ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΔΙΩΓΜΟ μας πήγαν στην Ανατολή. Στον δεύτερο μας έστειλαν στη Δύση. Ας είναι καλά, σεργιανίσαμε με το παραπάνω.
Η διορία τελείωνε και πήγαμε στο σπίτι του κουνιάδου μου Γιάννη Λαΐτσα, στην Κάτω Χώρα, να είμαστε κοντά στη θάλασσα. Σηκωθήκαμε στις τέσσερες το πρωί, νηστικοί. Μέχρι τις Αλυκές του Λημνιού ήταν μια δρασκελιά δρόμος. Εκεί έψαχναν τον κόσμο μην έχει απάνω του λίρες. Μπήκαμε στο καράβι στις τρεις το απόγευμα. Εγώ με τα τέσσερα παιδιά, η κουνιάδα μου με τα δύο δικά της, ο κουνιάδος μου με άλλα εφτά. Μέχρι να φτάσουμε στη Μυτιλήνη σκοτείνιασε. Στο λιμάνι οι στρατιώτες από το Αϊβαλί στις βάρκες, γύρευαν τους δικούς τους. Ο καπετάνιος να φωνάζει, φύγετε, παιδιά, θα χάσω τον κόσμο. Δεν μας έβγαλαν στη Μυτιλήνη, μας πήγαν στο Σίγκρι. Είχαμε λίγο ψωμί μαζί μας, μόνο ψωμί. Πέντε άτομα χωρίς προστάτη.
Καθίσαμε λίγες μέρες στο Σίγκρι. Μετά μας έδιωξαν για καλύτερα, μας έστειλαν στον Πολυχνίτη. Μας έβαλαν σε μια αποθήκη, από τη μια έμπαινε ο αέρας, από την άλλη έβγαινε. Σε κάνα μήνα ήρθε ένας κύριος, ήθελε τους ψαράδες από το Αϊβαλί. Να τους βάλει τα ναύλα, να τους πάει στη Στυλίδα να ψαρεύουν για λογαριασμό του. Ήταν από τη Σμύρνη, το όνομά του Κώστας Υέρος. Νοίκιασε βαπόρι και έβαλε μέσα είκοσι πέντε οικογένειες. Κοντά στους ψαράδες τον παρακαλέσαμε και μεις, μας πήρε. Εμένα και την κουνιάδα μου και τα παιδιά. Είχε μεγάλες διαθέσεις. Φτάσαμε στη Στυλίδα παραμονές Χριστουγέννων.
Μας έβαλαν τους μισούς στην εκκλησία, τους άλλους μισούς στα σχολεία. Ο κύριος Κώστας Υέρος μας βοήθησε. Έκανε έξοδα. Μας βρήκε σε όλες τις γυναίκες δουλειά. Αλλά αφήνουν οι ντόπιοι να ζήσει ο ξένος; Δεν στάθηκαν και οι Αϊβαλιώτες εντάξει. Δεν φάνηκαν παλικάρια και φιλότιμοι. Σηκώθη έφυγε, μάθαμε πήγε στη Χαλκίδα. Έχασε πολλά λεφτά για μας. Αν βρίσκεται στη ζωή, ας του δώσει ο Θεός χρόνους.
Εμείς πέσαμε στο μεροκάματο. Ελιές, πλέξιμο. Ό,τι έβρισκε η κάθε μία. Φύγαμε από την εκκλησία, ο παπάς δεν μας θύμιαζε, δεν γύριζε να κοιτάξει αν υπάρχουμε. Οι επίτροποι γκρίνιαζαν.
Πήγαμε σε ένα γυμναστήριο. Στα τσιμέντα, τριάντα οικογένειες, μας έπνιξε ο καπνός. Πέφταμε μπρούμυτα να πάρουμε αέρα. Εφτά χρόνια κράτησε αυτό. Ευτυχώς που είχαν εκεί αποχωρητήρια.
Θα πεις, δεν πιάνατε μια κάμαρα. Οι αϊβαλιώτισσες ελιές δεν κάρπισαν ούτε στα εφτά ούτε στα τριάντα δύο χρόνια που περπατάμε. Με ένα ξερό μεροκάματο τι να πρωτοκάνεις; Κι αυτό όχι ταχτικό. Δούλεψα σε σπίτια, σε ξενοδοχεία, σε αποθήκες. Εγώ που δεν ήξερα τα χτήματά μου. Μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Οι ντόπιοι μας κοίταξαν. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Εμάς. Λόγια να πληγώνουν. Η τότε που είδαν τις ομολογίες. Από δυόμισι χιλιάδες λίρες πήρα εβδομήντα πέντε χιλιάδες. Μερικοί φοβήθηκαν μην τους περάσουμε στα πλούτη. Περίμενε να δεις κι άλλα.
Ηταν Απόκριες, μου λέει μια κυρία, ήξερε την κατάσταση. Είχε έρθει μια θεία μου, έμενε μαζί μας, έξι νοματαίοι. Μου λέει, σήμερα να μην ψωνίσεις, θα σου στείλω εγώ κρέας. Το περίμενα κι ακόμα το περιμένω. Το έδωσε στην υπηρέτριά της να μου το φέρει κι αυτή πέρασε από τον αδερφό της κυρίας.
Πού το πας; Έτσι κι έτσι. Σ' αυτή που έχει ομολογίες;
Και της το πήρε, το κρέμασε στην πόρτα της κουζίνας του. Την Καθαρή Δευτέρα το έριξε στα σκυλιά.
Τι άλλο; Ναι. Τρεις οικογένειες τις αγαπήσαμε. Μας κατάλαβαν, μας εκτίμησαν. Τη νοικοκυροσύνη μας. Η μία οικογένεια είναι του κυρίου Κλέαρχου Γευγελή. Η άλλη του βουλευτή κυρίου Νικολάου Καΐπη, ιατρού, και η Τρίτη του κυρίου Αθανασίου Ορφανού. Να είναι καλά.
Σήμερα που γράφω, ημέρα Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου, κάθομαι στο κρεβάτι με μεγάλη ατονία. Είμαι εβδομήντα δύο ετών, δεν φοβάμαι κανέναν. Διαβάζω τις αϊβαλιώτικες εφημερίδες και λαχταράω. Με τις παλιές φωτογραφίες της περιφέρειας, με κάτι γνωστά ονόματα.
Τέτοιον καιρό μαζεύαμε τις ελιές. Κουβάλαγα τα κοφίνια μέσα στο καλύβι, η εργατιά μας έξω. Δεν νοιαζόμουν μη χάσω το μεροκάματο. Στεκόμουν στην πόρτα, κοίταζα δεξιά αριστερά και θαύμαζα. Παρακάτω ήταν ολόκληρη συνοικία. Παρακάτω άλλη. Σπίτια με μπαλκόνια ριχτά, παράθυρα με κάγκελα.
