Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια.
Διψά κι η Κύπρος λευτεριά πουν σκλάβα τόσα χρόνια.
Τα τραγούδια που ακούγονταν από τα Ελληνικά χωράφια ,σκέπαζαν το κελάηδημα των πουλιών στην αποπνικτική ζέστη του Πρωτογιούνι.
-Άτιμη Γραικόρατσα !Από την μιά τους κρεμάζουν οι Εγγλέζοι ,μα αυτοί τον χαβά τους και τα τραγούδια τους! Έβρισε ο εικοσιπεντάχρονος Μουσταφάς ,ενώ σκούπιζε τον ιδρώτα απ ' το μαυριδερό του πρόσωπο ,γνήσιο χαρακτηριστικό της Τούρκικης ράτσας του.
-Μα δεν τους νοιάζει που πεθαίνουν;αναρωτήθηκε με απορία , αφού το Τούρκικο κεφάλι του δεν χωρούσε τι σημαίνει αυτοθυσία.
Εκείνος τρεις αδυναμίες είχε στην ζωή του κι ή μάνα Τουρκία δεν ήταν μιά απ' αυτές.
Πρώτη την Φιλίζ που ετοιμόγεννη τον ακολουθούσε αμίλητη ,κι έδενε τα δεμάτια , ,δεύτερη τον Μουσταφά και τρίτη τα λεφτά. Φτάνει να γέμιζε η τσέπη του κι αλίμονο όποιος τού 'φερνε εμπόδιο. Τον τσάκιζε αν μπορούσε κι αν ήταν Γραικός τότε τον τσάκιζε δυό φορές. Κυριευμένος απ' το μίσος που χώριζε από πάντα τις δυό φυλές.
Υπήρχαν βέβαια κι οι εξαιρέσεις ,όπου' Ελληνες και Τούρκοι περνούσαν αδελφωμένα .Όχι όμως με τον Μουσταφά του δεν θα συμπαθούσε Γραικό.(Γιατί άλλωστε!Δεν τους είχε καμιά ανάγκη!)
-Βέβαια αν καταφέρουν οι τρελλογραικοί να διώξουν τους Εγγλέζους
,κι εμείς θα γλυτώσουμε απ,τους φόρους,συνέχισε τις σκέψεις του και το θέρισμα .Μέχρι τότες όμως ,άστους να τρώγονται ,εμείς να κερδίζουμε κι ας μην μείνει ούτε ένας .”Ισαλλάχ” σκέφθηκε με κακία κι απ ' το μυαλό του πέρασαν τα ξεπλυμένα μάτια ,του κουτσού Λιαούττα'.Ελληνα ,σωστού ρεμαλιού και συνενόχου του σε πολλές βρομοδουλειές.
Ανατρίχιασε τώρα στην σκέψη, το τι περίμενε και τους δυό τους ,αν η τρομερή Ε.Ο.Κ.Α ανακάλυπτε ποιοι ήταν οι αιτία ,που πολλοί πατριώτες στα γύρω χωριά βρέθηκαν στην φυλακή ,μα και στην κρεμάλα ,απ'τον καιρό που άρχισε ο αγώνας. Ο Μουσταφάς όμως ήξερε να φυλάγεται κι οι Εγγλέζοι πλήρωναν αδρά την κάθε πληροφορία που του πάσαρε ο Λιαούττας.
**********
-Ωχ ,η κοιλιά μου !Το δυνατό βογκητό της Φιλίζ πίσω του τον έκανε να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο και βλέποντάς την να κρατά την κοιλιά της ,έμπηξε το δρεπάνι στην γη κι έτρεξε κοντά της ανήσυχος.
-Τι συμβαίνει Γκιουζέλ ; τί έχεις ;την ρώτησε ενώ την βοηθούσε να καθίσει στον ίσκιο της χαρουπιάς λίγο πιο πέρα.
-Ξέρω κι εγώ ...Ωχ! ...η κοιλιά μου !βόγκηξε πάλι η κοπέλα και τ 'όμορφο για Τουρκάλλα πρόσωπό της παραμορφώθηκε από τον καινούργιο πόνο .
-Θα 'ναι από χθες που βάλθηκες να πλύνεις όλα τα ρούχα ,την μάλωσε με μαλακωμένα τα σκληρά χαρακτηριστικά του και φέρνοντάς της ένα δεμάτι για προσκέφαλο ,την έβαλε να ξαπλώσει .
