλειδώσει το μυστήριο της ποίησης, τουλάχιστον να προσφέρει στους
ακροατές του τότε, στους αναγνώστες του τώρα, στοιχεία της προσωπικής του
μεθόδου προσέγγισης των λογοτεχνημάτων, πεζών και στιχουργημένων. Οντας
εμπειρότατος αναγνώστης, αναψηλαφεί με κριτική αυστηρότητα τη λογοτεχνία πολλών
αιώνων, με σημείο εκκίνησης τον Ομηρο και τα έπη και με μια ταχύτητα που τον
οδηγεί ενίοτε στον αφοριστικό τόνο, ο οποίος πάντως μετριάζεται από τον συχνά
εκδηλούμενο αυτοσαρκασμό («ελάσσονα ποιητή» και «πολύ δειλό στοχαστή»
χαρακτηρίζει τον εαυτό του). Αν επιχειρούσαμε να συνοψίσουμε, κάπως αυθαίρετα,
τις σκέψεις του, όσες εκτυλίσσονται ενόσω μιλάει για τη μουσική των λέξεων, τον
τρόπο της αφήγησης και τα λογοτεχνικά τεχνάσματα, θα εδραζόμασταν οπωσδήποτε
στην «εμμονή» του ότι η ποίηση και η ανάγνωσή της είναι «πάθος και χαρά», καθώς
και στην πεποίθησή του ότι «η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα
ποίημα». Αν οι γνώσεις μας, μοιάζει να λέει, δεν υπηρετούν τον σκοπό της
απόλαυσης, αν δεν μας ξανακάνουν αφελείς με έναν καινούργιο τρόπο, είναι
εμπόδιο και παγίδα.
Στο
χρυσαφένιο απόγεμα
ή και,
μπορεί, σε μια μορφή γαλήνης
που σύμβολό
της να ’ναι αυτό το χρυσαφένια απόγεμα,
ο άνθρωπος
αυτός τακτοποιεί τα βιβλία
πάνω στα
ράφια που περιμένουν
και νιώθει
την περγαμηνή, το δέρμα, το πανί
και την
ηδονή που σου δίνει
η πρόβλεψη
μιας συνήθειας
κι η
καθιέρωση κάποιας τάξης.
Ο Στίβενσον
κι εκείνος ο άλλος σκοτσέζος, ο Άντριου Λανγκ,
θα
συνεχίσουν εδώ, με τρόπο θαυμαστό,
τη μακριά
συζήτησή τους που σταμάτησαν
οι θάλασσες
και ο θάνατος
και όσο για
τον Ρέγιες, είναι βέβαιο πως δεν θα ενοχληθεί
που θα
συνορεύει με τον Βιργίλιο.
(Η
ταξινόμηση μιας βιβλιοθήκης είναι η άσκηση
με ηρεμία
και απλότητα
της τέχνης
της κριτικής).
Ο άνθρωπος
αυτός που είναι τυφλός,
ξέρει πως
δεν μπορεί πια να διαβάσει
τα περίφημα
βιβλία που ψηλαφίζει
και πως δεν
πρόκειται να τον βοηθήσουνε να γράψει
εκείνο το
βιβλίο που τελικά θα μπορούσε να τον δικαιώσει.
Όμως τούτο
το βράδυ, που ίσως και να ’ναι χρυσαφένιο
χαμογελάει
για την παράξενη μοίρα
και νιώθει
εκείνη την ξεχωριστή ευχαρίστηση
που δίνουν
τα παλιά, αγαπημένα πράγματα.
*
Εγκώμιο της
σκιάς
Τα γερατειά
(όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και
να ’ναι ο καιρός της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει
πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου να ’ναι.
Απομένει
μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα
σε θαμπές και διάφανες μορφές
που ακόμα
δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.
Το Μπουένος
Άιρες
που παλιά
μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές
προς τη
μεριά του απέραντου κάμπου,
έγινε πάλι
το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,
τα δρομάκια
της παλιάς πόλης
και τα
ετοιμόρροπα παλιά σπίτια
μια περιοχή
που ακόμα λέμε Νότο.