Μέχρι το Αγιασμάτι κάναμε ένα τέταρτο. Πηγαίναμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής με τους αραμπάδες. Όλη η χαρά ήταν δική μας. Τους τράβαγαν βόδια.
Ο θείος μου Στυλιανός Γαλατάρης πουλούσε τα λάδια και έφερνε τις λίρες μέσα σε ένα μεγάλο μαντίλι. Το άνοιγε να τις δούμε και έδινε από μία στις κόρες του και σε μένα. Τώρα από αυτούς εν ζωή είναι ένας εγγονός του μόνο, έχει το όνομά του, Στυλιανός. Στυλιανός Νικολέλης, ζει στη Γαλλία.
Ελιές χωράφια αμπέλια μαγαζιά σπίτια. Από κει έρχομαι. Σκέφτομαι τους δικούς μου, πάνω από εκατό νοματαίοι χαμένοι. Τώρα εδώ στον συνοικισμό είμαστε λογής λογής φρούτα. Σμυρνιές, Θρακιώτισσες, Πριγκιπιανές. Πού το ξέρεις, πού σε ξέρουν. Έχουμε και τους ντόπιους γείτονες. Αυτοί απορούν πώς ζούσαμε με τους Τούρκους και δεν είμαστε Τούρκοι και μεις. Άντε να τους πεις. Περισσότερο καταλάβαιναν τα Γιουρούκια που κατέβαζαν το δαδί στο Αϊβαλί παρά ετούτοι. Αρβανιτόβλαχοι.
Αρκετά έγραψα, το όνομα του άντρα του δεν έγραψα. Ευτύχιος Λαΐτσας, βαφέας. Τριάντα δύο χρόνια. Σήμερα έχω δεκαπέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο. Και είκοσι πέντε χιλιάδες μετρητά.
ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ '16 Πήγα στον στρατό στις 20 Ιουνίου 1917. Παρουσιάστηκα στην Κόρινθο, στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού. Το Σύνταγμα ανήκε στην 3η Μεραρχία. Σε αυτό πήγαιναν η Κυνουρία, η Επιδαύρου Λιμηράς και η Αργολίδα.
Μετά την Κόρινθο μας έστειλαν ατμοπλοϊκώς στον Βόλο. Από τον Βόλο, με τον «Λαρισαϊκό», πήγαμε Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στο Νάρες, στρατόπεδο. Ήμαστουν υπό γαλλική διοίκηση εκεί. Μας ανέβασαν στον Χορτιάτη, τον λόχο μας, για εκπαίδευση. Χειροβομβίδες και «νέα όπλα». Ένα μήνα. Ύστερα μας έστειλαν στο μέτωπο. Στην Καρατζόβα. Αριδαία. Ένας κάμπος εκεί, προς τα σύνορα. Διώξαμε τους Βούλγαρους. Φτάσαμε έξω από τη Σόφια, στο Τσάρεβιτς Σέλο. Στον κήπο του Βόριδος. Του διαδόχου.
Εκεί κάναμε νηστικοί δώδεκα μέρες. Όλο πορεία. Τα μεταγωγικά δεν μας προλάβαιναν. Τρώγαμε σιλίβδες. Γεμάτος ο τόπος. Αγριοδαμάσκηνα. Από αυτές φτιάχνουν τη σλιμποβίτσα. Είχαμε συνταγματάρχη έναν Γαργαλίδη. Δεν θυμάμαι τον μέραρχο. Γαργαλίδης Παναγιώτης, ο ίδιος που έκανε το '23 το Κίνημα με τον Μεταξά.
Φύγαμε από τη Βουλγαρία. Τραβήξαμε προς Σερβία. Βρίσκαμε στρούγκες στον δρόμο. Φτάσαμε στα Βελεσά. Περνάει ο Αξιός από μέσα. Εκεί μάθαμε ότι υπόγραψε η Αυστρία την ανακωχή. Είχαμε αναμμένες κάτι φωτιές. Είχαμε μπομποτάλευρο να φτιάξουμε χυλό. Αρχίσαμε να πετάμε τα δαυλιά στον αέρα. Ζήτω η ειρήνη, ζήτω η ειρήνη.
Στα Βελεσά μας έπιασε χιόνι. Μας κατέβασαν σε ένα χωριό τούρκικο, Ντόρφαλι. Χριστιανός κανείς. Μπήκαμε σε κάτι οντάδες. Ξεχωριστοί οντάδες, όχι μέσα στα σπίτια. Στα σπίτια ήσαν οι χανούμισσες. Ξύλα δεν υπήρχαν, υποφέραμε. Οι ντόπιοι κόλλαγαν τις σβουνιές από τα γελάδια στους τοίχους και όταν ξεραίνονταν έπεφταν. Αυτές έκαιγαν, μ' αυτές μαγείρευαν.
Ήρθε διαταγή να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Περπατώντας. Τα τρένα ανέβαιναν γεμάτα πρόσφυγες, κατέβαιναν άδεια. Πληθυσμοί διωγμένοι από τον πόλεμο. Οι σύμμαχοί μας οι Σέρβοι δεν άφηναν να μπαίνουμε μέσα. Και ο καιρός δριμύς. Ή χλαίνη ή κουβέρτα, μας είχαν πει όταν ξεκινάγαμε. Πριν από την εξόρμηση. Για να μην έχουμε φόρτο μεγάλο. Και πρωί κανένας δεν έβηξε.
Κάναμε οχτώ μέρες, φτάσαμε στη Γευγελή. Βομβαρδισμένη όλη, καταστραμμένη. Κοιμηθήκαμε σ' ένα σπίτι μεγάλο, ξίσκεπο. Κάπου βρήκαμε ούζο, ανάψαμε φωτιές. Ύστερα περάσαμε τα ελληνικά σύνορα. Βάρεσε τότε μια λιακάδα. Άλλο το πρόσωπο του Θεού. Πήγαμε στο Ισικλάρ, μείναμε εκεί. Εκί αυτοκτόνησε ένας Παναγιώτης Καλούτσης του Χαραλάμπου, από Καστρί. Ήταν σιτιστής, είχε ένα αγράμματο λοχαγό, τον κυνήγαγε. Κάνεις τούτο, κάνεις εκείνο. Και κλείστηκε στην αποθήκη και σκοτώθη με το ντουφέκι του. Τον θάψαμε σε ένα χωριό πιο κάτω, βουλγάρικο. Με Βούλγαρο παπά.
Τότε με απόσπασαν στον Ακραίο Σταθμό Βοεμίτσης. Ήταν η Επιμελητεία εκεί. Ήταν ένας λόχος εργατών. Ξεφόρτωναν τα τρένα που έρχονταν από Θεσσαλονίκη. Με έβαλαν να κάνω χρέη επιλοχία. Διοικητής ήταν ο Νικόλαος Μαγκλάρας από Δραγαλεβό Κυνουρίας. Συνταγματάρχης, γνωστός.
