ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
-Φανή μια ώρα σε φωνάζω,δεν μ' ακούς; Ακούστηκε με μια επιφανειακή
αυστηρότητα η βραχνή γεροντική φωνή,καθώς ανέβαινε με κόπο τα
σκαλοπάτια η μαυροφορεμένη γριούλα. Κάθε σκαλοπάτι και γλάστρα.
Βασιλικά, κατιφέδες κολεοί που μπλέκονταν με τις πράσινες
κληματσίδες κι έκαναν το ανέβασμα επικίνδυνο.
Τα γέρικα πόδια με τα φαγωμένα γόνατα έτριζαν καθώς προχωρούσαν σιγά
-σιγά για να μην σκουντουφλήσει κι' είχαν μετά τρεχάματα .
"Ο γέρος από πέσιμο ή από χέσιμο κινδυνεύει να πάει "ψιθύρισε με φόβο
η γιαγιά με φόβο κι έβαλε προσεκτικά το πόδι στο επόμενο σκαλοπάτι. Κι
είχε αρκετούς λόγους να προσέχει γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να
φροντίζει τα ζωντανά, όπως έκανε τώρα ,για να βγάζει ένα μικρό
εισόδημα που έφτανε όσο για να στέλνει το ορφανό στο σχολείο. Είχε
κάνει αμέτρητες θυσίες για να αφήσει οτιδήποτε να εμποδίσει την
μοναδική εγγόνα που είχε για να σπουδάσει. Η γιαγιά ποτέ δεν θα το
επέτρεπε κάτι τέτοιο. Απ' το μυαλό της πέρασαν και πάλι τα λόγια του
δασκάλου όταν της έλεγε τότε πριν πέντε χρόνια....
-Είναι πανέξυπνη και να την χαίρεσαι. Θα είναι αδικία, θεία Μαρία, να
μην πάει στο γυμνάσιο. Αν την στείλεις σίγουρα θα γίνει μεγάλη
επιστήμονας η μικρή.
-Μα κύριε δάσκαλε που θα βρώ εγώ τα λεφτά, χήρα γυναίκα. Δεν έχω
βοήθεια από πουθενά, ίσα που βγάζω τα έξοδά μας με το κοπάδι.
Μα ο δάσκαλος επέμενε. Η Φανή ήταν με διαφορά η καλύτερη,Θα έκανε
ότι περνούσε από το χέρι του να την βοηθήσει. Αν χρειαζόταν θα έφτανε
ακόμα μέχρι το γραφείο ευημερίας .
.-Θα κάνω αίτηση για να ρθουν να εξετάσουν την περίπτωσή σας. Αν
διαπιστώσουν πως χρειάζεστε βοήθεια τότε κάθε μήνα θα παίρνεις
κάπου δυο λίρες επίδομα. Δεν είναι πολλά αλλά"απ' το ολότελα ,καλή κι
η Παναγιώταινα". Με την εξυπνάδα που την διακρίνει σίγουρα θα πάρει
την υποτροφία !είπε με σιγουριά , δεν θα την αδικήσουν.
<<Αδικία; και γιατί να μην της κάνουν αδικία τούτη τη φορά δηλαδή;
Ποιος γνοιάστηκε για μένα όλα τούτα τα χρόνια"; Διερωτήθηκε η γιαγιά
δύσπιστα Είδαν πολλά τα μάτια της στην ζωή για να πιστεύει σε θαύματα.
"Εγώ σ' αυτόν τον κόσμο την αδικία την έζησα στο πετσί μου ,κύριε
δάσκαλε. Σ' εμένα τέτοια πράγματα; Εγώ πια δεν ελπίζω σε τίποτα!".
Μονολογούσε κάθε που το θυμόταν..
Πίστεψε όμως αργότερα ,όταν η επιμονή του δασκάλου απέφερε καρπούς και
αντί να πληρώνει δίδακτρα ,της τα χάριζαν .Και όχι μόνο δεν πλήρωνε
αλλά έπαιρνε κι από πάνω ένα χρηματικό βραβείο ως η καλύτερη μαθήτρια.