Πάντοτε στη
ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα.
ο
Δημόκριτος ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του για να σκέφτεται.
ο χρόνος
ήταν ο δικός μου ο Δημόκριτος.
Αυτό το
μισοσκόταδο σέρνεται αργά αργά και δεν πληγώνει.
κυλάει πάνω
σε μια ήρεμη πλαγιά
και μοιάζει
σα να είναι η αιωνιότητα.
Οι φίλοι
μου δεν έχουν μορφή
οι γυναίκες
είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,
μπερδεύεται
η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,
δεν έχουν
γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.
Όλα αυτά θα
’πρεπε να με τρομάζουν
όμως
αφήνουν μια γεύση γλυκιά, μια επιστροφή.
Από τα τόσα
κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη
λίγα μονάχα
έχω διαβάσει
κι αυτά τα
ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα
διαβάζω και να τα μεταπλάθω.
Απ’ το
Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,
συγκλίνουν
οι δρόμοι που μ’ οδήγησαν
στο μυστικό
μου κέντρο.
Οι δρόμοι
αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,
γυναίκες,
άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,
μέρες και
νύχτες,
λήθαργοι κι
όνειρα,
η καθεμιά
στιγμή του χτες,
του κάθε
χτες του κόσμου,
το κραταιό
σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,
τα έργα των
νεκρών,
ο έρωτας
που βρήκε ανταπόκριση, τα λόγια,
ο Έμερσον
και το χιόνι, τόσα και τόσα…
Τώρα μπορώ
να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην
άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον
καθρέφτη μου.
Σύντομα θα
ξέρω ποιος είμαι.
*
Περικοπές
από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο, επιλογή
3.
Δυστυχισμένοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί έτσι όπως ήταν πάνω στη γη, θα είναι
και κάτω από τη γη.
4.
Δυστυχισμένοι όσοι θρηνούν, γιατί πια απόχτησαν τη θλιβερή συνήθεια του θρήνου.
7.
Ευτυχισμένος όποιος δεν επιμένει πως έχει δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει ή έχουν
όλοι.
9.
Ευλογημένοι οι ειρηνοποιοί, γιατί δεν θα καταδεχτούν τη διχόνοια.
14. Κανείς
δεν είναι το αλάτι της γης, μα και κανένας δεν υπάρχει που να μην ήταν σε
κάποια στιγμή της ζωής του.
μετάφραση,
Δημήτρης Καλοκύρης
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Από τη
Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Χόρχε
Λουίς Μπόρχες (ισπ. Jorge Luis Borges): 24 Αυγούστου 1899, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή -14 Ιουνίου 1986, Γενεύη, Ελβετία) ήταν Αργεντίνος συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες
λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του
φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός.
Η ζωή του
Παιδικά
χρόνια
Ο Χόρχε Λουίς
Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο
Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες
("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας] και δεν τα κατάφερε", είπε κάποτε ο
Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα"). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες,
ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν
Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν
ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια.
Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε
μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.
Το πλήρες όνομα
του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά,
ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.
Ο Χόρχε Γκιγέρμο
Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας
τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και
το 1914 η
οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό
οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο.
Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά,
μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από
το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.
Αφού τέλειωσε
ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες
τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος τουαβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού
κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα" , γραμμένο στο στυλ
του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia ("Ελλάδα").
Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και
τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα
Σέρνα.
Πρώτα
συγγραφικά χρόνια
Το 1921 ο Μπόρχες
επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα
του Ουλτραϊσμού και ξεκίνησε
την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά
περιοδικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de
Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην
αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η "τέχνη
για την τέχνη" προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα
του Μποέδο), συν-ίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός
συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε
το 1931 από
τη Βικτόρια Οκάμπο και
έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε
τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες,
ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική φυσιογνωμία της
αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Το 1933 ο Μπόρχες
έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και
πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia
universal de la infamia(Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα
χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε
εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το1939.
