Σε αφιλόξενα και ταλαιπωρημένα περιβάλλοντα, για να
ενσωματωθείς πρέπει να μετονομασθείς…
Ένα από τα τιμήματα της ξενιτιάς, είναι ν’ αλλάξεις και τ’
όνομα σου. Δεν θα ενδιαφέρει άλλωστε ποτέ κανέναν τ’ όνομα σου. Για κείνους
όλους πάντα θα’ σαι ένας άγνωστος, μα για της δουλειάς γνωστός.
Θ’ ανταποκρίνεσαι ασυναίσθητα στο νέο σου κάλεσμα, ενώ θα
νιώθεις όπως πάντα φρεσκοβαπτισμένος και φρεσκοπροδωμένος. Όταν θα τελειώνει η
ατέλειωτη σου βάρδια, θα χαιρετάνε στο νυκτερινό φευγιό όλοι τους εγκάρδια, στη
νέα σου πια γλώσσα. Που για να τη μάθεις, πόσα ελληνικά θα πρέπει να ξεχάσεις,
να ‘ξερες μόνο πόσα..
Στη μοναχική σου επιστροφή, στο τρένο και στο λεωφορείο θα
μπλέκεσαι με «συναδέλφους», με μαύρους, κίτρινους, λευκούς και μεθυσμένους. Μέσα
σ’ αυτό το συνονθύλευμα από φάτσες και κουλτούρες, από χαρακτηριστικά και
συμπεριφορές, είναι που σκέπτεσαι άπειρες φορές: πως όσο θες να ξεχωρίζεις,
άλλο τόσο θα ενσωματώνεται ο εαυτός σου δίχως εσένα. Και σιγά σιγά σαπίζεις.
Ίσως δεν υπάρχει νόημα κανένα. Έτσι γινόταν πάντα, κι έτσι θα
γίνεται για αυτούς που για κάθε εργασία θα βαπτίζονται ξανά. Θ’ αλλάζουνε
παρέες, εμπάθειες και συνήθειες, μα οι μοναχικές επιστροφές τα βράδια θα’ ναι
πάντα το ίδιο μπερδεμένες.
Έτσι θα γίνεται πια πάντα, γιατί γινήκαμε και εμείς σαν κι αυτούς,
αφού αναπόφευκτα αισθανόμαστε σαν άνθρωποι χωρίς ταυτότητα…
Με γέμισε θλίψη. Η αλήθεια πάντα πονάει φίλε μου καλέ, ή μάλλον γιέ μου!!!!!!!! Να προσέχεις. Θα τα κρατήσω φυλακτό τα λόγια σου, για να θυμάμαι.............Β.Α.
ΑπάντησηΔιαγραφή