Το ηθικό δίλημμα του Άμλετ, να πάρει εκδίκηση για τον δολοφονημένο του πατέρα δίχως ταυτόχρονα να παραβεί τις ηθικές αρχές του, να αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με τη λογική και τον νόμο και όχι σύμφωνα με τα πάθη της συγκυρίας, είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ: το ερώτημα του Άμλετ, να ζει κανείς ή να μην ζει σε ένα κόσμο που κυβερνά η διαφθορά, σήμερα που διάφοροι αυτόκλητοι κήνσορες αναλαμβάνουν «στο όνομα του λαού» να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους, αποκτά συγκεκριμένη αξία για τον σύγχρονο αναγνώστη.
Η νέα τολμηρή μετάφραση του πιο γνωστού σεξπιρικού έργου από τον δοκιμασμένο και πολυβραβευμένο συγγραφέα και μεταφραστή Παύλο Μάτεση απαιτεί δικαίως τη σύγκριση με τις προηγούμενες εκδοχές.
ΑΜΛΕΤ: Ύπαρξη; Ανυπαρξία; Ιδού το ερώτημα. Τι είναι για την ψυχή το ευγενέστερο; Να ανεχτείς βέλη και λιθοβολισμό πρόστυχης μοίρας, ή να σηκώσεις όπλο ενάντια σε ωκεανό από βασανιστήρια να τους εναντιωθείς και να τα μηδενίσεις; Θάνατος. Ύπνος. Και μετά, μηδέν. Κι αν μ’ έναν ύπνο βάζω τέλος στα μαρτύρια της καρδιάς και τα χιλιάδες άλλα πράγματα που κληρονόμησε η σάρκα; Αυτό είναι ολοκλήρωση ευλαβικότατα επιθυμητή. Θάνατος. Ύπνος. Ύπνος! Α! Και ίσως όνειρα. Μάλιστα. Εδώ η εμπλοκή. Γιατί σε τέτοιον ύπνο θανάτου, τι είδους όνειρα; Ενδέχεται να έρθουν, όταν θα ’χουμε ξεφορτωθεί αυτό το σάρκινο βασανιστήριο; Αυτό μας κόβει τη φόρα· ο συλλογισμός που κάνει αβάσταχτη μία ζωή που τόσο αβάσταχτα πολύ κρατεί. Γιατί, ποιος θα υπόμενε μαστίγιο, προσβολές εγκόσμιες, την αδικία του δυνάστη, τη βρισιά του αλαζόνα ή τις μαχαιριές του περιφρονημένου έρωτα, τον νόμο που θα λειτουργήσει καθυστερημένα, την προπέτεια της Εξουσίας, τα λακτίσματα που ο νομοταγής πολίτης δέχεται απ’ τον αχρείο, όταν στο χέρι του είναι απ’ όλα αυτά να απαλλαγεί μ’ ένα μικρό, γυμνό μαχαίρι; Γιατί ποιος θ’ ανεχόταν βόγγο, βάρος και ιδρώτα μίας άχαρης ζωής, εάν ο τρόμος πως κάτι που υπάρχει μετά θάνατον ̶ η χώρα η άγνωστη που από το σύνορό της ταξιδιώτης κανείς δεν επιστρέφει ̶ μουδιάζει τη βούληση και μας καταναγκάζει να υπομείνουμε τα τωρινά μαρτύριά μας, παρά ν’ ανοίξουμε πανιά προς άλλα, άγνωστά μας; Όπου, η σκέψη μάς κάνει όλους μας δειλούς, το φυσικό χρώμα της απόφασης το απονεκρώνει η κιτρινισμένη πια χροιά της σκέψης. Και έργα υψηλής πνοής με ισχυρά φτερά, μ’ αυτήν εδώ τη σκέψη βγαίνουν από τη ροή τους, έργα πια δεν θα ονομαστούν ποτέ.
Πηγή:http://www.toposbooks.gr/contents/books_details.php?nid=122
Respect...
ΑπάντησηΔιαγραφή