Το 1937 ο Μπόρχες
έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του
απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι
που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας
στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην
εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε:
"προήχθηκε" στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά
του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ' αυτό,
διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε "Επιθεωρητής Πουλερικών και
Κουνελιών"). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το
σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε
στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ,
ότι "Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη
δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το
γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα."
Ο θάνατος του
πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν
βαρύ πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε
άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ'
ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά του "Ο Νότος" του 1944 βασίζεται σε
αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα
στυλ για το οποίο έγινε διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El
jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που
Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο
περιλάμβανε το διήγημα "Ο Νότος", ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά
στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε "ίσως η καλύτερή
μου ιστορία." Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, Ο Κήπος με
τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα
λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν κείμενα
με τα οποία τον υποστήριξαν.
Τα χρόνια της
ωριμότητας
Χωρίς δουλειά, με
την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει
πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας
δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν
αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του
Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953)
και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο
Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε
σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους)
το 1954 από
τον Αργεντίνο σκηνοθέτηΛεοπόλδο Τόρε Νίλσον.
Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.
Το 1955, με πρωτοβουλία
της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα
αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί
εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός "μου έδωσε ταυτόχρονα
τα βιβλία και τη νύχτα".
Τον επόμενο χρόνο
κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από
το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις).
Από το 1956 μέχρι
το 1970, ο
Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες,
ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.
Μη μπορώντας να
διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με
την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική
του γραμματέας.
Διεθνής
αναγνώριση
Η διεθνής φήμη
του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με
τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το
γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε ο
Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια πολλών για να
μάθουν ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore,
ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον
κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες
στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες
μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα
χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με
διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το
Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα
επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το
Βραβείο Θερβάντες.
Το 1967 ο Μπόρχες
ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι
Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης
συνέχισε να εκδίδει βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres
imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερέρο), El
informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El
libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης
πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις
εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve
ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).
Αν και
πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν
δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί
τα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του
είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής παράλειψη.
Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες λόγω της σιωπηλής
στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες
σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού. Παρόλο που αυτή η πολιτική του
στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε
"αναρχο-ειρηνισμό," τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων
συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στον οποίο
βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ' όλα αυτά, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται
σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.
Τα τελευταία
χρόνια
Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και
επανεξελέγηκε πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής
Βιβλιοθήκης.
Ο Μπόρχες
παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η
οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της
γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την
πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική
επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε
λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του,
με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος
στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για
δεκαετίες.
Μετά το 1975, τη χρονιά που
πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον
κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα
ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντίνα ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής.
Ο Χόρχε Λουίς
Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη
Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι
Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα
τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο
εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι
καταδίκασαν την όλη στάση της Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο
για την πρόσβαση στα γραπτά του Μπόρχες (βλ. άρθρα σε Le
Nouvel Observateur, El
País και La
Nación, μεταξύ άλλων).
Το έργο του
Εκτός από
τα διηγήματά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, ο
Μπόρχες έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια, διάφορα σενάρια, και σημαντικό όγκο
λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές
ανθολογίες, και μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από αρχαία αγγλικά και αρχαία
σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως και ο πατέρας του, ενώ ήταν
ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά
του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφίακαι, ως προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες
για τη λογοτεχνία ως ψυχαγωγία — όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε
ως παιγνίδι και άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.
Ο Μπόρχες έζησε
το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και έτσι επηρεάστηκε από την περίοδο
του Μοντερνισμού και ιδιαίτερα από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του αναδεικνύει τη σε βάθος
μόρφωση του συγγραφέα και είναι πάντοτε περιεκτική. Όπως τον σύγχρονό του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τον κάπως
παλιότερο Τζέιμς Τζόις, συνδύασε το ενδιαφέρον του για την
πατρίδα του με πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν και αυτός επίσης πολύγλωσσος
και παιχνιδιάρης με τη γλώσσα, αλλά ενώ τα έργα των Ναμπόκοφ και Τζόις έτειναν
να γίνονται όλο και πιο μεγάλα με την πάροδο του χρόνου, ο Μπόρχες παρέμεινε
οπαδός του μικρού. Επίσης σε αντίθεση με τους Τζόις και Ναμπόκοφ, το έργο του
Μπόρχες σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "το
μπαρόκ", ενώ των πρώτων κινήθηκε προς αυτό: τα τελευταία έργα του Μπόρχες
δείχνουν ένα ύφος πολύ πιο διάφανο και νατουραλιστικό από ό,τι έδειξε στα πρώτα του έργα.
