Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Απόσπασμα από τον "Ζητιάνο" του Ανδρέα Καρκαβίτσα


Τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἦρθεν ἀργά, λογχίζοντας τ' ἀκάρφωτα ξυλοκεράμιδα τῆς σκεπῆς καὶ τὶς ὀρθάνοιχτες ἀστρέχες καὶ τὴ σαρακοφαγωμένη χαμηλόπορτα, νὰ χυθῇ πάναγνο στὸ βρωμερὸ κατάλυμα τῶν ζητιάνων. Ὁ Τζιριτόκωστας ἔπειτ' ἀπὸ τὸ ἄφθονο φαγοπότι, ἔπεσε ξαπλωταριὰ γιγάντια ἐπάνω στὸ μαλακὸν ἀχυρόστρωμα καὶ ἀμέσως ἀποκοιμήθηκε. Τὸ σκοτάδι πυκνότατο καὶ ὑγρὸ μὲ τὴ βαρειὰ ὀσμὴ τοῦ σάπιου ἄχυρου καὶ τοῦ κατούρου τὴν ἄχνα, ποὺ πολυκαιρινὴ ἐκαθόταν ἐκεῖ, ἐρρίχθηκαν κι ἐσκέπασαν ὅλον τὸν στενόμακρον ἀχυρῶνα ἕως τοὺς νοτισμένους τοίχους καὶ τὴν ἀραχνιασμένη σκεπὴ μὲ τύφλα καὶ μυστήριον.
Ἀλλὰ τὸ φῶς χύνεται τόρα κάτασπρο στὰ μαυρειδερὰ κουρέλια τῆς φορεσιᾶς καὶ τὰ μελαχροινὰ κρέατα, ἕως τὸ πρόσωπον ἐπάνω καὶ μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ζητιάνου, σὰν νὰ θέλῃ περίεργο νὰ ἰδῇ, ἄν ἄφισε μὲ τὸν ὕπνο τὴν ψευτιὰ ἤ τὴν κρατεῖ πολυάκριβη ἐπάνω του, ὅπως καὶ τὴ φορεσιά του. Ἀλλὰ κοιμᾶται ἥσυχος ὁ Τζιριτόκωστας μὲ τὰ σκέλια χαυδωτά, τὰ χέρια ἀνοιγμένα ζερβόδεξα, λὲς καὶ πάσχει ν' ἀγκαλιάσῃ τὸ ἄπειρο γιὰ νὰ τὸ ρίξῃ στὸ σακκοῦλι του· τὸ πρόσωπο γυρισμένο ἀπίστομα, τὸ σῶμα σύψυχα παραδομένο στοῦ ὕπνου τὴν χαλυβένια δύναμη. Τὸ δασοτριχωμένο στῆθος του γλυκανεβαίνει κανονικὰ μὲ τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς ἥσυχους, ἀχολοτάραχτους, ὅπως κάθε ἀκριβοδίκαιου ἀνθρώπου. Τὸ μέτωπό του λάμπει καθαρὸ καὶ ἀσυγνέφιαστο. Τὸ ἡλιοψημένο πρόσωπό του, ἀργυροκυκλωμένο ἀπὸ τὰ ψαρὰ μαλλόγενα, μὲ τὰ φρύδια χοντρά, καμαρωμένα, τὰ ματόφυλλα κλειστά, τὰ μουστάκια ἥμερα, καλοστριμμένα, τὰ χείλη μισανοιγμένα στὸ χαμόγελο, χύνει συμπάθεια καὶ ἁγιοσύνην ἀχτινοστεφάνωτη. Καὶ τὸ σύνολόν του, ἀπὸ τὰ πόδια ἕως τὴν κορφή, δείχνει πολύπαθον ἐξωμάχο, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα καὶ τὴν τιμὴ κερδίζει τὸ ψωμί του, ἀναπαυμένον ἀπὸ βαρὺν τὸν κάματο.


