Ο Καίσαρ Εμμανουήλ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902. Καταγόταν όμως από την Πάτρα. Ήταν δεύτερος ξάδελφος του ποιητή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moreas). Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια πέρασε στον Πόρο, το Δραγάτσι και στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε τις σπουδές του στο τελευταίο έτος για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μετά την ολοκλήρωσή της αναγκάστηκε να εργαστεί, έτσι δεν αποφοίτησε παρά το 1938.
Άνοιξε φροντιστήριο στο Νέο Φάληρο και το 1928 διορίστηκε μεταφραστής (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά) στην ασφαλιστική εταιρεία Αθηναϊκή, όπου παρέμεινε για δέκα περίπου χρόνια. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο δίδαξε σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια για εικοσιπέντε περίπου χρόνια.
Από το 1937 ώς το 1940 συνεργάστηκε με τη ρουμανική εφημερίδα Le Moment ως γαλλόφωνος φιλολογικός ανταποκριτής. Μετά το 1953 εργάστηκε στην εκπαίδευση στην Κύπρο και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και Ισμαηλία)...
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα αφοσιώθηκε στις λογοτεχνικές μεταφράσεις και διασκευές ώς το τέλος της ζωής του. Πέθανε από ζάχαρο στο δημοτικό νοσοκομείο της Αθήνας το 1970.
Ο Καίσαρ Εμμανουήλ πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1924 και συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά Μούσα, Κριτική και Τέχνη, Νέοι Βωμοί, Ελληνική Επιθεώρησις, Νέα Εστία, Λόγος, Κύκλος, Ρυθμός, Μπουκέτο, Οικογένεια, Αναγέννησις, Νέα Επιθεώρησις, Το Τρίτο Μάτι, Μακεδονικά Γράμματα και άλλα.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο Ο Παράφωνος Αυλός και εκδόθηκε το 1929. Ακολούθησαν τρεις ακόμη συλλογές, ενώ ο κύριος όγκος του έργου του αποτελείται από ποιητικές, πεζογραφικές, θεατρικές και άλλες μεταφράσεις και διασκευές. Η ποίηση του Εμμανουήλ τοποθετείται στα πλαίσια της ελληνικής μεσοπολεμικής ποίησης, ειδικότερα στους νεώτερους ποιητές της γενιάς του είκοσι (ανάμεσα στους Αλέξανδρο Μπάρα, Γιάννη Σκαρίμπα, Ορέστη Λάσκο, Κώστα Ουράνη, Νίκο Καββαδία και άλλους που ακολούθησαν εν μέρει τα χνάρια των Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Φιλύρα, Άγρα κ.ά.).
Ο Κώστας Στεργιόπουλος διακρίνει στο έργο του δυο φάσεις, την πρωιμότερη που κυριαρχείται από στοιχεία νεορομαντισμού και κοσμοπολιτισμού (στα χνάρια του Κώστα Ουράνη) και τη δεύτερη, που σηματοδότησε το πέρασμά του στο συμβολιστικό ρεύμα και την καθαρή ποίηση των Baudelaire, Valery, Mallarme, αλλά και του Απόστολου Μελαχρινού.
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Καίσαρα Εμμανουήλ υπάρχουν τα: Γιαλουράκης Μανώλης, «Εμμανουήλ Καίσαρ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Στεργιόπουλος Κώστας (επιμέλεια), «Καίσαρ Εμμανουήλ», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία – Γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση, σ.436-439. Αθήνα, Σοκόλης, 1980, Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Καίσαρ Εμμανουήλ και η έκδοση των Ποιημάτων του», Καίσαρ Εμμανουήλ, Ποιήματα · επιμέλεια Κώστα Στεργιόπουλου, σ.13-20. Αθήνα, Πρόσπερος, 1980 και χ.σ., «Εμμανουήλ Καίσαρ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Εργογραφία
Ι.Ποίηση
• Ο παράφωνος αυλός. Αθήνα, Α.Ι.Ράλλης, 1929.