Ήρθε τότε διαταγή να φύγει ο στρατός για Ρωσία. Τον έστελνε ο Βενιζέλος. Διαλύθηκε η Επιμελητεία, πήγαμε εμείς στη Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στα Τάγματα Μετόπισθεν. Η Θεσσαλονίκη καμένη μέχρι τον Άγιο Δημήτριο. Είχαν σωθεί κάτι λίγα χτήρια. Και το τραμ το τούρκικο. Μείναμε εκεί κανένα μήνα. Τότε συνεστήθη το 14ο Σύνταγμα. Στην Τούμπα, Στρατόπεδο Εμπειρίκου. Με έστειλαν σ' αυτό. Ο τόπος γεμάτος κουνούπι, κουνούπι. Βρήκα μια τριανταριά Παλιοελλαδίτες, οι άλλοι ήσαν βουλγαρόφωνοι. Σύνταγμα υπηρεσιών, όχι μάχιμο.
Από την Τούμπα φύγαμε σιδηροδρομικώς για Σέρρες – Δράμα. Η Θράκη δεν ήταν ακόμα ελληνική. Ξάνθη, Γκιουμουλτζίνα, Δεδέαγατς, τότε τα καταλάβαμε αυτά τα μέρη. Στην Ξάνθη βγήκαν τα κορίτσια στα μπαλκόνια, μας πέταγαν άνθη. Φτάσαμε στο Δεδέαγατς, σημερινή Αλεξανδρούπολη. Ύστερα Φέρρες, Σουφλί. Έπρεπε να περάσουμε τον Έβρο. Ήταν απέναντί μας ο Ταγιάρ πασάς. Περάσαμε τον Έβρο, δεν βρήκαμε αντίσταση. Τραβήξαμε προς Ανδριανούπολη να την πάρουμε αλλά μας πρόλαβαν οι ευζώνοι. Αποβιβάστηκε και μια μεραρχία στη Ραιδεστό, παραδόθηκε ο Ταγιάρ.
Πήγαμε εμείς στις Σαράντα Εκκλησιές. Η πόλη κλειστή, φευγάτοι οι Έλληνες. Ύστερα, πεζοπορία, κατεβήκαμε στην Ανδριανούπολη. Εκεί είναι το τζαμί του σουλτάνου Σελήμ. Το βλέπαμε από ώρες αλάργα, έλαμπαν οι μιναρέδες του. Μπήκαμε μέσα, μπήκαμε στο τζαμί. Είχαν δυο κεριά στο ιερό, χοντρά σαν πλατάνια. Μας λέει ένας Τούρκος, άμα σωθούνε αυτά, τότε θα πάρετε την Πόλη.
Μείναμε κάμποσο σε κείνα τα μέρη. Έγιναν οι εκλογές του Νοεμβρίου, τις έχασε ο Βενιζέλος. Εμείς ήμαστουν του Κωνσταντίνου. Είχαμε σωματάρχη τον Ζυμβρακάκη. Ζυμβρακάκης Αλέξανδρος. Ήσαν δυο Ζυμβρακάκηδες, αδέρφια. Αλέξανδρος και Παμίκος. Στρατηγοί. Ο Παμίκος ήταν στην Γκιουμουλτζίνα – Κομοτηνή. Δεν του άρεσε που άλλαξε η κατάσταση, που έχασε ο Βενιζέλος. Μάζεψε τον στρατό να έρθει προς Ανδριανούπολη. Εναντίον του αδερφού του. Βγαίνει μια διαταγή να παραταχθούμε για μάχη. «Έρχεται ο Παμίκος». Αλλά δεν έγινε τίποτα. Το 1921 βγήκαμε στη Σμύρνη. Μάιο, του Αγίου Κωνσταντίνου.
ΣΤΑ ΒΟΥΡΛΑ μας βάλανε σε σύνταγμα. Πήγαμε στη Νικομήδεια. Από κει απολύθηκα. Την πρώτη φορά, το '20. Είμα του '15. Κάναν τότε τις εκλογές και ήρθε ο Κωνσταντίνος. Απολύθηκα. Τον Μάρτιο του '21 γίνεται άλλη επιστράτευση. Μας παίρνανε πάλι. Λέει ο πατέρας μου, φύγε. Ετοιμαζόμουνα για Αμερική. Αλλά δεν πρόλαβα. Με βρήκανε και άλλα εμπόδια. Ειδοποίησα τον Γιώργη τον Κωσταντόπουλο. Εκείνος έφυγε, εγώ δεν μπόρεσα. Και ο Μήτσος ο Σπυρούνης, που γύρισε πέρυσι, πενήντα χρόνια. Φύγανε αυτοί, εγώ έμεινα. Μου βρήκαν τα μάτια. Στενοχώρια.
Ο γέρος μού λέει, πάρε λεφτά να φύγεις λαθραίος. Πάω στην Αθήνα Πριν κηρυχτεί η επιστράτευση. Το μυρίστηκα. Πάω, είχα παρμένες είκοσι χιλιάδες κοντά μου. Τότε είχα και τον Γιάννη τον Κόκκωνα μαζί. Τον πεθερό του Σελίμου, του σοφέρ. Κάτι μου λέει, θα φύγουμε. Πού να πάμε, του λέω. Θα μας κηρύξουν λιποτάκτες. Και εν πολέμω δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί. Έπρεπε να παρουσιαστούμε. Φαρμάκια. Κρυφά κλάματα ο γέρος, όλοι.
Πήγαμε Κόρινθο. Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Από κει μας σκόρπισαν. Έκανα και έντεκα μήνες στην Καβάλα. Αυτό είναι την πρώτη φορά.
Στον στρατό πρωτοπήγα το '16. Έκανα είκοσι τρεις μήνες στα έμπεδα. Στο 35ο Σύνταγμα. Φύγαμε το '18, αρχές Αυγούστου. Πήγαμε Βουλγαρία, Σερβία. Με τριάντα δύο οκάδες γελιό. Τι βάσανα μας δίκασε ο Θεός να περάσουμε. Γυρίσαμε, κατασκηνώσαμε στα Γιαννιτσά. Πεθάνανε πολλοί εκεί. Τριάντα σαράντα την ημέρα. Η γρίπη. Είχαμε έναν λοχαγό Λαβράνο, ήταν ειρηνοδίκης. Από Κεφαλληνία. Πήγαμε πεζοπορία στην Καβάλα όλο το σύνταγμα.
Μικρασία. Η 4η Μεραρχία συγκεντρωμένη. Κάναμε την προέλαση Ουσάκ-Αφιόν Καραχισάρ, δεξιά. Τέλη Ιουλίου. Παρουσιάστηκαν κάτι Τσέτες εκεί, μια τρακοσαριά. Πήγαμε να πλυθούμε σε κάτι στέρνες. Μας βάλανε με το πυροβολικό σε έναν καμπάκο, ήταν το σιτάρι, γίναμε ένας ένας. Δεν πάθαμε τίποτα. Το πρωί στις εννιά συναγερμός πάλι. Πιάσαμε αιχμαλώτους, ως χίλιους εκατό, αλλά δεν ήταν ταχτικός στρατός. Τους καθαρίσαμε όλους. Βαράγανε με τα σκαπανικά οι στρατιώτες.