-Αχ! ...νομίζω ήρθεν η ώρα μου Μουσταφά ,βόγκηξε σε λίγο η Φιλίζ ,που απ ' το πρωί δεν αισθανόταν και τόσο καλά. Στην απειρία όμως της πρώτης εγκυμοσύνης δεν έδωσε σημασία στα μικρο πονάκια που την ενοχλούσαν .Μα τώρα ,οι πόνοι έγιναν ανυπόφοροι και πιο συχνοί ,που δεν είχε αμφιβολία. Πρέπει να ήταν πόνοι της γέννας.
-Η ώρα σου!Μα η μαμμή είπε τον άλλο μήνα ,ξεφώνισε πανικόβλητος .(Αυτά ήταν γυναικείες δουλειές ,τι να ξέρει εκείνος!)
-Ξέρω κι εγώ , ίσως να 'κανε λάθος. Αχ!....Τρέξε Μουσταφά ,πονάω!είπε και κουλουριάστηκε απ'τον πόνο που ο Μουσταφάς τα χρειάστηκε,κι ένοιωσε τον πανικό του να μεγαλώνει.
Κι αν πραγματικά ήταν η ώρα της ,θα προλάβαινε τρία μίλια με την φοράδα;Και θα 'βρίσκαν την μαμμή τέτοιο καιρό ;
Οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία απ ' το μυαλό του ,που έψαχνε για λύση και τότε θυμήθηκε τον Μεβλήτ αγά που είπε ότι θ 'αλώνιζε εκεί δίπλα.
-Έλα Γκιουζέλ ,καρτερέσου λίγο και πάω για βοήθεια,είπε και συγκρατώντας το κόκκινο φέσι πάνω από τα κατάσγουρα μαλλιά του έφυγε τρέχοντας.
* * * * * *
Δυστυχώς δεν ήρθε ακόμα η μηχανή ,Μουσταφά ,κι η γυναίκα μου δεν είναι εδώ να σε βοηθήσει,είπε κοιτώντας τον με συμπάθεια ο γέρο Τούρκος κι ο Μουσταφάς ένοιωσε την καρδιά του να βουλιάζει με απελπισία.
-Τι θα κάνουμε τώρα Αλλάχ !
-Γιατί δεν ρωτάς τον Γραικό τον Ανδρέα με το τρακτέρι του. Δεν πρόκειται να σου πει όχι...προσπάθησε να του βρει λύση ο γέρο Τούρκος ενώ έφτιαχνε τ 'άδεια τσουβάλια δίπλα στο σωρό από τα δεμάτια.
-Ο Γραικός να βοηθήσει εμένα! Αποκλείεται ,Μεβληταγά,είπε με απόγνωση κι απ ' το μυαλό σαν ταινία πέρασαν παλιές εικόνες . Εικόνες μίσους για τους γραικούς ,καβγάδες με όσους συνόρευαν τα χωράφια του ,προστίματα δίκαια άδικα ,και τελευταία η εικόνα του ανθρώπου ,που τώρα χρειαζόταν την βοήθειά του.(Πριν τρεις μήνες όμως δεν τον είχε ανάγκη. Γραικός ήταν θα τον τσάκιζε).Κι απειλώντας Θεούς και δαίμονες ζητούσε τις πέντε λίρες για την δήθεν ζημιά πού έκανε το γαϊδούρι του Γραικού στο σιτάρι του. Και καθώς ο Γραικός δυσκολευόταν να τις βρει ,απειλούσε να του πουλήσει το τρακτέρι .Αυτό που χρειαζόταν τώρα η Φιλίζ.
-Σίγουρα υπάρχει θεία δίκη που τιμωρεί...ένοιωσε για πρώτη φορά την φωνή της χαμένης του συνείδησης και τον κυρίευσε πιο μεγάλη απόγνωση.
-Δεν έχεις τίποτα να χάσεις και τρέξε,αν δεν θέλεις να κάνεις εσύ την μαμμή ,τον παρότρυνε ο Μεβλήτ αγάς που πατέρας πέντε παιδιών , ήξερε ότι δεν παίζεις με γέννες και τέτοια.
-Εντάξει ,θα πάω ,ξεροκατάπιε ο Μουσταφάς που δεν είχε κι άλλη εκλογή και βάζοντας τον εγωισμό στα σκέλια του ,τράβηξε τρέχοντας για τον Γραικό.
