Περπατώντας
Άνεμος εσηκώθηκε, πλημμύρισε την πόλη
ολόγυρά μου άνθρωποι με βιάση βηματίζουν
τα πανωφόρια που φορούν σφίγγουν και συνεχίζουν
ελπίζοντας να μην τους βρει τ’ αέρινο το βόλι.
Ανάμεσά τους περπατώ, ξένος μέσα σε ξένους
με θράσος και αναίδεια οπλίζω την ματιά μου
βλέπω διαβάτες να περνούν, ψυχρά καλοντυμένους
στου αγέρα το τραγούδισμα χορεύουν τα μαλλιά μου...
Ο νους μου παγιδεύτηκε σε σκέψεις κι ιστορίες
τα κουρδισμένα πόδια μου διαλέγουν την πορεία
κι εκεί που φανταζόμουνα βίους και πολιτείες
εβρέθηκα στο σπίτι μου να στέκω μ’ απορία.
Πήγα προς το γραφείο μου, την αίθουσα του θρόνου
κι αμέσως μόλις κάθισα οι σκέψεις μου χαθήκαν
τα κουρδισμένα χέρια μου με ανία κινηθήκαν
ενώ δίπλα μου ακούστηκαν δονήσεις τηλεφώνου.
Σαν καβαλιέροι ικανοί, τα δάχτυλά μου στέκουν
τα πλήκτρα με διάθεση, σαν ντάμες τα καλούν
κι έτσι όπως πιάνονται αγκαλιά κι αρχίζουν να χορεύουν
οι σκέψεις επιστρέφουνε και μύθοι ξεπηδούν.
Ότι ποίημα από αυτά των αναγνωστών έχετε ανεβάσει στο blog σας είναι καταπληκτικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο για τις επιλογές σας και φυσικά μπράβο στους δημιουργούς.