Διαταγή να φύγουμε για αναγνώριση, χαμηλά στο Τσάι Ακάρ. Δέκα ώρες. Μας έδωσαν και δύο πυροβόλα. Φτάσαμε εκεί. Μακριά. Ξαγρυπνήσαμε. Περιμέναμε να δούμε τι ήλιος θα βγει.
Μετά έγινε το πολεμικό συμβούλιο, ήρθε ο Κωνσταντίνος στην Κιουτάχεια. Πήραν την απόφαση να τραβήξουμε για την Άγκυρα. Ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε. Χρειαζόμαστε τόσες μεραρχίες, είπε. Και σηκώθηκε έφυγε. Πήγαμε στον Σαγγάριο, γυρίσαμε. Καθίσαμε όλο τον χειμώνα στον Αφιόν. Κόψαμε καστανιές, φτιάξαμε αμπριά. Γραμμή ολόκληρη. Οι στρατιώτες πλιάτσικο, γυναίκες. Λογαριάζεις τώρα. Αυτά μας φάγανε. Εγώ φυλάχτηκα.
Πολλοί γελάγανε και τις Ελληνίδες. Στη Σμύρνη. Τους λέγανε θα τις πάρουν και τις απαράταγαν. Πόλεμο κάνεις, πας να ελευθερώσεις κόσμο, δεν μπορείς να τα κάνεις αυτά.
Το Αφιόν είναι κλειδί. Η επίθεση έγινε στις 12 με 13 Αυγούστου. Εγώ τραυματίστηκα στον Μαύρο Βράχο. Έφεραν εκείνοι τα κανόνια τα γαλλικά των 18. Ο Νικήτας ο Τζούμας ζει. Ήταν στα βαρέα. Μόλις κάναν να βάλουν τα δικά μας, τα βούλωναν οι Τούρκοι. Τα δικά μας των 12. Κόκαλο. Στον Μαύρο Βράχο και να έρχονται αυτοί. Εκεί τραυματίστηκα. Στο πλευρό φαίνεται η ουλή. Άλλοι παίρνουν συντάξεις, εγώ τίποτα. Δεν είχα κανέναν, βρέθηκα στο κενό. Μας πήρε στον λαιμό του ένας λοχαγός, Κρητικός. Μας γύρισε πίσω. Δέθηκα με τον επίδεσμο, τα πέταξα όλα. Κράτησα μια χειροβομβίδα μονάχα. Αν τύχει τίποτα να σκοτωθώ. Τι έκανα. Είμαι ογδόντα δύο τώρα. Τι τράβηξα.
Γύρισα στο Αφιόν, πήγα στο κεντρικό νοσοκομείο. Πέρασε καμιά ώρα, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα να φύγουν. Πού να πάμε; Στον σταθμό Βαγδάτης. Βρίσκω τον Γιώργη τον Ζηλάκο. Μπαίνουμε σε ένα τρένο, θα πήγαινε για Προύσα. Φτάνουμε στον σταθμό Καράκιοϊ. Μικρό μέρος. Μέχρις εκεί πήγαινε η γραμμή. Είχαν γκρεμίσει ένα γεφύρι οι δικοί μας. Μας κατεβάζουν, μας πήραν τα αυτοκίνητα. Από κει εκατό χιλιόμετρα. Παλιόδρομος. Στην Προύσα. Μας λένε, όσοι μπορούν να πάρουν τα όπλα τους να πάνε ενίσχυση στο Τίμπος. Είχαν οπισθοχωρήσει οι δικοί μας, εκεί είχαν τα πυροβόλα. Τα είδα το βράδυ. Φωτιές.
Ξαναγύρισα στην Προύσα. Μια αποθήκη ιματισμού και έκαιγαν τα ρούχα. Γύρεψα μια μαντύα καινούργια, δεν μου έδωσαν. Τα έκαψαν. Από κει έκανα έξι μέρες με τα πόδια μέχρι την Πάνορμο. Ένα ποτάμι το πέρασα δυο φορές. Ιστορία. Εκεί ήσαν φερμένα πολεμικά δικά μας. Στα Μουδανιά ήταν ο Ζήρας, με δυο τάγματα. Ήταν κουφός. Μετά είδαμε τα ζώα, τραυματισμένα. Πήγαν εκεί να τους πιάσουν οι Γάλλοι. Εμπρός, λέει ο Ζήρας. Όποιος θέλει να με ακολουθήσει. Και ήρθανε, μας φτάσανε ορισμένοι με τα μουλάρια. Τα είδα.
Εκεί είδα και κείνον τον Ηλία. Τον Φραγκέα. Μου λέει ένας κουμπάρος μου από την Ντουμινά, Λιάκουρας. Καρκαλαίμης το παρατσούκλι του. Ρε κουμπάρε. Με είδε στον δρόμο που πήγαινε. Ρε κουμπάρε. Είχε βαφτίσει έναν αδερφό του ο πατέρας μου. Εδώ είσαι, μου λέει. Εδώ. Εδώ είναι του Μαρίνου ο κουνιάδος. Του Μαρίνου του Αναγνωστάκου. Εκεί είδα και τον Φραγκέα. Ξάπλα χάμω αναίσθητος. Είπα, δεν θα ζήσει. Τα άντερά του χυμένα έξω. Έζησε. Παίρνει 85% αναπηρία. Περσότερο.
Προχώρησα, πήγα κάτω, πήγα στην Πάνορμο. Να μπούμε εκεί στα πλοία. Δεν μπορέσαμε. Ήταν ένα πολεμικό από τα δικά μας. Χαμένος ήμουνα. Ούτε λόγο είχα, ούτε τίποτα. Ήταν ένας αξιωματικός, δεν με άφηνε. Του λέω, γιατί, εγώ είμαι τραυματίας. Τράβηξα το πουκάμισό μου να με δει. Ανέβα απάνω, μου λέει. Ανέβηκα.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό. Καθίσαμε εκεί σαράντα ημέρες. Με είχαν βάλει επικεφαλής σε ένα φυλάκιο. Ήσαν τα σταφύλια, φάγαμε αρκετά. Ήρθε μια διαταγή να φύγω απάνω στη Σηλυβρία. Στην εκκένωση της Θράκης ήμουν εκεί. Βάναμε τον κόσμο να φεύγει με τη σειρά. Εκεί να δεις κλάματα. Εδάφη. Δεκαπέντε μέρες προθεσμία. Αυτός ο αγωνισμένος κόσμος με τα εικονίσματά του. Σηλυβρία.
Και όταν απολύθηκα από εκεί έφυγα. Έφυγα, πήγα στο Δεδέαγατς. Αλεξανδρούπολη. Νοέμβριο μήνα.