-Δεν σου αξίζει μα θα σε βοηθήσω, Μουσταφά ,είπε και σηκώθηκε απ' το κολατσιό του ο Γραικός ,όταν ο Μουσταφάς κομπιάζοντας κάτω από τα εχθρικά βλέμματα της υπόλοιπης οικογένειας ζήτησε την βοήθειά τους.
--Σ 'ευχαριστώ Ανδρέας ,δεν θα το ξεχάσω ποτέ,είπε και του 'ρθε να φιλήσει τα πόδια του εχθρού του,ξαλαφρωμένος και με την καρδιά γεμάτη θαυμασμό μπρος την ανεξικακία τους.
-Δεν φταίει η γυναίκα σου για τις δικές σου αμαρτίες και πάμε ,είπε ξανακοιτώντας τον ο Γραικός και φωνάζοντας την γυναίκα του νά ρθει μαζί έβαλε μπροστά το τρακτέρι.κι ευτυχώς , διότι πριν φτάσουν στο μισό δρόμο ο Μουσταφάς είχε γίνει πατέρας ενός υγιέστατου αγοριού.
*********
Μεσάνυχτα ,έπειτα από λίγες μέρες κι ο κατακουρασμένος Μουσταφάς βρισκόταν στους εφτά του ύπνους ,όταν κτύπησε η πόρτα ,κι ανοίγοντας αντίκρισε τα ξεπλυμένα μάτια του Λιαούττα ,που γιαλλούριζαν στο μισοσκόταδο .
-Άντε Μουσταφά,άνοιξε και πάλι η τύχη μας και πρέπει να ειδοποιήσεις τον Εγγλέζο αξιωματικό,είπε χωρίς πρόλογο και στηριγμένος στο γερό του πόδι ,συνέχισε. Έμαθα ότι μεθαύριο κάτω από τον λόφο θ 'ανατινάξουν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα κι είναι τέσσερις,όλοι της Ε.Ο.Κ.Α.
-Άντε Μουσταφά,άνοιξε και πάλι η τύχη μας και πρέπει να ειδοποιήσεις τον Εγγλέζο αξιωματικό,είπε χωρίς πρόλογο και στηριγμένος στο γερό του πόδι ,συνέχισε. Έμαθα ότι μεθαύριο κάτω από τον λόφο θ 'ανατινάξουν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα κι είναι τέσσερις,όλοι της Ε.Ο.Κ.Α.
-Μια στιγμή να πάρω μολύβι και χαρτί ,είπε ο Μουσταφάς τελείως ξύπνιος τώρα ,στην σκέψη του εύκολου κέρδους.
-Λοιπόν γράψε,άρχισε χωρίς την παραμικρή τύψη ο πωρωμένος Λιαούττας.
Ελευθέριος Αντωνίου,Χριστόδουλος Ιωάννου ,Ανδρέας Παπασάββας και Γιάννης ...
Μα ο Μουσταφάς δεν άκουσε παρακάτω.
Ο Ανδρέας ! Ο άνθρωπος που έσωσε την Φιλίζ και ,και τώρα θα τον πρόδωνε... Σκέφθηκε και συγχάθηκε τον εαυτό του,τον Λιαούττα και τα καταραμένα λεφτά .Φαινομενικά τίποτα δεν τάραξε το πρόσωπό του .
-Εντάξει Λιαούττα ,θα σε δω όταν πάρω τα λεφτά ,είπε μόνο και τον καληνύχτισε.
Κι 'όταν το τομάρι χάθηκε στο σκοτάδι ,δεν έχασε καιρό. Σε μιά ώρα κτυπούσε την πόρτα του Ανδρέα ,ενώ η κάτασπρη φοράδα ρουθούνιζε καταϊδρωμένη και δάγκωνε τα χαλινάρια της .Στο κτύπημά του ακούστηκαν καρέκλες ,βήματα που απομακρύνονταν, κι ο Μουσταφάς κατάλαβε ότι οι Εοκιανοί είχαν συνάντηση. Τέλος φάνηκε ο Ανδρέας ,με ταραχή που προσπαθούσε να κρύψει.
-Ναι ! τι τρέχει ,Μουσταφά; Δεν πιστεύω να κοιλοπονά και πάλι η γυναίκα σου ;προσπάθησε ν'αστειευτεί μόλις τον γνώρισε.
