ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ΟΤΑΝ
ΗΡΘΕΣ
Εσβήναν
τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον
κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια,
σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος,
τη μέσα μου μαυρίλα
την
έκανα γλυκύτατο τραγούδι
Κώστας
Καρυωτάκης
Δημοσιεύτηκε
στον «Νουμά»
(650), 21 Σεπτεμβρίου
1919
Βαθὺ
χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ
τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν
φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν
ἀργοὶ καημοί,
ποῦ
μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ
καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια
τὰ βαριά,
κι
οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε
μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿
τὰ κλαριά,
ὁ
θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε,
γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ
τὰ δειλινά,
θ᾿
ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ
θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ
βιολί,
τὸ
περασμένο καλοκαίρι...
Ναπολέων
Λαπαθιώτης (1888-1944)
ΚΙΚΗ
ΔΗΜΟΥΛΑ:«ΟΙ
ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»
Ἄρχισε
ψύχρα.
Τὸ
γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ
πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε
σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς
χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες,
ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια,
πουλιά,
πλαστογραφία
ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν
κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ
διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν
στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα
ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι
ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες,
πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν
τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ
μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ
λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη
ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι
ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ
παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ
χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι
λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι
φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι
ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς
νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ
γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς
ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς
νὰ γίνεις «τ᾿
ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε
ψύχρα.
Ρῖξε
στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
ΜΙΛΤΟΣ
ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ: «Φθινόπωρο»
Τί
γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της
καρέκλας;
Γρήγορα
καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται
με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με
τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα
στην καρδιά
βγάζει
τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει
το φωτοστέφανο
έξω
τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο
αίμα
Jacques
Prévert: «Τα
νεκρά φύλλα»
Ω,
θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις
ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο
τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι
ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα
νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις,
δεν ξέχασα,
τα
νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι
οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι
ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα
στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις,
δεν ξέχασα
το
τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι
ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ
μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και
ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ
που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά
η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο
γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και
η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα
βήματα των εραστών που χώρισαν…
ΚΑΙ
ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
από
την ανθολογία: Χάικου, μτφ. Χρήστος
Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας, εκδ. μάτι 2002
Φθινοπωρινό
σούρουπο
στο
γυμνό κλαδί
ένα
κοράκι
Ατέλειωτη
νύχτα
ο
θόρυβος του νερού
διηγείται
αυτά που σκέφτομαι
Ποτάμια
ομίχλη
σπρώχνοντας
το άλογο στο νερό
ο
υδάτινος ήχος
Πεζοπόρος
στη φθινοπωρινή πεδιάδα
πίσω
μου
έρχεται
κάποιος
Το
βουνό σκοτεινιάζει
με
την εκθαμβωτική πορφύρα
των
φθινοπωρινών φύλλων
http://greekauthors.blogspot.gr/2014/11/blog-post_13.html
ΑπάντησηΔιαγραφή