Πολλές από τις
πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές
ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία
περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων ("Η βιβλιοθήκη της
Βαβέλ"), κάποιος που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως ("Φούνες ο
μνημονικός"), μία οπή μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα στο
σύμπαν ("Το άλεφ"), και ένα έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που
στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ("Το μυστικό θαύμα"). Ο
ίδιος Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Νότια Αμερική, ιστορίες που αναφέρονταν σε λαϊκούς
ήρωες, μάγκες το δρόμου, στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές
φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό, και σε μερικές
περιπτώσεις, κυρίως στα πρώτα του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ
από κάποιου είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.
Η πληθώρα του μη
λογοτεχνικού έργου του Μπόρχες συνίσταται σε κριτικές ταινιών και βιβλίων,
σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη φύση του
διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Από
αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό πάνθεον του Μπόρχες,
θεωρούσε τον Μεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων θεμάτων Αλφόνσο Ρέγεςως "τον
καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των εποχών". Στα μη λογοτεχνικά του
κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία
του. Δοκίμια όπως "Η ιστορία τουτανγκό" ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα "Μαρτίν
Φιέρο" εξερευνούν συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα
των Αργεντινών και των διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού
της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες αρκετές
συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι το 1967, συχνά με
διαφορετικά ψευδώνυμα (βλέπε άρθρο: Μπούστος Ντόμεκ).
Ο Μπόρχες
έγραφε ποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς η όρασή
του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην ποίηση, καθώς μπορούσε να
αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ
φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του, καθώς και με θέματα που προκύπτουν από
το κριτικό του έργο, τις μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το
εύρος ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη
λογοτεχνικά του κείμενα. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του στον
φιλοσοφικό ιδεαλισμό αντανακλάται στον φανταστικό κόσμο του Τλον
στο "Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους", στο δοκίμιο "Νέα διάψευση
του χρόνου" και στο ποίημα "Πράγματα". Ομοίως, ένα κοινό θέμα
υπάρχει στο διήγημα "Τα κυκλικά ερείπια" και το ποίημα "Το
Γκόλεμ".
Εκτός από τα δικά
του έργα, ο Μπόρχες είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Όσκαρ Ουάιλντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φραντς Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Αντρέ Ζιντ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Γουόλτ Γουίτμαν, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπράουν και Γ. Κ. Τσέτσερτον. Σε
διάφορα άρθρα και διαλέξεις ο Μπόρχες αξιολογεί την τέχνη της μετάφρασης και
αρθρώνει τη δική του άποψη για το θέμα: μια μετάφραση μπορεί να αποτελέσει
βελτίωση του πρωτότυπου, εναλλακτικές ή και αντιφατικές εκδοχές του ιδίου έργου
μπορούν να έχουν την ίδια ισχύ, και μία πρωτότυπη ή κυριολεκτική μετάφραση
μπορεί να απέχει πολύ από το πρωτότυπο έργο.