-Όχι Ανδρέα ,αλλά για μεθαύριο θα πέσετε σε παγίδα!απάντησε χωρίς ανάσα.
-Για πια παγίδα μιλάς και τί είναι μεθαύριο ;καμώθηκε τον ανήξερο ενώ η ταραχή του ήταν ολοφάνερη τώρα ο Ανδρέας
-Ανδρέα ,γλίτωσες την Φιλίζ κι ο Μουσταφάς δεν θα το ξεχάσει ,είπε κοιτώντας τον σοβαρά ενώ συνέχιζε.
-Από τότες είσαι αδελφός μου, τα χωράφια μου δικά σου και... να προσέχεις απ'τον Λιαούττα.!ξεστόμισε διστακτικά.
Ο Ανδρέας χλόμιασε στα λόγια του . Ο κουτσός λοιπόν ήταν ο προδότης;
-Σ'ευχαριστώ Μουσταφά και καλωσόρισες αδελφέ μου.
Δώσαν τα χέρια με εμπιστοσύνη πια και σε λίγο ο Μουσταφάς χάθηκε μέσα στην νύκτα.
Την επομένη ,το κουφάρι του Λιαούττα βρέθηκε πεταμένο στην ρεματιά και τα αυτοκίνητα ανατινάχτηκαν....
Επτά χρόνια πέρασαν από τότες και τα πέντε ελεύθερη η Κύπρος.
Ο Μουσταφάς ,πατέρας δυό παιδιών που μεγάλωναν χωρίς μίσος ,παρέα με τα Ρωμιόπουλα .Κι ήρθε ο Δεκέμβριος του 1964,δυο μέρες πριν απ 'τα Χριστούγεννα.
Μεσάνυχτα κτύπησε η πόρτα του Ανδρέα κι ένας Μουσταφάς βρεγμένος μέχρι το κόκαλο φ´άνηκε στο άνοιγμά της.
-Μουσταφά τι σου συμβαίνει ;ρώτησε μ'ανησυχία ο Ανδρέας ,ενώ τον έμπαζε μέσα.
Συνδαύλισε την φωτιά που δεν είχε σβήσει ακόμα κι ο Μουσταφάς ταραγμένος δεν ήξερε πώς ν'αρχίσει.'Έπρεπε όμως να ειδοποιήσει τον φίλο του για τον κίνδυνο και παίρνοντας βαθιά ανάσα άρχισε.
-Ανδρέα πρέπει να φυλαχτείτε,σας ετοιμάζουν πόλεμο!ξεστόμισε και το μελαψό του πρόσωπο κοκκίνισε απ 'την ταραχή.
-Πόλεμο πιοί;ρώτησε χαζά ο Ανδρέας ξεχνώντας τον καφέ που πήγαινε να ετοιμάσει.
-Οι δικοί μου Ανδρέα ,οι Τούρκοι ! Ετοιμάζονται ν'ανατινάξουν τις εκκλησιές σας όταν γιορτάζετε Χριστούγεννα !Ξεφώνισε ,κι ο Ανδρέας χλόμιασε όταν είδε ότι σοβαρολογούσε.
-Και πού θα γίνει αυτό ,μήπως ξέρεις ;ρώτησε με αγωνία .
-Ακουσα ,θ'αρχίσουν απ'τις μεγάλες πόλεις κι ελπίζω να προλάβεις .Θα 'ναι κρίμα να χαθεί τόσος κόσμος ,συνέχισε στενοχωρημένος .
-Το ελπίζω ,Μουσταφά , μα ότι και να γίνει εμείς θα είμαστε αδέλφια.
-Αδέλφια ,Ανδρέα!αγκαλιάστηκαν κι ο Μουσταφάς βιαστικά πήρε τον δρόμο για το χωριό του .Δεν έπρεπε να τον πάρει μάτι, αλοιώς θα ,ταν χαμένος απ 'τους δικούς του.