Πηγή:
http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/mathisis/16a.html
Η διορία τελείωνε και πήγαμε στο σπίτι του κουνιάδου μου Γιάννη Λαΐτσα, στην Κάτω Χώρα, να είμαστε κοντά στη θάλασσα. Σηκωθήκαμε στις τέσσερες το πρωί, νηστικοί. Μέχρι τις Αλυκές του Λημνιού ήταν μια δρασκελιά δρόμος. Εκεί έψαχναν τον κόσμο μην έχει απάνω του λίρες. Μπήκαμε στο καράβι στις τρεις το απόγευμα. Εγώ με τα τέσσερα παιδιά, η κουνιάδα μου με τα δύο δικά της, ο κουνιάδος μου με άλλα εφτά. Μέχρι να φτάσουμε στη Μυτιλήνη σκοτείνιασε. Στο λιμάνι οι στρατιώτες από το Αϊβαλί στις βάρκες, γύρευαν τους δικούς τους. Ο καπετάνιος να φωνάζει, φύγετε, παιδιά, θα χάσω τον κόσμο. Δεν μας έβγαλαν στη Μυτιλήνη, μας πήγαν στο Σίγκρι. Είχαμε λίγο ψωμί μαζί μας, μόνο ψωμί. Πέντε άτομα χωρίς προστάτη.
Καθίσαμε λίγες μέρες στο Σίγκρι. Μετά μας έδιωξαν για καλύτερα, μας έστειλαν στον Πολυχνίτη. Μας έβαλαν σε μια αποθήκη, από τη μια έμπαινε ο αέρας, από την άλλη έβγαινε. Σε κάνα μήνα ήρθε ένας κύριος, ήθελε τους ψαράδες από το Αϊβαλί. Να τους βάλει τα ναύλα, να τους πάει στη Στυλίδα να ψαρεύουν για λογαριασμό του. Ήταν από τη Σμύρνη, το όνομά του Κώστας Υέρος. Νοίκιασε βαπόρι και έβαλε μέσα είκοσι πέντε οικογένειες. Κοντά στους ψαράδες τον παρακαλέσαμε και μεις, μας πήρε. Εμένα και την κουνιάδα μου και τα παιδιά. Είχε μεγάλες διαθέσεις. Φτάσαμε στη Στυλίδα παραμονές Χριστουγέννων.
Μας έβαλαν τους μισούς στην εκκλησία, τους άλλους μισούς στα σχολεία. Ο κύριος Κώστας Υέρος μας βοήθησε. Έκανε έξοδα. Μας βρήκε σε όλες τις γυναίκες δουλειά. Αλλά αφήνουν οι ντόπιοι να ζήσει ο ξένος; Δεν στάθηκαν και οι Αϊβαλιώτες εντάξει. Δεν φάνηκαν παλικάρια και φιλότιμοι. Σηκώθη έφυγε, μάθαμε πήγε στη Χαλκίδα. Έχασε πολλά λεφτά για μας. Αν βρίσκεται στη ζωή, ας του δώσει ο Θεός χρόνους.
Εμείς πέσαμε στο μεροκάματο. Ελιές, πλέξιμο. Ό,τι έβρισκε η κάθε μία. Φύγαμε από την εκκλησία, ο παπάς δεν μας θύμιαζε, δεν γύριζε να κοιτάξει αν υπάρχουμε. Οι επίτροποι γκρίνιαζαν.
Πήγαμε σε ένα γυμναστήριο. Στα τσιμέντα, τριάντα οικογένειες, μας έπνιξε ο καπνός. Πέφταμε μπρούμυτα να πάρουμε αέρα. Εφτά χρόνια κράτησε αυτό. Ευτυχώς που είχαν εκεί αποχωρητήρια.
Θα πεις, δεν πιάνατε μια κάμαρα. Οι αϊβαλιώτισσες ελιές δεν κάρπισαν ούτε στα εφτά ούτε στα τριάντα δύο χρόνια που περπατάμε. Με ένα ξερό μεροκάματο τι να πρωτοκάνεις; Κι αυτό όχι ταχτικό. Δούλεψα σε σπίτια, σε ξενοδοχεία, σε αποθήκες. Εγώ που δεν ήξερα τα χτήματά μου. Μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Οι ντόπιοι μας κοίταξαν. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Εμάς. Λόγια να πληγώνουν. Η τότε που είδαν τις ομολογίες. Από δυόμισι χιλιάδες λίρες πήρα εβδομήντα πέντε χιλιάδες. Μερικοί φοβήθηκαν μην τους περάσουμε στα πλούτη. Περίμενε να δεις κι άλλα.
Ηταν Απόκριες, μου λέει μια κυρία, ήξερε την κατάσταση. Είχε έρθει μια θεία μου, έμενε μαζί μας, έξι νοματαίοι. Μου λέει, σήμερα να μην ψωνίσεις, θα σου στείλω εγώ κρέας. Το περίμενα κι ακόμα το περιμένω. Το έδωσε στην υπηρέτριά της να μου το φέρει κι αυτή πέρασε από τον αδερφό της κυρίας.
Πού το πας; Έτσι κι έτσι. Σ' αυτή που έχει ομολογίες;
Και της το πήρε, το κρέμασε στην πόρτα της κουζίνας του. Την Καθαρή Δευτέρα το έριξε στα σκυλιά.
Τι άλλο; Ναι. Τρεις οικογένειες τις αγαπήσαμε. Μας κατάλαβαν, μας εκτίμησαν. Τη νοικοκυροσύνη μας. Η μία οικογένεια είναι του κυρίου Κλέαρχου Γευγελή. Η άλλη του βουλευτή κυρίου Νικολάου Καΐπη, ιατρού, και η Τρίτη του κυρίου Αθανασίου Ορφανού. Να είναι καλά.
Σήμερα που γράφω, ημέρα Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου, κάθομαι στο κρεβάτι με μεγάλη ατονία. Είμαι εβδομήντα δύο ετών, δεν φοβάμαι κανέναν. Διαβάζω τις αϊβαλιώτικες εφημερίδες και λαχταράω. Με τις παλιές φωτογραφίες της περιφέρειας, με κάτι γνωστά ονόματα.
Τέτοιον καιρό μαζεύαμε τις ελιές. Κουβάλαγα τα κοφίνια μέσα στο καλύβι, η εργατιά μας έξω. Δεν νοιαζόμουν μη χάσω το μεροκάματο. Στεκόμουν στην πόρτα, κοίταζα δεξιά αριστερά και θαύμαζα. Παρακάτω ήταν ολόκληρη συνοικία. Παρακάτω άλλη. Σπίτια με μπαλκόνια ριχτά, παράθυρα με κάγκελα.
Μέχρι το Αγιασμάτι κάναμε ένα τέταρτο. Πηγαίναμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής με τους αραμπάδες. Όλη η χαρά ήταν δική μας. Τους τράβαγαν βόδια.