Ο Μπόρχες
χρησιμοποίησε επίσης δύο πολύ ασυνήθιστα λογοτεχνικά στοιχεία: την παραποίηση
της πραγματικότητας αναφορικά με την ιστορία κειμένων και την κριτική
ανύπαρκτων έργων. Και τα δύο αποτελούν μορφές σύγχρονων ψευδεπιγράφων. Παρόλο που ο
Μπόρχες χρησιμοποίησε πολύ και διέδωσε την κριτική ανύπαρκτων έργων, εντούτοις
αυτό δεν αποτέλεσε δική του επινόηση. Πιθανόν να συνάντησε αυτή την ιδέα για
πρώτη φορά στο μακρύ κείμενο "Ο ράφτης ξανά ραμμένος" του Τόμας Κάρλαϊλ, το οποίο ήταν
κριτική ενός ανύπαρκτου γερμανικού φιλοσοφικού έργου και βιογραφία του επίσης φανταστικού του συγγραφέα. Στην
εισαγωγή της πρώτης συλλογής διηγημάτων που εξέδωσε, Ο Κήπος με τα
Μονοπάτια που Διακλαδώνονται, ο Μπόρχες αναφέρει: "Είναι μεγάλη τρέλα
και άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία – αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια
ιδέα η οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλύτερο
πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να δίνεις μια σύνοψη
ή κάποιο σχόλιο."
Ο Μπόρχες ως
Αργεντίνος και ως πολίτης του κόσμου
Το έργο του
Μπόρχες έχει χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, κάτι που αποτελεί αντανάκλαση της
πολυ-πολιτισμικής Αργεντινής, της έκθεσής του από νωρίς στη μεγάλη συλλογή
παγκόσμιας λογοτεχνίας που διέθετε ο πατέρας του, και τα πολλά ταξίδια που
έκανε στη ζωή του. Νεαρός, επισκέφθηκε περιοχές των πάμπας όπου τα σύνορα της
Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας θολώνουν, και έζησε και πήγε σχολείο
στην Ελβετία και την Ισπανία. Μεσήλικας, ταξίδεψε σε όλη την Αργεντινή για να δώσει διαλέξεις και σε διάφορα μέρη
του κόσμου ως επισκέπτης καθηγητής. Συνέχισε να γυρίζει τον κόσμο στα γεράματά
του, πεθαίνοντας στη Γενεύη, όπου είχε πάει λύκειο (δεν πήγε ποτέ πανεπιστήμιο).
Ο Μπόρχες ήρθε σε
επαφή με λογοτεχνία από αργεντίνικα, ισπανικά, βορειοαμερικανικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και βορειοευρωπαϊκά/ισλανδικά συγγράμματα.
Διάβασε επίσης πολλές μεταφράσεις έργων από τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Η παγκοσμιότητα που τον έκανε να
ενδιαφερθεί για την παγκόσμια λογοτεχνία — και αναγνώστες σε όλο τον κόσμο να
ενδιαφερθούν για αυτόν — αντανακλούσε μία στάση η οποία ερχόταν σε πλήρη
αντίθεση με τον ακραίο εθνικισμό της κυβέρνησης του Περόν. Όταν ακραίοι Αργεντίνοι εθνικιστές, οι οποίοι
ταυτίζονταν - τουλάχιστον εν μέρει - με τους Ναζί, υποστήριξαν ότι ο Μπόρχες ήταν Εβραίος — υπονοώντας ότι δεν ήταν αρκετά Αργεντίνος — ο
Μπόρχες αποκρίθηκε "Yo Judío" ("Εγώ, Εβραίος"),
υποδεικνύοντας ότι θα ήταν περήφανος αν ήταν Εβραίος, και παρουσίασε το χριστιανικό του γενεαλογικό δέντρο, υπενθυμίζοντας όμως ότι οποιοσδήποτε
"βέρος Ισπανός" θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάποια
εβραϊκή καταγωγή.