**********
Ματωμένα ήρθαν τα Χριστούγεννα ,μα χάρη στον Μουσταφά ,με πολύ λιγότερες απώλειες .Αν και όπως σε κάθε πόλεμο ,μάνες μαυροφόρεσαν κι η Λευκωσία χωρίστηκε με την “πράσινη γραμμή “. Οι χτεσινοί γειτόνοι μισοκοιτάζονταν και τα Ελληνικά χωράφια στα Τούρκικα χωριά μείναν αθέριστα. Αντίθετα οι Τούρκοι ,ελεύθερα περνούσαν τα Ελληνικά σύνορα ,αφού οι Γραικοί δεν πήγαιναν γυρεύοντας .Μόνο προστάτευαν την πατρογονική τους γη και πολλοί Τούρκοι συμφωνούσαν μ'αυτό.(Άλλα σχέδια όμως είχαν οι μεγάλες δυνάμεις).'Έφθασε ο καιρός των χαρουπιών κι ο Ανδρέας που η περισσότερη περιουσία του βρισκόταν ανάμεσα στα Τούρκικα ,τελείωσε από τους πρώτους .(Άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλά να μαζέψει από τα υπόλοιπα ).'Έτσι με λύπη κοιτούσε τα λιγοστά σακιά και σκεφτόταν ότι έπρεπε να κοιτάξει για καμιά άλλη δουλειά ,αν ήθελε να τα βγάλει πέρα .Τις σκέψεις του διέκοψε το γεμάτο φορτηγάκι που σταμάτησε έξω από το σπίτι του και κοιτώντας ,αντίκρισε τον Μουσταφά .
-Έλα Ανδρέα ,βοήθα να κατεβάσουμε τα χαρούπια και το σιτάρι σου ,είπε χαμογελαστός σαν μπήκε στην αυλή,κι ο Ανδρέας έκπληκτος και συγκινημένος δεν μπορούσε ν'αρθρώσει λέξη. Μόνο αμίλητος έσφιξε τα χέρια του φίλου του.
-Δεν τον θελήσαμ'εμείς τον πόλεμο Ανδρέα ,είπε απλά ο Μουσταφάς κι άρχισε να σπρώχνει τα σακιά , κι αυτή ήταν η συνέχεια στα εννιά χρόνια που ακολούθησαν.
* * * * * *
Ιούλιος κι όλος ο χωριατόκοσμος στα χωράφια.
Ο Μουσταφάς πάρκαρε το διπλοκάμπινο φορτηγάκι κάτω από τις αμυγδαλιές .Του το είχε βρει ο Ανδρέας σε τιμή ευκαιρίας και πραγματικά ήταν μεγάλη ευκολία. Μια βδομάδα που άρχισαν το μάζεμα ,ούτε που κατάλαβαν το κουβάλημα ενώ πρώτα έπρεπε ή να νοικιάζει ή να τα κουβαλά με το γαϊδούρι. Το ένα κόστιζε χρήματα και το άλλο έπαιρνε πολύ ώρα.
Κοιτάζοντας τώρα τα υπόλοιπα βαρυφορτωμένα δένδρα ,είπε στην Φιλίζ ευχαριστημένος.
-Με τα χρήματα που θα πάρουμε ,Γκιουζέλ, θα βάλω μπάνιο στο σπίτι και μάλιστα ηλιακό. Κοστίζει εξακόσιες λίρες ,μα ο αδελφός του Ανδρέα θα μου το κάνει με τριακόσιες λίρες.
-Και τι πράμα είναι τούτο το ηλιακό που λες και που κοστίζει τόσα λεφτά; ρώτησε η Φιλίζ που δεν είχε ιδέα από όλα αυτά τα μοντέρνα πράματα ,όμως εμπιστευόταν τον Μουσταφά και ήξερε ότι δεν θα πετούσε άσκοπα τα χρήματα.
-Αξίζει τα λεφτά που θα δώσεις Γκιουζέλ διότι τα γλυτώνεις με το να μην χρειάζεσαι ξύλα να ζεσταθεί το νερό.
Μα πως γίνεται .ζεσταίνεται μόνο του το νερό;ρώτησε απορημένη.
Ο ήλιος το ζεσταίνει έτσι δεν σου κοστίζει τίποτα.απάντησε υπομονετικά και βάζοντας το χέρι αντήλιο ,αναρωτήθηκε που να πήγαινε τόσο βιαστικός και ταραγμένος ο γείτονάς τους .
-Τί τρέχει Ρεμζί ;Τί έπαθες;τον σταμάτησε.
-Αχ!Δεν τα μαθες Μουσταφά ;στάθηκε κοντανασαίνοντας ο Ρεμζί.