Ο θείος μου Στυλιανός Γαλατάρης πουλούσε τα λάδια και έφερνε τις λίρες μέσα σε ένα μεγάλο μαντίλι. Το άνοιγε να τις δούμε και έδινε από μία στις κόρες του και σε μένα. Τώρα από αυτούς εν ζωή είναι ένας εγγονός του μόνο, έχει το όνομά του, Στυλιανός. Στυλιανός Νικολέλης, ζει στη Γαλλία.
Ελιές χωράφια αμπέλια μαγαζιά σπίτια. Από κει έρχομαι. Σκέφτομαι τους δικούς μου, πάνω από εκατό νοματαίοι χαμένοι. Τώρα εδώ στον συνοικισμό είμαστε λογής λογής φρούτα. Σμυρνιές, Θρακιώτισσες, Πριγκιπιανές. Πού το ξέρεις, πού σε ξέρουν. Έχουμε και τους ντόπιους γείτονες. Αυτοί απορούν πώς ζούσαμε με τους Τούρκους και δεν είμαστε Τούρκοι και μεις. Άντε να τους πεις. Περισσότερο καταλάβαιναν τα Γιουρούκια που κατέβαζαν το δαδί στο Αϊβαλί παρά ετούτοι. Αρβανιτόβλαχοι.
Αρκετά έγραψα, το όνομα του άντρα του δεν έγραψα. Ευτύχιος Λαΐτσας, βαφέας. Τριάντα δύο χρόνια. Σήμερα έχω δεκαπέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο. Και είκοσι πέντε χιλιάδες μετρητά.
ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ '16 Πήγα στον στρατό στις 20 Ιουνίου 1917. Παρουσιάστηκα στην Κόρινθο, στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού. Το Σύνταγμα ανήκε στην 3η Μεραρχία. Σε αυτό πήγαιναν η Κυνουρία, η Επιδαύρου Λιμηράς και η Αργολίδα.
Μετά την Κόρινθο μας έστειλαν ατμοπλοϊκώς στον Βόλο. Από τον Βόλο, με τον «Λαρισαϊκό», πήγαμε Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στο Νάρες, στρατόπεδο. Ήμαστουν υπό γαλλική διοίκηση εκεί. Μας ανέβασαν στον Χορτιάτη, τον λόχο μας, για εκπαίδευση. Χειροβομβίδες και «νέα όπλα». Ένα μήνα. Ύστερα μας έστειλαν στο μέτωπο. Στην Καρατζόβα. Αριδαία. Ένας κάμπος εκεί, προς τα σύνορα. Διώξαμε τους Βούλγαρους. Φτάσαμε έξω από τη Σόφια, στο Τσάρεβιτς Σέλο. Στον κήπο του Βόριδος. Του διαδόχου.
Εκεί κάναμε νηστικοί δώδεκα μέρες. Όλο πορεία. Τα μεταγωγικά δεν μας προλάβαιναν. Τρώγαμε σιλίβδες. Γεμάτος ο τόπος. Αγριοδαμάσκηνα. Από αυτές φτιάχνουν τη σλιμποβίτσα. Είχαμε συνταγματάρχη έναν Γαργαλίδη. Δεν θυμάμαι τον μέραρχο. Γαργαλίδης Παναγιώτης, ο ίδιος που έκανε το '23 το Κίνημα με τον Μεταξά.
Φύγαμε από τη Βουλγαρία. Τραβήξαμε προς Σερβία. Βρίσκαμε στρούγκες στον δρόμο. Φτάσαμε στα Βελεσά. Περνάει ο Αξιός από μέσα. Εκεί μάθαμε ότι υπόγραψε η Αυστρία την ανακωχή. Είχαμε αναμμένες κάτι φωτιές. Είχαμε μπομποτάλευρο να φτιάξουμε χυλό. Αρχίσαμε να πετάμε τα δαυλιά στον αέρα. Ζήτω η ειρήνη, ζήτω η ειρήνη.
Στα Βελεσά μας έπιασε χιόνι. Μας κατέβασαν σε ένα χωριό τούρκικο, Ντόρφαλι. Χριστιανός κανείς. Μπήκαμε σε κάτι οντάδες. Ξεχωριστοί οντάδες, όχι μέσα στα σπίτια. Στα σπίτια ήσαν οι χανούμισσες. Ξύλα δεν υπήρχαν, υποφέραμε. Οι ντόπιοι κόλλαγαν τις σβουνιές από τα γελάδια στους τοίχους και όταν ξεραίνονταν έπεφταν. Αυτές έκαιγαν, μ' αυτές μαγείρευαν.
Ήρθε διαταγή να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Περπατώντας. Τα τρένα ανέβαιναν γεμάτα πρόσφυγες, κατέβαιναν άδεια. Πληθυσμοί διωγμένοι από τον πόλεμο. Οι σύμμαχοί μας οι Σέρβοι δεν άφηναν να μπαίνουμε μέσα. Και ο καιρός δριμύς. Ή χλαίνη ή κουβέρτα, μας είχαν πει όταν ξεκινάγαμε. Πριν από την εξόρμηση. Για να μην έχουμε φόρτο μεγάλο. Και πρωί κανένας δεν έβηξε.
Κάναμε οχτώ μέρες, φτάσαμε στη Γευγελή. Βομβαρδισμένη όλη, καταστραμμένη. Κοιμηθήκαμε σ' ένα σπίτι μεγάλο, ξίσκεπο. Κάπου βρήκαμε ούζο, ανάψαμε φωτιές. Ύστερα περάσαμε τα ελληνικά σύνορα. Βάρεσε τότε μια λιακάδα. Άλλο το πρόσωπο του Θεού. Πήγαμε στο Ισικλάρ, μείναμε εκεί. Εκί αυτοκτόνησε ένας Παναγιώτης Καλούτσης του Χαραλάμπου, από Καστρί. Ήταν σιτιστής, είχε ένα αγράμματο λοχαγό, τον κυνήγαγε. Κάνεις τούτο, κάνεις εκείνο. Και κλείστηκε στην αποθήκη και σκοτώθη με το ντουφέκι του. Τον θάψαμε σε ένα χωριό πιο κάτω, βουλγάρικο. Με Βούλγαρο παπά.
Τότε με απόσπασαν στον Ακραίο Σταθμό Βοεμίτσης. Ήταν η Επιμελητεία εκεί. Ήταν ένας λόχος εργατών. Ξεφόρτωναν τα τρένα που έρχονταν από Θεσσαλονίκη. Με έβαλαν να κάνω χρέη επιλοχία. Διοικητής ήταν ο Νικόλαος Μαγκλάρας από Δραγαλεβό Κυνουρίας. Συνταγματάρχης, γνωστός.