Πολυ-πολιτισμικές
επιρροές στα κείμενα του Μπόρχες
Η Αργεντινή του
Μπόρχες ήταν πολυ-πολιτισμική και το Μπουένος Άιρες, η πρωτεύουσα, μια κοσμοπολίτικη
πόλη. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο κατά την εποχή της σχετικής ευημερίας των
παιδικών και νεανικών χρόνων του Μπόρχες, παρά σήμερα. Κατά την ανακήρυξη της
ανεξαρτησίας της Αργεντινής το 1816 ο πληθυσμός ήταν μικτός, κυρίως ισπανικής καταγωγής,
αλλά και με πολλούς μιγάδες. Η εθνική ταυτότητα των
Αργεντίνων διαμορφώθηκε σταδιακά, με την πάροδο πολλέων δεκαετιών μετά την
ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήρθαν πολλοί μετανάστες
από Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία,Γερμανία, Ρωσία, Συρία και Λίβανο (τότε μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρο-Ουγγαρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ελβετία, Γιουγκοσλαβία, Βόρεια Αμερική, Βέλγιο, Δανία,Ολλανδία, Σουηδία και Κίνα,
με τους Ιταλούς και τους Ισπανούς να αποτελούν τις μεγαλύτερες ομάδες. Η
συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων και κουλτούρων στην Αργεντινή φαίνεται
έντονα στα Έξι προβλήματα για τον Δον Ισίδρο Παρόδι, το οποίο ο
Μπόρχες συνέγραψε με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες,
και στην ανώνυμη πολυ-εθνοτική πόλη στην οποία εκτυλίσσεται το "Ο θάνατος
και η πυξίδα", η οποία μπορεί να είναι ή να μην είναι το Μπουένος Άιρες.
Στα κείμενα του Μπόρχες υπάρχουν επίσης επιδράσεις και πληροφορίες από χριστιανικά, βουδιστικά, ισλαμικά και εβραϊκά κείμενα.
Ο Μπόρχες ως
ειδικός στην ιστορία, την κουλτούρα και τη λογοτεχνία της Αργεντινής
Παρά το ότι ο
Μπόρχες επικεντρωνόταν συχνά σε παγκόσμια θέματα, ασχολήθηκε επίσης με το φολκλόρ, την ιστορία και άλλα
θέματα της Αργεντινής. Το πρώτο του βιβλίο, Fervor de Buenos Aires (Πάθος
για το Μπουένος Άιρες), εκδόθηκε το 1923. Λαμβάνοντας υπ'
όψη την ενασχόληση του Μπόρχες με αργεντίνικα θέματα — από αργεντίνικη
κουλτούρα ("Ιστορία του τανγκό", "Επιγραφές σε άμαξες"),
φολκλόρ ("Χουάν Μουράνια", "Η νύχτα των δώρων"), λογοτεχνία
("Ο Αργεντίνος συγγραφέας και η παράδοση", "Αλμαφουέρτε",
"Εβαρίστο Καριέγο") και σύγχρονα θέματα — μοιάζει μάλλον ειρωνικό που
οι υπερ-εθνικιστές αμφισβήτησαν την αργεντίνική του ταυτότητα.
Το ενδιαφέρον του
Μπόρχες σε αργεντίνικα θέματα αντανακλά εν μέρει την έμπνευσή του από το
γενεαλογικό του δέντρο. Η γιαγιά του Μπόρχες από την πλευρά του πατέρα του
ήταν Αγγλίδα και παντρεύτηκε, γύρω στο 1870, τον ισπανικής
καταγωγής Φρανσίσκο Μπόρχες, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και είχε ιστορικό ρόλο
στους εμφύλιους πολέμους που έγιναν στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνουν η
Αργεντινή και η Ουρουγουάη. Περήφανος για την ιστορική κληρονομιά της
οικογένειάς του, ο Μπόρχες χρησιμοποίησε αρκετές φορές αυτούς τους εμφύλιους
πολέμους σε πεζά (π.χ. "Η ζωή του Ταδέο Ισίδορο Κρους", "Ο
νεκρός", "Αβελίνο Αρεδόντο") και ποίηση ("Ο Στρατηγός
Κιρόγα οδεύει προς τον θάνατο με άμαξα"). Ο προπάππος του Μπόρχες από την
πλευρά της μητέρας του ήταν επίσης ήρωας του στρατού, και ο Μπόρχες τον
απαθανάτισε στο ποίημα "Μια σελίδα στη μνήμη του Συνταγματάρχη Σουάρες,
νικητή στο Χουνίν".