-Να μάθω τί; Toν κοίταξε απορημένος.
-Να ,πριν λίγο μετάδωσε ο Μπαυράκ ότι τα καράβια της μάνας Τουρκίας μπήκαν στην Κερύνεια ,και ξέρεις τί σημαίνει αυτό;Αν αρχίσει πόλεμος οι Γραικοί εδώ γύρω θα μας καθαρίσουν ,πριν μας γλυτώσει η μάνα Τουρκία. Κι έτσι όπως τρώγονται τώρα αναμεταξύ τους ,εμάς θα λυπηθούν;είπε τρομοκρατημένος κι ο Μουσταφάς ένοιωσε τον φόβο να του σφίγγει την καρδιά,αλλά όχι από τους Γραικούς.
-Πιο πολύ να φοβάσαι τούς δικούς μας,Ρεμζί είπε και τον κοίταξε ,ενώ συνέχισε.
-Τόσα χρόνια οι Γραικοί δεν μας πείραξαν ,ενώ αν έρθουν πάλι τώρα οι Γιουρούκκηδες ,
θυμάσαι τις ιστορίες του εξηντατέσσερα ...;είπε χλωμιάζοντας σαν θυμήθηκε τις φήμες που έφθασαν μέχρι τα χωριά .Που τότες πολλοί έχασαν κόρες και γυναίκες ,που οι χασικλήδες Γιουρούκκηδες άρπαξαν βίασαν και μετά καλό τους ταξίδι για την μάνα Τουρκία.
Στην σκέψη ότι μπορεί κι η Φιλίζ να έπεφτε θύμα στα βέβηλα χέρια τους ,του ερχόταν τρέλα . Και καθώς ακόμα ήταν όμορφη!
_Δεν πιστεύω να φθάσουν μέχρι εκεί οι δικοί μας ,μα όπως και να'χει ,πάω να ετοιμάσω τα ρούχα μας και μακάρι να μην μας χρειαστούν ,είπε ο Ρεμζί και πιο βιαστικός πήρε πάλι τον δρόμο του.
Δεν περάσαν ούτε πέντε λεπτά όταν δυνατός ακούστηκε ο βόμβος αεροπλάνων που χαμηλοπετούσαν πάνω από το χωριό και σε λίγο ο ουρανός πιο κάτω ,γέμισε από ανοικτά σαν πελώρια μανιτάρια χρωματιστά αλεξίπτωτα.
-Αλλάχ! Είν'εδώ κοντά ! φώναξε ο Μουσταφάς και φώναξε την Φιλίζ να τα παρατήσει .Συγχρόνως σκέφτηκε ότι η μάνα Τουρκία βιαζόταν ν 'αποτελειώσει το σχέδιο “Πράσινη γραμμή “κι αλίμονο σ 'όποιον την εμπόδιζε.και οι Γραικοί σίγουρα θα αντιστέκονταν ,δεν θα κάθονταν έτσι!
Σ'αυτή την σκέψη θυμήθηκε τον φίλο του κι “Αλλάχ!τα αλεξίπτωτα πέφτουν από κείνη την μεριά !ξεφώνισε και σίγουρα η οικογένειά τού φίλου του κινδύνευε κι έπρεπε να κάνει κάτι.
Χωρίς δεύτερη σκέψη για την δική του ασφάλεια ,ξεκίνησε με το φορτηγάκι και σε χρόνο ρεκόρ βρέθηκε στην πίσω μεριά του σπιτιού του Ανδρέα , που έβλεπε κατά το δάσος.
Γρήγορα κατέβηκε και διάσχισε την αυλή ,μα πριν φθάσει στην πόρτα , η πόρτα άνοιξε σαν από μόνη της και ξυπόλητη βγήκε τρέχοντας τρομοκρατημένη , η εικοσάχρονη κόρη του Ανδρέα .Η στριγκλιά τρόμου πνίγηκε στον λαιμό της καθώς πρόλαβε και της έκλεισε το στόμα ,ενώ την τραβούσε τρέχοντας κατά το φορτηγάκι .Ταυτοχρόνως την ίδια στιγμή ,απ ' το σπίτι ακούστηκαν οι στριγκλιές της μητέρας της στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών.