Με αυτές τις σκέψεις άνοιξε την ξεβαμμένη πράσινη πόρτα τ' ανωγιού. Οι
σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν ανατριχιαστικά κι η ματιά της έπεσε
ανήσυχη στην μικρή που ακόμα κοιμόταν αμέριμνα. Ξαπλωμένη κάτω στα
πόδια της η Χιόνα, η κάτασπρη γάτα τους, γουργούριζε και κοίταξε την
γιαγιά με μισόκλειστα μάτια. Την είδε να ανακάθεται και να γλύφει με
την ροζ γλωσσίτσα την πλούσια γούνα της.
"Θα έχουμε σύντομα ξένους "σκέφτηκε .Ήταν μια προκατάληψη απ' τις
πολλές που όριζαν την ζωή των ανθρώπων σ' αυτά τα μέρη.
Η γιαγιά αναστέναξε βαθιά κι απόμεινε να καμαρώνει για λίγο την
εγγονή της.Ο λόγος που δεν τρελάθηκε ακόμα έπειτα από τις τόσες
συμφορές που την βρήκαν ήταν η ύπαρξη τούτου του παιδιού.
Συνήθιζε να κοιμάται στο διπλό κρεβάτι των γονιών της που δεν ήταν πια
μαζί τους
με το μαξιλάρι αγκαλιά και τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της να
σκεπάζουν τις νεανικές της πλάτες.
Ποιος ξέρει ποιους μυστικούς διαδρόμους επικοινωνίας είχε ανοίξει και
διαδρομές για να επικοινωνεί με τους γονείς της που δεν ευτύχισε να
δει σ' αυτό τον κόσμο.
-Φανή ξύπνα παιδάκι μου , είπε σιγανά και σκουντώντας την απαλά, της
τράβηξε το σεντόνι. Η κοπέλα χαμογέλασε ελαφρά μες τον ύπνο της,
σημάδι πως έβλεπε κάποιο ευχάριστο όνειρο.
Η γιαγιά λυπόταν να την ξυπνήσει απάνω γλυκό στερνόπνι. Είχαν όμως
να κάνουν την μπουγάδα και μετά να τρέξει την στάνη. Tην σκούντηξε
στην αρχή διστακτικά κι αργότερα φώναξε πιο δυνατά να την ξυπνήσει.
-Άντε υπναρού μου , πρέπει να σηκωθείς ! Πρέπει να βιαστούμε όσο
κάθεται ο βοσκός τα γίδια ξεμακραίνουν,άντε κι ο ήλιος έχει ανέβει
κιόλας ίσαμε δυό κονταριές, το νερό ζεστάθηκε.
Η μικρή μισάνοιξε ναζιάρικα το ένα της μάτι. Αχ! Γιαγιάκα μου τι ώρα
είναι; Έριξε μια νυσταγμένη ματιά στο μικρό ρολογάκι της, δώρο απ'
την νουνά για τα γενέθλιά της.
-Γιαγιά... μα είναι μόλις έξη , μουρμούρισε. .Άσε να κοιμηθώ λιγάκι
ακόμα σήμερα που' ναι Σαββάτο!
Έκλεισε τα μάτια και χώθηκε πάλι στ' όνειρο που άφησε στην μέση. Η
γιαγιά όμως επέμενε .
-Χριστός και Παναγιά παιδάκι μου! έχω αργήσει για την βοσκή και τα
ζωντανά θα 'χουν ρημάξει τώρα την στάνη.
Άντε σηκώσου να σε χαρώ κι έχω και τ 'άρμεγμα ακόμα, είπε κι άνοιξε
διάπλατα το παράθυρο. Ο ήλιος λαμπερός έλουσε το δωμάτιο
αναρριπίζοντας τις ακτίνες του στον καθρέπτη της ντουλάπας απέναντι.
Το φως χύθηκε απαλά στο κρεβάτι,αφού χάϊδεψε στο πέρασμά του τα
πέταλα της μπεκόνιας που βρισκόταν στο περβάζι.
Η κοπέλα θαμπωμένη από την ζεστή καλημέρα των ηλιαχτίδων,
ανοιγόκλεισε τα γαλαζοπράσινα μάτια της με τις μεγάλες βλεφαρίδες
δυσανασχετώντας. Tέντωσε νωχελικά τα χέρια της για να ξεμουδιάσει κι
ύστερα μουρμούρισε τεμπέλικα.
-Γιαγιά εσύ μπορείς να πας. Δεν είναι δα κι η πρώτη φορά που θα κάνω
μόνη την μπουγάδα !