Βιβλιογραφία
έργα του στα
Ελληνικά
- El informe de Brodie (Η αναφορά του Μπρόντι κ.α. 1970, ) ― ελλην. μετάφρ. Νταβέλη & Τσαμαδού, "ΕΞΑΝΤΑΣ"
- Ficciones (Μυθοπλασίες, 1944) ― ΥΨΙΛΟΝ 1990(Περιέχει τις συλλογές Ο κηπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια και Τεχνάσματα)
- El Aleph (Το Άλεφ, 1949) ― ΥΨΙΛΟΝ 1991
- διάφορα πεζά ― ελλην. μετάφρ. Κ.Γουϊλσον, "ΕΡΜΗΣ"
Αγγλική
- You might be able to get there from here: reconsidering Borges and the postmodern / Frisch, Mark F., 2004
- Jorge Luis Borges (Bloom's BioCritiques) / Bloom, Harold., 2004
- Jorge Luis Borges as writer and social critic / Racz, Gregary Joseph., 2003
- The lesson of the master: on Borges and his work / Di Giovanni, Norman Thomas., 2003
- Borges, the passion of an endless quotation / Block de Behar, Lisa., 2003
- Jorge Luis Borges (Bloom's Major Short Story Writers) / Bloom, Harold., 2002
- Invisible work: Borges and translation / Kristal, Efraín., 2002
- Borges and his fiction: a guide to his mind and art / Bell-Villada, Gene., 1999
- Jorge Luis Borges: thought and knowledge in the XXth century / Toro, Alfonso de., 1999
- The secret of Borges: a psychoanalytic inquiry into his work / Woscoboinik, Julio., 1998
- Borges and Europe revisited / Fishburn, Evelyn., 1998
- Nightglow: Borges' poetics of blindness / Yudin, Florence., 1997
- The Borges tradition / Di Giovanni, Norman Thomas., 1995
- Signs of Borges / Molloy, Sylvia., 1994
- Cervantes and the modernists: the question of influence / Williamson, Edwin., 1994
- Out of context: historical reference and the representation of reality in Borges / Balderston, Daniel., 1993
- Jorge Luis Borges: a writer on the edge / Sarlo, Beatriz., 1993
- Borges' Narrative Strategy / Shaw, Donald L., 1992
- Borges revisited / Stabb, Martin S., 1991
- The contemporary praxis of the fantastic: Borges and Cortázar / Rodríguez-Luis, Julio., 1991
- Borges and his successors: the Borgesian impact on literature and the arts / Aizenberg, Edna., 1990
- Jorge Luis Borges: a study of the short fiction / Lindstrom, Naomi., 1990
- Borges and the Kabbalah: and other essays on his fiction and poetry / Alazraki, Jaime., 1988
- The meaning of experience in the prose of Jorge Luis Borges / Agheana, Ion Tudro., 1988
- Critical essays on Jorge Luis Borges / Alazraki, Jaime., 1987
- Jorge Luis Borges (Modern Critical Views) / Bloom, Harold., 1986
- Jorge Luis Borges, life, work, and criticism / Yates, Donald A., 1985
- The prose of Jorge Luis Borges: existentialism and the dynamics of surprise / Agheana, Ion Tudro., 1984
- The aleph weaver: biblical, kabbalistic and Judaic elements in Borges / Aizenberg, Edna., 1984
- Borges and his fiction: a guide to his mind and art / Bell-Villada, Gene H., 1981
- Jorge Luis Borges / McMurray, George R., 1980
- Paper tigers: the ideal fictions of Jorge Luis Borges / Sturrock, John., 1977
- The Cardinal points of Borges / Dunham, Lowell., 1971
Γαλλική
- La Violence de Jorge Luis Borges ou L'Epreuve du photomontage / Christian NICAISE, Rouen, Ed. L'Instant perpétuel, 1995
- La Bibliothèque totale de Jorge Luis Borges / Christian NICAISE, Rouen, Ed. L'Instant perpétuel, 1990
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- The Modern Word: The Garden of Forking Paths
- The Borgesian Cyclopaedia
- Internetaleph
- Jorge Luis Borges
- The Jorge Luis Borges Center for Studies and Documentation
- The Infinite Library: Borges-inspired artwork
- The Friends of Jorge Luis Borges Worldwide Society & Associates
- Το είδαμε εδώ: http://logoskaitexni.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.