Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Απόσπασμα από τη Βιοτεχνία Υαλικών του Μένη Κουμανταρέα, εκδόσεις Κέδρος

Κατέβηκε ένας νεαρός τουρίστας, που έχωσε το ακούρευτο κεφάλι του μέσα στο καπό της Σκόντα κι άρχισε να μαστορεύει. Τα μαλλιά του αλώνιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, τα μάτια του παιδικά, γαλανά, κορόιδευαν και γελούσαν με την απελπισία της Μπέμπας. Δεν γίνεται τίποτα, τους είπε σε σπασμένα ελληνικά, το αμάξι ήταν για πέταμα, μα δεν τον πείραζε, προς τα που πήγαιναν, θα τους έπαιρνε εκείνος με το αυτοκίνητό του. Έσπρωξαν τη Σκόντα και την παρκάρισαν σε μια παρακαμπτήριο, ύστερα πήραν οι τρεις τους θέση στο Φολκσβάγκεν. Η Μπέμπα στη θέση του συνοδηγού, ο Βλάσης στο πίσω κάθισμα, δίπλα σε οδικούς χάρτες, τσιγαροκούτια Γκολουάζ κι έναν υπνόσακο.




Στην αρχή δεν μιλούσε κανείς. Ο Βλάσης έβλεπε τη ράχη της γυναίκας του, μια απελπισία που πάσχιζε να την κρύβει κρατώντας το κορμί της ντούρο. Ύστερα, σιγά σιγά, την άκουσε να μιλάει με τον νεαρό, να τον ρωτάει το σκοπό του ταξιδιού του. Ο μικρός γελούσε κι ανασήκωνε τους ώμους. Δεν είχε κανένα σκοπό, ταξίδευε για τη χαρά του ταξιδιού, ελεύθερος να γνωρίσει καινούργιους τόπους. Τα μαλλιά του χόρευαν, τα χέρια του, πες, χάιδευαν παρά κρατούσαν το τιμόνι, άλλαζε τις ταχύτητες με άνεση ραλίστα και πότε πότε γύριζε ο μισός στον Βλάση, να τον ρωτήσει αν ήταν βολεμένος. Ο Βλάσης έμενε καρφωμένος στο κάθισμά του, αρπάζοντας κάθε τόσο τη χειρολαβή.
Μετά τις Σέρρες, που θα πήγαινε, είχε σκοπό να συνεχίσει; Ο ξένος έστρεφε στην Μπέμπα ένα βλέμμα μαργιόλικο, τα δόντια του κάτασπρα να πετάνε σπίθες, όχι, δεν θα 'μενε πολύ, ίσα να δει τον τόπο, είχε σκοπό να προχωρήσει Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, κι από κει να περάσει στην Τουρκία. Ήθελε να πάει στη Σταμπούλ, όπως την έλεγε, να γνωρίσει τις γυναίκες που έκρυβαν με τούλι το πρόσωπό τους. Έβγαλε Γκολουάζ και τους πρόσφερε. Η Μπέμπα πήρε διστακτικά. Ο Βλάσης αρνήθηκε κι έβγαλε το δικό του πακέτο. Κάπνιζε, χρόνια τώρα, Άσσο. Τους είπε πως είχε μάθει τα ελληνικά στο Παρίσι από μια Ελληνίδα φοιτήτρια, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα φοιτητής. Τώρα δεν είσαι πια; Τι κάνεις; Ο πατέρας του, είπε, τον προόριζε να σπουδάσει νομικά -ήταν από Ολλανδό πατέρα και Γαλλίδα μάνα-, ο ίδιος όμως προτιμούσε τα ταξίδια. Κι η Ελλάδα πώς του φαινόταν; Όμορφη χώρα, από τις πιο όμορφες, μα δεν θα ήθελε να είχε γεννηθεί Έλληνας. Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς σήμερα στον τόπο σας, τους είπε. Σε όλο αυτό το διάλογο, ο Βλάσης απόμενε βουβός, περιμένοντας το τσιγάρο του να γίνει γόπα, κι ύστερα, βιαστικά, να το πετάξει από το παράθυρο. Ώσπου κάποτε, φάνηκαν τα πρώτα σπίτια των Σερρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.