Στὴ γωνία παραπέρα, τὸ γαϊδουράκι του διπλοπόδι κατάχαμα, τὴν τραγανὴ φάκνα του ἀργομασᾷ καὶ παίζει τ' αὐτιὰ καὶ ἀνοιγοκλεῖ τὰ μάτια, σὰν νὰ τὰ θαμπώνῃ τὸ ἐλάχιστο φῶς. Καὶ στὴν ἄλλη γωνία ὁ παραγιός, κουβαριασμένος μὲ τὰ κουρέλια του, βογγᾷ καὶ στενάζει σὰν πληγωμένο ἀγριοδάμαλο, ρίχνοντας θλιβερὴ καὶ ἄγρια τὴ βραχνὴ φωνή του··
− Μά!… ὄρε μάννα!…
Ὁ Μουτζούρης ἦταν δεκαπέντε χρονῶν καὶ θὰ ἐφαινόταν βεργολυγερὸ λεβεντόπαιδο, ἄν δὲν ἦταν σακατεμένος. Ὁ Ἅγιος Πέτρος, τὸ χωριό του, ἐγειτόνευε μὲ τὸ χωριό τοῦ Τζιριτόκωστα καὶ στὴ ζητιανικὴ δόξα ἦταν ἐφάμιλλο, ἄν ὄχι καλύτερο ἀπό ἐκεῖνο. Οἱ κάτοικοί του ἐσυνήθιζαν συφάμελοι νὰ βγαίνουν στὸ ταξεῖδι. Ἕνα δρόμο ἔπαιρναν οἱ γυναῖκες, ἄλλον οἱ ἄντρες καὶ ἄλλον τὰ ὄψιμα παιδιὰ σερνικοθήλυκα. Ἄν ἦσαν καὶ μερικὰ γεννημένα σακάτικα κι ἐκεῖνα δὲν ἔμεναν ἄεργα. Πολλοὶ ἀρχιζητιάνοι τὰ ἔπερναν μ' ἐνοίκιο, τὰ ἐδασκάλευαν στὸ ψυχολόγι κι ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ προβάλλοντας τὸ ἄθλιο πάθημά τους στῶν θεατῶν τὸ ἔλεος.
Ἀφ' ὅτου ὅμως ὁ Τζιριτόκωστας ἄρχισε τὸ διαμετακομιστικὸ ζητιανοεμπόριό του στὸ ἐξωτερικὸν καὶ πολλοὶ τὸν ἐμιμήθηκαν, ἡ ἀπαίτησις τῶν γονέων ἔγινεν ἀκριβότερη καὶ ἡ ὑπόληψίς τους ἐμεγάλωσε. Ἀπὸ δεκαπέντε καὶ εἴκοσι δραχμές, ποὺ ἔπερναν πρὶν κατὰ μῆνα, τόρα ἐζητοῦσαν πενῆντα κι ἑξῆντα καὶ ἤθελαν νὰ ἐπισημοποιεῖται μὲ συνάλλαγμα ἡ πρᾶξις τους. Τί ἄλλο καλύτερο εὐτύχημα, παρὰ νὰ εἶνε κανεὶς πατέρας τριῶν τεσσάρων σακατεμένων παιδιῶν; Μὲ αὐτὰ ἠμποροῦσε χωρὶς νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὸν τόπο του, χωρὶς τὸ δαχτυλάκι του νὰ σηκώσῃ, νὰ γίνῃ πλούσιος.
Καὶ, κατὰ παράδοξη σύμπτωση, ἀπὸ τότε ἄξινε καὶ ἡ σακατοπαραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Τὰ περισσότερα παιδιὰ ποὺ ἐγεννιῶνταν ἦσαν κουτσοκουλόστραβα. Διάφορες συζητήσεις ἔγιναν γιὰ τοῦτο μεταξὺ τῶν ἀντρῶν. Ἄλλοι τὸ ἀπόδωκαν στὸ νερό, ἄλλοι στοὺς κόπους, ἄλλοι στὸ στραβοπλάγιασμα καὶ τὸ ξεκατίνιασμα τῶν γυναικῶν τους. Εὑρέθηκαν μερικοὶ ποὺ ὑποστήριξαν πὼς προέρχεται ἀπὸ γειτονικὰ μάγια· καὶ ἄλλοι πολλοὶ ποὺ ἐπίστεψαν στὸ ἄτεχνο πιάσιμο τῆς μαμῆς.