-Το ξέρω παιδάκι μου μα είπα να σε βοηθήσω για να,'χεις ώρα να
τελειώσεις εκείνο το ευλογημένο το φουστάνι, δικαιολογήθηκε η γιαγιά .
Η κοπέλα μουδιασμένη ακόμα απ' του ύπνου την νίλα χάιδεψε την γάτα
που βλέποντας ξύπνια τώρα την κυρά της ,κουνήθηκε με μεγαλειότητα
βασίλισσας, και τρίφτηκε ναζλίδικα απάνω της.
-Γιαγιά !ο γάμος είναι την άλλη Κυριακή και απόμειναν μόνο τα
συγυρίσματα. Εχω όλο τον καιρό μπροστά μου,μην ανησυχείς!την
καθησύχασε.
-Το ξέρω, πως δεν το ξέρω, αλλά έχουμε και άλλες δουλειές να σε
χαρώ,γρίνιαξε η γιαγιά και μάζεψε τα ρούχα της μικρής από το πάτωμα.
Αν και γνώριζε πως η εγγονή της ήταν αρκετά άξια ,πάντα ανησυχούσε
και δεν σταματούσε λεπτό να την νουθετεί. .Κατά την γνώμη της οι
καλές κοπέλες έπρεπε να κοιτάζουν πρώτα την δουλειά τους τις δουλειές
και να μην τεμπελιάζουν.
Η κοπέλα είχε συνέλθει εντελώς και πετάχτηκε αποφασιστικά απ' το κρεβάτι .
-Άντε γιαγιά μου, σηκώθηκα ,είπε γλυκα κι αγκαλιάζοντάς την έδωσε ένα
πεταχτό φιλί στο ρυτιδωμένο της μάγουλο που ξάφνιασε την γιαγιούλα. .
-Ξέρεις πως μου πηγαίνει γιαγιάκα μου; κούκλα με κάνει,κούκλα σου
λέω. Όταν με το καλό χορέψουμε στον γάμο το ζεϊμπέκικο με τον Αντώνη
,όλοι θα μας καμαρώνουν, είπε και πιάνοντας τα ζαρωμένα χέρια της
γιαγιάς ,έδωσε ένα γύρο που την έκανε να ζαλιστεί.
-Σιγά κορίτσι μου και θα με πλαντάξεις στο πάτωμα, έβαλε τις φωνές η
γριά "Τώρα που το λες δεν νομίζεις ότι έχεις μεγαλώσει πιά για να
είσαι όλη την ώρα με τον Αντώνη και να χορεύεις μαζί του, κορίτσι
πράμα;
-Γιατί όχι γιαγιάκα μου ;Τον Αντώνη σαν αδελφό μου τον βλέπω , δεν
κάνουμε τίποτα κακό. Ούτε και χορεύω με κανέναν άλλο, είπε
κοιτάζοντας την με βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια .Η γιαγιά δεν είχε λόγο
να αμφιβάλει πια ,η ματιά της καθησύχασε.
Κι αλήθεια μια αγνή αδελφική αγάπη έδενε τα δυό παιδιά, σχεδόν από
τότε που ήρθαν στον κόσμο κι όλοι στο χωριό την αποδέχονταν σαν κάτι
φυσιολογικό. Όμως τώρα που μεγάλωσαν είχε δίκιο ν 'ανησυχεί,τι άλλο
όμως μπορούσε να κάνει;
-Τότε εγώ να πηγαίνω κι εσύ με το νου σου, έτσι;
-Αμάν βρε γιαγιά ,νισάφι πια! Δεν βαρέθηκες να κοπανάς τα ίδια και τα
ίδια; Έγνοια σου ,ξέρω τι κάνω..Μεγάλωσα ,το είπες και μόνη σου,
απάντησε με αυτοπεποίθηση η κοπέλα.
Η γιαγιά χαμογέλασε κάτω απ' τα μουστάκια της ικανοποιημένη
.Διαπίστωνε πως τα λόγια της δεν πήγαν του βρόντου. Κατέβηκε σιγά-σιγά
τα σκαλοπάτια κι ύστερα έλυσε το γαϊδούρι που ήταν δεμένο στο ξεπόρτι
και κίνησε για την στάνη.