Ήρθε τότε διαταγή να φύγει ο στρατός για Ρωσία. Τον έστελνε ο Βενιζέλος. Διαλύθηκε η Επιμελητεία, πήγαμε εμείς στη Θεσσαλονίκη. Μας πήγαν στα Τάγματα Μετόπισθεν. Η Θεσσαλονίκη καμένη μέχρι τον Άγιο Δημήτριο. Είχαν σωθεί κάτι λίγα χτήρια. Και το τραμ το τούρκικο. Μείναμε εκεί κανένα μήνα. Τότε συνεστήθη το 14ο Σύνταγμα. Στην Τούμπα, Στρατόπεδο Εμπειρίκου. Με έστειλαν σ' αυτό. Ο τόπος γεμάτος κουνούπι, κουνούπι. Βρήκα μια τριανταριά Παλιοελλαδίτες, οι άλλοι ήσαν βουλγαρόφωνοι. Σύνταγμα υπηρεσιών, όχι μάχιμο.
Από την Τούμπα φύγαμε σιδηροδρομικώς για Σέρρες – Δράμα. Η Θράκη δεν ήταν ακόμα ελληνική. Ξάνθη, Γκιουμουλτζίνα, Δεδέαγατς, τότε τα καταλάβαμε αυτά τα μέρη. Στην Ξάνθη βγήκαν τα κορίτσια στα μπαλκόνια, μας πέταγαν άνθη. Φτάσαμε στο Δεδέαγατς, σημερινή Αλεξανδρούπολη. Ύστερα Φέρρες, Σουφλί. Έπρεπε να περάσουμε τον Έβρο. Ήταν απέναντί μας ο Ταγιάρ πασάς. Περάσαμε τον Έβρο, δεν βρήκαμε αντίσταση. Τραβήξαμε προς Ανδριανούπολη να την πάρουμε αλλά μας πρόλαβαν οι ευζώνοι. Αποβιβάστηκε και μια μεραρχία στη Ραιδεστό, παραδόθηκε ο Ταγιάρ.
Πήγαμε εμείς στις Σαράντα Εκκλησιές. Η πόλη κλειστή, φευγάτοι οι Έλληνες. Ύστερα, πεζοπορία, κατεβήκαμε στην Ανδριανούπολη. Εκεί είναι το τζαμί του σουλτάνου Σελήμ. Το βλέπαμε από ώρες αλάργα, έλαμπαν οι μιναρέδες του. Μπήκαμε μέσα, μπήκαμε στο τζαμί. Είχαν δυο κεριά στο ιερό, χοντρά σαν πλατάνια. Μας λέει ένας Τούρκος, άμα σωθούνε αυτά, τότε θα πάρετε την Πόλη.
Μείναμε κάμποσο σε κείνα τα μέρη. Έγιναν οι εκλογές του Νοεμβρίου, τις έχασε ο Βενιζέλος. Εμείς ήμαστουν του Κωνσταντίνου. Είχαμε σωματάρχη τον Ζυμβρακάκη. Ζυμβρακάκης Αλέξανδρος. Ήσαν δυο Ζυμβρακάκηδες, αδέρφια. Αλέξανδρος και Παμίκος. Στρατηγοί. Ο Παμίκος ήταν στην Γκιουμουλτζίνα – Κομοτηνή. Δεν του άρεσε που άλλαξε η κατάσταση, που έχασε ο Βενιζέλος. Μάζεψε τον στρατό να έρθει προς Ανδριανούπολη. Εναντίον του αδερφού του. Βγαίνει μια διαταγή να παραταχθούμε για μάχη. «Έρχεται ο Παμίκος». Αλλά δεν έγινε τίποτα. Το 1921 βγήκαμε στη Σμύρνη. Μάιο, του Αγίου Κωνσταντίνου.
ΣΤΑ ΒΟΥΡΛΑ μας βάλανε σε σύνταγμα. Πήγαμε στη Νικομήδεια. Από κει απολύθηκα. Την πρώτη φορά, το '20. Είμα του '15. Κάναν τότε τις εκλογές και ήρθε ο Κωνσταντίνος. Απολύθηκα. Τον Μάρτιο του '21 γίνεται άλλη επιστράτευση. Μας παίρνανε πάλι. Λέει ο πατέρας μου, φύγε. Ετοιμαζόμουνα για Αμερική. Αλλά δεν πρόλαβα. Με βρήκανε και άλλα εμπόδια. Ειδοποίησα τον Γιώργη τον Κωσταντόπουλο. Εκείνος έφυγε, εγώ δεν μπόρεσα. Και ο Μήτσος ο Σπυρούνης, που γύρισε πέρυσι, πενήντα χρόνια. Φύγανε αυτοί, εγώ έμεινα. Μου βρήκαν τα μάτια. Στενοχώρια.
Ο γέρος μού λέει, πάρε λεφτά να φύγεις λαθραίος. Πάω στην Αθήνα Πριν κηρυχτεί η επιστράτευση. Το μυρίστηκα. Πάω, είχα παρμένες είκοσι χιλιάδες κοντά μου. Τότε είχα και τον Γιάννη τον Κόκκωνα μαζί. Τον πεθερό του Σελίμου, του σοφέρ. Κάτι μου λέει, θα φύγουμε. Πού να πάμε, του λέω. Θα μας κηρύξουν λιποτάκτες. Και εν πολέμω δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί. Έπρεπε να παρουσιαστούμε. Φαρμάκια. Κρυφά κλάματα ο γέρος, όλοι.
Πήγαμε Κόρινθο. Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Από κει μας σκόρπισαν. Έκανα και έντεκα μήνες στην Καβάλα. Αυτό είναι την πρώτη φορά.
Στον στρατό πρωτοπήγα το '16. Έκανα είκοσι τρεις μήνες στα έμπεδα. Στο 35ο Σύνταγμα. Φύγαμε το '18, αρχές Αυγούστου. Πήγαμε Βουλγαρία, Σερβία. Με τριάντα δύο οκάδες γελιό. Τι βάσανα μας δίκασε ο Θεός να περάσουμε. Γυρίσαμε, κατασκηνώσαμε στα Γιαννιτσά. Πεθάνανε πολλοί εκεί. Τριάντα σαράντα την ημέρα. Η γρίπη. Είχαμε έναν λοχαγό Λαβράνο, ήταν ειρηνοδίκης. Από Κεφαλληνία. Πήγαμε πεζοπορία στην Καβάλα όλο το σύνταγμα.
Μικρασία. Η 4η Μεραρχία συγκεντρωμένη. Κάναμε την προέλαση Ουσάκ-Αφιόν Καραχισάρ, δεξιά. Τέλη Ιουλίου. Παρουσιάστηκαν κάτι Τσέτες εκεί, μια τρακοσαριά. Πήγαμε να πλυθούμε σε κάτι στέρνες. Μας βάλανε με το πυροβολικό σε έναν καμπάκο, ήταν το σιτάρι, γίναμε ένας ένας. Δεν πάθαμε τίποτα. Το πρωί στις εννιά συναγερμός πάλι. Πιάσαμε αιχμαλώτους, ως χίλιους εκατό, αλλά δεν ήταν ταχτικός στρατός. Τους καθαρίσαμε όλους. Βαράγανε με τα σκαπανικά οι στρατιώτες.