Χωρίς χασομέρι ,ξεκίνησε σαν βολίδα ,τουλάχιστον να έσωζε το κορίτσι ,σκέφθηκε κι εξαφανίστηκε στον δρόμο του δάσους που ακόμα ευτυχώς δεν τον είχαν κλείσει οι Γιουρούκκηδες.
* * * * * * *
Σαν κόρη τους την πρόσεξαν και κανένας δεν πήρε μυρωδιά την κρυμμένη κοπέλα .Μόνο οι εφιάλτες την έκαναν να πετιέται απάνω τα βράδια νομίζοντας πως άκουγε ξανά τις φωνές της μητέρας της και έπεφτε σε βαθύ μαρασμό στην σκέψη των δικών της.
Έτσι κάθε βράδυ Φιλίζ κοιμόταν μαζί της και την αγκάλιαζε σαν δική της μητέρα για να την καθησυχάζει, ενώ ο Μουσταφάς περίμενε να ησυχάσουν τα πράγματα για να την φευγάτιζε.
Κι άρχισαν να ησυχάζουν όταν η μάνα Τουρκία κόντευε να φέρει εις πέρα το σχέδιο διχοτόμησις .Πανέξυπνα κτύπησε όπου δεν υπήρχε αντίσταση κι ο κόσμος οπισθοχωρούσε στα Νότια ,γεμίζοντας τους προσφυγικούς κατακλυσμούς .Τώρα έμενε να μεταφέρουν τους Τουρκοκύπριους στον Βορρά για να έκλεινε το κεφάλαιο.
Συγχρόνως καινούργιο κεφάλαιο τρόμου ,άνοιξε για τους Βόρειους όταν οι αγριωποί Γιουρούκκηδες κουβαλήθηκαν στο χωριό ,κι ο Μουσταφάς ένοιωσε τον φόβο του να μεγαλώνει. Έλπιζε μόνο να μην βγει αληθινός και παράγγειλε στα παιδιά να τους αποφεύγουν ,όπως και στην Φιλίζ να μην ξεμυτίζει χωρίς φερετζέ .
Την άλλη βδομάδα πρέπει οπωσδήποτε να φυγαδέψουμε την κοπέλα ,είπε τέλος, όμως τα πράγματα τον έκαναν να βιάσει την απόφασή του ,όταν ύστερα από τρεις μέρες ,τα παιδιά που πήγαν να ξεφορτώσουν το φορτηγάκι ,γύρισαν γεμάτοι αίματα κι ο Μουσταφάς έπαθε σιόκ όταν τους είδε .
-Τι πάθατε; τρακάρετε, μήπως;ρώτησε παρατώντας την δουλειά του , όμως το φορτηγάκι δεν φαινόταν να είχε ζημιά.
-Όχι πατέρα ,μας κτύπησαν οι Γιουρούκκηδες που θελαν να μας πάρουν το φορτηγάκι ,απάντησε ο μεγάλος και μόρφασε με πόνο ,καθώς μια κλωτσιά τους τον πήρε στο γόνατο.
-Δεν σας είπα να τους αποφεύγετε ;Τους έβαλε τις φωνές .Τώρα να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε απ 'τα ρεμάλια ,μουρμούρησε στεναχωρημένος .
-Να δεις όμως τι τους κάναμ'εμείς ,πετάχτηκε τότε ο μικρός με αφέλεια. Σαν λαγοί φύγανε μ'ανοιγμένα τα κεφάλια τους .Να τούς έβλεπες που τρέχαν και απειλούσαν ότι θα μας καθαρίσουν την άλλη φορά!Χα, χα ,γέλασε κοροϊδευτικά χωρίς το δεκαεξάχρονο μυαλό του να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο ,μα ο Μουσταφάς ήξερε ότι δεν θα τ 'άφηναν έτσι τα πράγματα. Και δεν είχε σκοπό να χάσει την οικογένειά του για την μάνα Τουρκία.
Μάνα του ήταν η Κύπρος.
-Εντάξει παιδιά ,συνεχίστε την δουλειά σας και θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι ,είπε τέλος κι ανέβηκε στο φορτηγάκι.
Σε μισή ώρα γύριζε με την Φιλίζ,την κοπέλα ντυμένη ανδρικά και τις βαλίτσες τους κρυμμένες ανάμεσα στα σανά ,που είχε ξαναφορτώσει στο διπλοκάμπινο.