Ἀπὸ τὶς γυναῖκες οἱ περισσότερες ἔμειναν ἐντελῶς ἀδιάφορες. Ἤξευραν ὅτι ἔπρεπε νὰ γεννήσουν κι ἐγεννοῦσαν, χωρὶς νὰ φροντίζουν γιὰ τὸ βρέφος τους. Οἱ ἄντρες μὲ τὴν ἀπάνθρωπή τους πράξη καὶ μὲ τοὺς χρηματιστικοὺς ὑπολογισμοὺς κατόρθωσαν νὰ ξερριζώσουν λίγο κατ' ὀλίγον ἀπὸ μέσα τους τὸ μητρικὸν αἴσθημα, τὸ λαθροκρυμμένο ἀπὸ γενεὰς γενεῶν στὰ γόνιμα στήθη κάθε γυναίκας καὶ νὰ φυτέψουν ἄλλο. Καὶ τὸ ἄλλο αὐτὸ ἦταν τὸ συμφέρον. Λίγο ἦταν τάχα νὰ συνάζῃ κανεὶς δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες δραχμὲς τὸν χρόνο ἀπὸ τὰ παιδιά του; Θὰ χτίσουν μὲ αὐτὲς σπίτι μεγάλο καὶ θὰ λογαριάζονται στὸ χωριό! Ἔπειτα μήπως θὰ πάθαιναν τίποτε τὰ παιδιά! Θὰ ζοῦσαν καὶ θὰ παραζοῦσαν καὶ θὰ ἦταν εὔκολο νὰ βγάζουν χρήματα ὅ,τι ὥρα ἤθελαν!…
Εὑρέθηκαν ὅμως καὶ γυναῖκες ποὺ ἐπίστεψαν ἀληθινὰ τὰ λόγια τῶν ἀντρῶν τους. Τὰ στοιχειά, ποῦ ἀλλοῦ θὰ πᾶνε παρὰ στὰ παλιοχώρια καὶ τὰ παλιόσπιτα; Ποιανοὺς θὰ πειράξουν περισσότερο παρὰ τ' ἀδύνατα βρέφη οἱ καλότυχες νεράϊδες; Εὑρέθηκαν ἀκόμη καὶ ἄλλες, οἱ πλέον ἔξυπνες καὶ οἱ πλέον ἀναίσθητες, ποὺ ἐγέλασαν μόνον πονηρὰ καὶ τίποτε περισσότερο.
Ἡ μάνα ὅμως τοῦ Μουτζούρη, ἡ Χαϊδεμένη, δὲν ἐχαμογέλασε. Οὔτε τῶν ἀντρῶν τὰ λόγια ἐπίστεψε, οὔτ' ἔμεινεν ἀναίσθητη. Ἐπικραναστέναζε σὲ κάθε νέον ἐξάμβλωμα ποὺ ἐγεννοῦσε κι ἔμενε βυθισμένη σὲ σκοτεινοὺς συλλογισμοὺς μῆνες ὁλάκερους. Κι ἔπειτα, στὴ νέα ἐγκυμοσύνη της, ἔπαιρνεν ὅλες τὶς δυνατὲς προφυλάξεις κι ἐκρεμοῦσεν ὅλων τῶν εἰδῶν τ' ἀβασκαντήρια καὶ τὰ ἐκκλησιασμένα μαντήλια ἐπάνω της.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γατσούλης, ὁ ἄντρας της, ἔδειχνε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ φυσιολογικὴ γέννα τῆς γυναίκας του. Σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τοῦ κόσμου καὶ ἄν εὑρισκόταν ἐπαρακολουθοῦσε μὲ τὸν νοῦ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Χαϊδεμένης, ἐμετροῦσε τοὺς μῆνες κι ἐφρόντιζε νὰ βρίσκεται κοντά της στὴν κοιλοπόνια καὶ νὰ δέχεται αὐτὸς στὰ χέρια του τὸ βρέφος καὶ ὄχι νὰ τὸ ἐμπιστεύεται στῆς μαμῆς τ' ἀγριόχερα!
Δυστυχῶς, μὲ ὅλες τὶς προφυλάξεις τῆς Χαϊδεμένης καὶ μὲ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ Γατσούλη, τὰ παιδιὰ ἐγεννιῶνταν, ἕνα μὲ τ' ἄλλο, ὅλα σακατεμένα. Ἐννιὰ εἶχε γεννήσει καὶ τὰ ἐννιὰ ἐβγῆκαν μὲ τὸ πάθημά τους. Ὁ Γατσούλης ἐθλιβόταν κατάκαρδα γιὰ τοῦτο. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔπαυε, μόλις ἔφτανε καθένα στὰ τέσσερα−πέντε χρόνια, νὰ τὸ νοικιάζῃ συμφερτικὰ στοὺς ἀρχιζητιάνους. Κι ἐπαρηγοροῦσε πάντα τὴ γυναῖκα του μὲ φιλοσόφου ἀπάθεια: Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωκε· δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸν Θεό!…
Στὴν τελευταία της γέννα ἡ Χαϊδεμένη δὲν εἶχε τὸν ἄντρα κοντά της καὶ ὅμως ἐγέννησε μονόκοιλα δύο παιδιά· τὸν Μουτζούρη κι ἕνα θηλυκό. Ἦταν ὅμως τόρα καὶ τὰ δύο γερὰ καὶ καλοπλασμένα. Τίποτα δὲν τοὺς ἔλειπε. Ἡ Χαϊδεμένη, ὅταν τὰ εἶδε, λίγον ἔλειψε νὰ τρελλαθῇ ἀπὸ τὴ χαρά της. Τὰ ἐπῆρε κοντά της καὶ ζηλότυπη οὔτε τὴν ἀντραδέρφη, οὔτε τὴ μαμὴ ἄφησε νὰ τὰ πλησιάσῃ εἴτε καὶ νὰ τὰ πασπατέψῃ καθόλου. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἐτραγουδοῦσε καὶ τὰ ἐκανάκευε· ἄστρι καὶ πούλια τὰ ἔλεγεν, ἥλιο καὶ φεγγάρι, ζωή της καὶ ψυχή της παντοτινή, ἐλπίδα καὶ χαρά της ἀβασίλευτη.
Τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα ἦρθε καὶ ὁ ἄντρας της ἀπὸ τὸ ταξεῖδι. Ὅταν τῆς ἔφεραν τὰ συχαρίκια γιὰ τὸ φθάσιμό του, ὅταν τὸν εἶδε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ψηλόν, μεγαλόσωμο, νὰ πλακώνῃ μὲ τὸν γιγάντιον ἴσκιο του βαρειὰ τὴν ὁλόχαρη ἀντηλιὰ τοῦ τοίχου, σφάχτη αἰσθάνθηκε στὴν καρδιὰ καὶ ἀθέλητα ἔσκυψε στὰ παιδιά της, λὲς κι ἐφρόντιζε νὰ τὰ προφυλάξῃ ἀπὸ τὸ βάσκανο μάτι φοβεροῦ δράκοντα. Ἀλλ' ὁ ἄντρας τῆς ἔδειξε τόση χαρά, ὅταν ἔμαθε πὼς καὶ τὰ δύο ἦταν τέλεια, τόσα γλυκομιλήματα κι ἐπαίνους εἶπε σ' ἐκείνη, καὶ μὲ τόση τρυφεράδα ἐπῆρε τὰ παιδιὰ ἕνα μὲ τ' ἄλλο στὴν ἀγκαλιά του, ὥστε ἡ δύστυχη μάννα εὐθὺς ἀναγάλλιασε κι ἔδιωξε τὸν σφάχτη καὶ τοὺς φόβους της ὅλους. Ἄρχισε μάλιστα νὰ βρίζῃ μυστικὰ τὸν ἑαυτό της γιατὶ τὸν ὑποψιάστηκε. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέρα ἐπῆγε στὸ ρέμμα νὰ πλύνῃ ἥσυχη, ἀφοῦ ἐπῆρε δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὸν λόγο τοῦ ἀντρός της πὼς κατὰ τὴν ἀπουσία της δὲν θὰ ἔκανε βῆμα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν θ' ἄφινε καμμιά, μὰ καμμιά θηλυκὴ εἴτε σερνικὴ ψυχὴ νὰ πλησιάσῃ τὰ παιδιά της.
Κατὰ τὸ κοντόβραδο, ὅταν ἡ Χαϊδεμένη ἐγύρισε στὸ σπίτι, ὁ Γατσούλης ἔλειπε. Ὑποψιασμένη ἔτρεξεν εὐθὺς στὴ γωνία, ὅπου εἶχεν ἀφημένα τὰ παιδιά. Ἀλλὰ μόλις ἐσήκωσε τὸ μάλλινο σκέπασμά τους, τρανὴν ἔρριξε κραυγὴ κι ἐλιποθύμησε. Καὶ ὅταν ἐσυνῆρθε, ξεμυαλισμένη, μὲ τὰ μαλλιὰ ξέπλεκα, τὰ μάτια ἀγριεμένα, δέρνοντας τὰ στήθη τῆς ἄπονα καὶ θεορρίχνοντας τὸν ἄντρα της ἐροβόλησε πάλι στὸ ρέμμα κι ἐχάθηκε γιὰ πάντα.
− Βρὲ τὴν κουτή! εἶπεν ὁ Γατσούλης, ὅταν ἐγύρισε στὸ σπίτι μεθυσμένος καὶ οἱ γειτόνοι τοῦ εἶπαν τῆς γυναίκας του τὸ πάθημα. Τί φταίω ἐγὼ σὰν ἔρχεται τὸ Στοιχειὸ καὶ πλακώνει τὰ παιδιά της!…
Τὴν ἄλλην ὅμως ἡμέρα ἔκλαψε κι ἐπενθοφόρεσεν. Ἀλλὰ συγχρόνως ἄρχισε νὰ λογαριάζῃ κατὰ πόσο θ' ἄξεναν τὰ εἰσοδήματά του ἔπειτ' ἀπὸ ὀχτὼ−δέκα χρόνια, ὅταν θ' ἄρχιζε νὰ ἐνοικιάζῃ καὶ τὰ δύο νέα του παραλλάγματα.






 
Πηγή: www.greek-language.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.