• Δώδεκα σκυθρωπές μάσκες. Αθήνα, Μαυρίδης, 1931.
• Η δυναστεία των χιμαιρών. 1940.
• Stillae sanguinis. Αθήνα, 1951.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Edgar Allan Poe, Το κοράκι. 1932.
• Paul Valery , Ομιλεί ο Νάρκισσος και άλλα ποιήματα. 1933.
• Stephan Mallarme, Η Ηρωδιάς. 1936.
• Stephan Mallarme, Το απόγευμα ενός φαύνου. 1938.
• Stephan Mallarme, Ίγκιτουρ ή η παραφροσύνη του Ελμπενόν· Μεταφραστής Καίσαρ Εμμανουήλ. Έκδοση του περ. Ποιητική Τέχνη, 1949.
• Arthur Rimbaud, Το μεθυσμένο καράβι. 1947.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιήματα · επιμέλεια: Κώστα Στεργιόπουλου. Αθήνα, Πρόσπερος, 1980.
• Μεταφράσεις · επιμέλεια: Τάσου Κόρφη. Αθήνα, Πρόσπερος, 1981.
Ενδεικτικά ποιήματα
Το Γαλάζιο Kιόσκι
Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι. Γύρω απ’αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι
τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι
δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ’ωριμασμένους ήλιους.
Το δείλι, όταν το σχήμα του βυθίζεται στους ίσκιους,
βρίσκουν εκεί καταφυγή φιλέρημα παιδιά,
που επάνω από τ’αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου
αφήνουν βάρκες χάρτινες να φεύγουν σιωπηλά.
Εκεί το αγιόκλημα άλλοτε με την πολύοσμη κόμη
παλαιών εμύρωνε κυριών την ανθηρή ομιλία,
καθώς στο θάλπος των νυκτών του Αυγούστου η ωχρή σελήνη
στάλαζε φίλτρα ερωτικά από μια ανάερη κρήνη.
Τώρα το κιόσκι το παλιό με την εράσμια φρίζα
θρυμματισμένη απ’τη σκληρή της χειμωνιάς αξίνη,
όταν οσιώνεται το φως το ακόλαστο της μέρας,
περνάει στη νύχτα παίρνοντας το μύρο απ’την αιφνίδια
μελαγχολία των σιωπηλών, φιλέρημων εφήβων,
που με το δείλι χάνουνε τις βάρκες, τις ψυχές τους
επάνω από τ’αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου.
Δυο Kαρδιές Hλεκτρισμένες σ’ ένα Tραίνο…
Το πρωί, μέσα στο τραίνο, όπως τη θέση μου–την ίδια πάντα- παίρνω απέναντί σας,
τ’ ωραίο, λιτό κεφάλι μού προσφέρετε
σα φρούτο σε κρυστάλλινη φρουτιέρα…
Μπροστά σας ένα απλό παιδάκι γίνομαι
που, ορθό σε μια προθήκη φωτισμένη,
νιώθει η καρδιά του απόκρυφα να δένεται
μ’ ένα λαμπρό, γαλάζιο παιχνιδάκι…
Χρόνια με το ίδιο τραίνο ταξιδεύουμε,
λικνίζοντας τ’ απίθανα όνειρά μας:
στο ερωτικό, τ’ αμφίβολο ταξίδι μας,
ω, ας μένουμε κι οι δυο μας πάντα ξένοι!
Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα
Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα, είναι πλασμένηγια των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.
Όταν την κόμη λύνοντας, μια άναστρη νύκτα απλώνει
στους ουρανούς τους πολικούς βαθύγηρων κατόπτρων,
λάμπει, μαστίγιο πύρινο των ληθαργούντων πόθων,
επίφοβη σα βάραθρο κι ωραία σαν αμαρτία.
Δεν είναι πλάσμα των φθαρτών, κρυστάλλινων ερώτων.
μιας λυρικής παραφοράς η φλόγα η θαλασσιά:
Σφίγγα ορειχάλκινη, είδωλο μιας σκοτεινής μαγείας,
για τις σκληρές προορίζεται των Ασιανών λατρείες,
για τους μοιραίους, υστερικούς φετιχισμούς των Μαύρων.
Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας
Στου ερημικού του πνεύματος τους σκοτεινούς διαδρόμουςάνασσα ωχρή, λυσίκομη, περιδιαβάζει η Τρέλα.
Απ’ το ραβδί της τραγικά κρουσμένη η ωχρή του σκέψη,
σ’ έρημα εστοίχειωσε νησιά με ρόδα ωραία που χύναν
τον πορφυρό τους λήθαργο στην έρημη ψυχή του.
σε πύργους, διάγλυφα όνειρα, όπου η πικρή του ρέμβη,
χρυσή τολύπη, επύκνωσε κάτω από τ’ άστρινα άλση.
Της Βαυαρίας τον άρρωστο ονειρεύομαι ηγεμόνα,
μόνο και ξένο στο «Νησί των ρόδων» κάποια νύχτα.
Σιωπή. Σε τάφους πορφυρούς που έξαλλα ρόδα ανοίγουν
κάτω απ’ τα ράμφη τα χαλκά μιας μυστικής σελήνης,
θα ξεφυλλίζει ο βασιλιάς τις σκοτεινές του σκέψεις.
Άθυμος, αυτεξόριστος και χαοτικός θα νιώθει
μια νύχτα ασφάλτινη στυγνά το νου του να κυκλώνει.
Κι ενώ στ’ αυτοκρατορικά θα τρέμει δάχτυλά του
γυμνή ενός ρόδου περσικού η ερεθισμένη σάρκα,
η ερωτική, αστροκέντητη της Ελισάβετ μνήμη
γλυκά θ’ αυγάζει το θολό κι αβυσσαλέο του πνεύμα,
και τ’ όνομά της, μουσικό θρόισμα, θα σβει στο βάθος
της υπνωμένης πολιτείας των εξορίστων ρόδων.
Νυχτερινή Φαντασίωση
Νύχθ’ υπό λυγαίανΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ’ τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ’ έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ’ αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ’ τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ’ την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ’ ένα βούισμα, σα ν’ αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ’ άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
Ομιλεί ένας Παρακμασμένος Nέος
Σα μια τοιχογραφία μοιάζω αμνημόνευτησ’ ενός λατινικού ναού τα βάθη.
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θά’ τανε,
για τούτο κάποια λάμψη ακόμα μένει…
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θά’ τανε
που τους ξανθούς εφήβους θ’ αγαπούσε.
μιαν ώρα πυρετού θε να σχεδιάστηκε,
για τούτο ηδονική είναι η έκφρασή της.
το πρόσωπο λευκό, γλυκό ως το πρόσωπο
παθητικού ερωμένου με φεγγάρι.
τα μάτια έχουν μια μέθη ως να τα λίγωσε
το άρωμα ενός μπουκέτου από βιολέτες.
Τα χείλη, ατόφια λάκα, ως να μαρτύρησαν
σκληρά απ’ τη βία φιλιών ευωδιασμένων.
Η κόμη –θημωνιά σε δύση ολόχρυση–
σαν από χάδια εράσμια ταραγμένη.
Τώρα είναι χρόνια πια που λησμονήθηκε
και πέφτει της το χρώμα λέπια-λέπια,
τα μάτια όμως ακόμα που απομένουνε
δείχνουνε τη χρυσή, σβησμένη ακμή της.
κι εκεί που τα θωρείς, γλυκά κι ασάλευτα,
μέσα στη σιωπηλή εγκατάλειψή τους,
ωραία, για τη μοιραία φθορά τους, άξαφνα,
μαντεύεις μια βροχή μενεξεδένια…
Σα μια τοιχογραφία μοιάζω αμνημόνευτη
σ’ ενός λατινικού ναού τα βάθη.
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θά’ τανε,
για τούτο κάποια λάμψη ακόμα μένει…
(από τα Ποιήματα, Eρμής 2001)
http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=80
Το είδαμε στο κόσκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.