Διαταγή να φύγουμε για αναγνώριση, χαμηλά στο Τσάι Ακάρ. Δέκα ώρες. Μας έδωσαν και δύο πυροβόλα. Φτάσαμε εκεί. Μακριά. Ξαγρυπνήσαμε. Περιμέναμε να δούμε τι ήλιος θα βγει.
Μετά έγινε το πολεμικό συμβούλιο, ήρθε ο Κωνσταντίνος στην Κιουτάχεια. Πήραν την απόφαση να τραβήξουμε για την Άγκυρα. Ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε. Χρειαζόμαστε τόσες μεραρχίες, είπε. Και σηκώθηκε έφυγε. Πήγαμε στον Σαγγάριο, γυρίσαμε. Καθίσαμε όλο τον χειμώνα στον Αφιόν. Κόψαμε καστανιές, φτιάξαμε αμπριά. Γραμμή ολόκληρη. Οι στρατιώτες πλιάτσικο, γυναίκες. Λογαριάζεις τώρα. Αυτά μας φάγανε. Εγώ φυλάχτηκα.
Πολλοί γελάγανε και τις Ελληνίδες. Στη Σμύρνη. Τους λέγανε θα τις πάρουν και τις απαράταγαν. Πόλεμο κάνεις, πας να ελευθερώσεις κόσμο, δεν μπορείς να τα κάνεις αυτά.
Το Αφιόν είναι κλειδί. Η επίθεση έγινε στις 12 με 13 Αυγούστου. Εγώ τραυματίστηκα στον Μαύρο Βράχο. Έφεραν εκείνοι τα κανόνια τα γαλλικά των 18. Ο Νικήτας ο Τζούμας ζει. Ήταν στα βαρέα. Μόλις κάναν να βάλουν τα δικά μας, τα βούλωναν οι Τούρκοι. Τα δικά μας των 12. Κόκαλο. Στον Μαύρο Βράχο και να έρχονται αυτοί. Εκεί τραυματίστηκα. Στο πλευρό φαίνεται η ουλή. Άλλοι παίρνουν συντάξεις, εγώ τίποτα. Δεν είχα κανέναν, βρέθηκα στο κενό. Μας πήρε στον λαιμό του ένας λοχαγός, Κρητικός. Μας γύρισε πίσω. Δέθηκα με τον επίδεσμο, τα πέταξα όλα. Κράτησα μια χειροβομβίδα μονάχα. Αν τύχει τίποτα να σκοτωθώ. Τι έκανα. Είμαι ογδόντα δύο τώρα. Τι τράβηξα.
Γύρισα στο Αφιόν, πήγα στο κεντρικό νοσοκομείο. Πέρασε καμιά ώρα, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα να φύγουν. Πού να πάμε; Στον σταθμό Βαγδάτης. Βρίσκω τον Γιώργη τον Ζηλάκο. Μπαίνουμε σε ένα τρένο, θα πήγαινε για Προύσα. Φτάνουμε στον σταθμό Καράκιοϊ. Μικρό μέρος. Μέχρις εκεί πήγαινε η γραμμή. Είχαν γκρεμίσει ένα γεφύρι οι δικοί μας. Μας κατεβάζουν, μας πήραν τα αυτοκίνητα. Από κει εκατό χιλιόμετρα. Παλιόδρομος. Στην Προύσα. Μας λένε, όσοι μπορούν να πάρουν τα όπλα τους να πάνε ενίσχυση στο Τίμπος. Είχαν οπισθοχωρήσει οι δικοί μας, εκεί είχαν τα πυροβόλα. Τα είδα το βράδυ. Φωτιές.
Ξαναγύρισα στην Προύσα. Μια αποθήκη ιματισμού και έκαιγαν τα ρούχα. Γύρεψα μια μαντύα καινούργια, δεν μου έδωσαν. Τα έκαψαν. Από κει έκανα έξι μέρες με τα πόδια μέχρι την Πάνορμο. Ένα ποτάμι το πέρασα δυο φορές. Ιστορία. Εκεί ήσαν φερμένα πολεμικά δικά μας. Στα Μουδανιά ήταν ο Ζήρας, με δυο τάγματα. Ήταν κουφός. Μετά είδαμε τα ζώα, τραυματισμένα. Πήγαν εκεί να τους πιάσουν οι Γάλλοι. Εμπρός, λέει ο Ζήρας. Όποιος θέλει να με ακολουθήσει. Και ήρθανε, μας φτάσανε ορισμένοι με τα μουλάρια. Τα είδα.
Εκεί είδα και κείνον τον Ηλία. Τον Φραγκέα. Μου λέει ένας κουμπάρος μου από την Ντουμινά, Λιάκουρας. Καρκαλαίμης το παρατσούκλι του. Ρε κουμπάρε. Με είδε στον δρόμο που πήγαινε. Ρε κουμπάρε. Είχε βαφτίσει έναν αδερφό του ο πατέρας μου. Εδώ είσαι, μου λέει. Εδώ. Εδώ είναι του Μαρίνου ο κουνιάδος. Του Μαρίνου του Αναγνωστάκου. Εκεί είδα και τον Φραγκέα. Ξάπλα χάμω αναίσθητος. Είπα, δεν θα ζήσει. Τα άντερά του χυμένα έξω. Έζησε. Παίρνει 85% αναπηρία. Περσότερο.
Προχώρησα, πήγα κάτω, πήγα στην Πάνορμο. Να μπούμε εκεί στα πλοία. Δεν μπορέσαμε. Ήταν ένα πολεμικό από τα δικά μας. Χαμένος ήμουνα. Ούτε λόγο είχα, ούτε τίποτα. Ήταν ένας αξιωματικός, δεν με άφηνε. Του λέω, γιατί, εγώ είμαι τραυματίας. Τράβηξα το πουκάμισό μου να με δει. Ανέβα απάνω, μου λέει. Ανέβηκα.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό. Καθίσαμε εκεί σαράντα ημέρες. Με είχαν βάλει επικεφαλής σε ένα φυλάκιο. Ήσαν τα σταφύλια, φάγαμε αρκετά. Ήρθε μια διαταγή να φύγω απάνω στη Σηλυβρία. Στην εκκένωση της Θράκης ήμουν εκεί. Βάναμε τον κόσμο να φεύγει με τη σειρά. Εκεί να δεις κλάματα. Εδάφη. Δεκαπέντε μέρες προθεσμία. Αυτός ο αγωνισμένος κόσμος με τα εικονίσματά του. Σηλυβρία.
Και όταν απολύθηκα από εκεί έφυγα. Έφυγα, πήγα στο Δεδέαγατς. Αλεξανδρούπολη. Νοέμβριο μήνα.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.