Σαν σουρούπωσε ,αντί για το χωριό ,πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και καθώς γνώριζε με κλειστά μάτια την περιοχή ,δεν δυσκολεύτηκε να ξεφύγει.
* * * * * * *
Τα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού ,γεμάτα από κόσμο και όλοι ζητούσαν πληροφορίες για τους αγνοούμενους. Η οικογένεια Μουσταφά ,καθισμένοι στο παγκάκι και κατάκοποι έπειτα από την ταλαιπωρία της περασμένης νύκτας .Μέχρι να πείσουν τα Ελληνικά φυλάκια ότι δεν ήταν κατάσκοποι ,είδαν κι έπαθαν.
Κι όταν επιτέλους πίστεψαν την κοπέλα ότι δεν ήταν βαλτοί και τους άφησαν να περάσουν ,είχε κιόλας ξημερώσει. Τώρα την περίμεναν να βγει για να δουν τί θα κάνουν. Ο Μουσταφάς ,κουρασμένος ,ένοιωσε τα μάτια του να κλείνουν ,όταν η έκπληκτη και γνωστή φωνή που τον έκραξε τον έκανε να τ'ανοίξει και πάλι .Μα όχι!
Το αξύριστο γερασμένο πρόσωπο με τα κάτασπρα μαλλιά του 'ταν άγνωστο.
-Έχεις δίκιο να μην με γνωρίζεις Μουσταφά;Τούτη η συμφορά με γέρασε σε μιά μέρα .είπε κοιτώντας τον τραγικά κι έγινε σίγουρος. Ηταν ο Ανδρέας.
Αυτόματα σηκώθηκε και τον αγκάλιασε σφικτά χωρίς λέξη ,σαν για να του δώσει κουράγιο κι η φωνή του Ανδρέα έσπασε σαν τον ρωτούσε.
-Που είναι η οικογένειά μου...Μουσταφά;..Ο γυιός μου ...αγνοού...μενος στην μάχη,η γυ...ναίκα μου...,η κόρη ...μου...,;συνέχισε με λυγμούς και τα δάκρυά του έσταζαν στον ώμο του Μουσταφά που ένοιωσε και τα δικά του μάτια να βουρκώνουν .
Τον άφησε να ξεσπάσει για λίγα λεπτά και μετά είπε.
-Εύχομαι απ'την καρδιά μου να βρεθεί ο γυιός σου κι η γυναίκα σου ,Ανδρέα. Όσο για την κόρη σου είναι σώα και σε γυρεύει 'κει μέσα,είπε και τού'δειξε τα γραφεία.
* * * * * *
Γεμάτο το αεροδρόμιο της Λάρνακας έπειτα από τρεις μήνες .ΟΙ επιβάτες για Αυστραλία περνούσαν για τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ανάμεσά τους κι η οικογένεια Μουσταφά ,μα με καινούργιο επώνυμο. Στα χαρτιά που τους βάπτισε ο Ανδρέας ,γράφτηκε τώρα το “Ελευθέριος Παπασάββας”. 'Όνομα που διάλεξε ο Μουσταφάς ,με την ευχή για μιά ελεύθερη Κύπρο,' Όσο για το δεύτερο τι αδέλφια θα ήταν αν δεν μοιράζονταν και το ίδιο επώνυμο.
Τρεις μήνες συγκάτοικοι της ίδιας σκηνής στον καταυλισμό και με τα τόσα που τους ένωσαν όλα αυτά τα χρόνια ,τους έκαναν να αισθάνονται ,κάτι παραπάνω από αδέλφια.
Πρέπει να πηγαίνω ,είπε συγκινημένος ο Μουσταφάς κι αποχαιρετώντας τελευταίο τον Ανδρέα είπε
-Αντίο Ανδρέα και καλή αντάμωση ,με λευτεριά .Εύχομαι όπως βρέθηκε ο γυιός σου να βρεθεί κι η γυναίκα σου .
Τους κοίταξε για τελευταία φορά και προχώρησε στο χώρισμα των επιβατών .
-Καλό σου ταξίδι ,Λευτέρη ,είπε βραχνά κι ο Ανδρέας κουνώντας το χέρι του ,ενώ ο κόμπος στον λαιμό ,που του θόλωσε τα μάτια ,τον εμπόδισε να διακρίνει το αεροπλάνο που χάθηκε στο βάθος του γαλανού Κυπραίικου ουρανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.