Η Φανή με μάγουλα κατακόκκινα σαν ρόδια ακόμα απ' τον ύπνο,στάθηκε
για λίγο μπροστά από το ανοικτό παράθυρο. Η ματιά της διέτρεξε γοργά
όλη την έκταση που απλωνόταν μπροστά της κι ακούμπησε την κορφή του
βουνού που ορθωνόταν απέναντι στον ορίζοντα.
Στα ριζά του οι άνθρωποι φαίνονταν σαν μυρμήγκια που πάσκιζαν
,μάταια πολλές φορές για ένα κομμάτι ψωμί για μια καλύτερη μέρα. Γι
'αυτό όσο κι αν αγαπούσε το χωριό, δεν μπορούσε να φανταστεί τον
εαυτό της να σέρνεται στ' αχνάρια της γιαγιάς, μια ζωή χωρίς ελπίδα
για κάτι καλύτερο. Βαρέθηκε τούτο τον τόπο μέχρι αηδίας , και πολλές
φορές η σκέψη της ταξίδευε σε τόπους μακρινούς, όμορφους, μακριά από
την μιζέρια και τα βάσανα του χωριού.
Η γιαγιά της καλή ώρα, όπως και τώρα ,μια ζωή πάλευε να την στείλει
στο σχολείο κι αν δεν βοηθούσε κι η νουνά να της ράβει τις ποδιές και
να πληρώνει το λεωφορείο τότε θα ήταν ακατόρθωτο.
Ήταν σε κάτι τέτοιες στιγμές που οι προσδοκίες στην καρδιά της έστηναν
χορό, λες και περίμενε τον λαμπροντυμένο γενναίο ιππότη, που θα την
ανέβαζε πισωκάπουλα στο άσπρο του άλογο και θα την οδηγούσε σ' ένα
κόσμο αλλιώτικο, ονειρεμένο.
Ο πόθος αυτός δεν ήταν φυσικά μια παρενέργεια της μεγαλομανίας της. .
Το κορίτσι είχε βαρεθεί, κουράστηκε να την κοιτάζουν αφ ' υψηλού τα
φαντασμένα πλουσιοκόριτσα που ότι ζητούσαν το είχαν στην διάθεσή τους
και που ποτέ δεν
γνώρισαν την φτώχεια και την στέρηση. Που ποτέ τους δεν έμαθαν τι θα
πει ορφάνια. Εκείνες στις οποίες οι μοίρες χαρίστηκαν ,μούλιαζαν
ευτυχισμένες στων γονιών τους το χάδι .Η Φανή όμως ζούσε την αδικία
και τον πόνο κάθε στιγμή. Η ζωή την είχε διδάξει πως ότι ποθούσε
έπρεπε να το κερδίσει με τον κόπο και την αξία της .Έτσι ευχαριστούσε
τον Θεό που της έδωσε σαν αντιστάθμισμα εξυπνάδα και οξυδέρκεια ,ίσως
για να απονέμει δικαιοσύνη .
Παρόλα όμως αυτά να τους είχε μαζί της ,αυτό δεν το αντάλλαζε με
τίποτα άλλο στον κόσμο.
-Αν τους είχα! Σκέφτηκε κι έπιανε συχνά τον εαυτό της να ζηλεύει τ'
άλλα παιδιά που είχαν τους γονείς τους ,ενώ εκείνη ....Ευτυχώς που
είχε αντιστύλι τούτη δω την γιαγιά και την νονά της στις δύσκολες
στιγμές της ζωής της.
-Ψεύτρα! δεν έχεις και τον Αντώνη τον παιδικό σου φίλο; που πάντα
είναι κοντά σου; που μεγαλώσατε μαζί; Ξεπετάχτηκε μια μικρή φωνούλα
μέσα της . Αυτή που πάντα άνοιγε μαζί της διάλογο όταν προβληματιζόταν
για κάτι.
-Εντάξει,αποκρίθηκε η φωνή της συνείδησής της ,δεν λέω ,είναι κι ο
Αντώνης κι η Χρύσω της νονάς, μην τους ξεχνάμε αυτούς. Μα είναι το
ίδιο; Σε ρωτάω,είναι το ίδιο;"Κι αφημένη στις σκέψεις της βάλθηκε να
ατενίζει κάτω το πλακόστρωτο δρόμο και την πολύβουη βρύση της
γειτονιάς.
Κοίταξε έπειτα δίπλα από το σπίτι τους την αυλή του Αντώνη .Ήταν
συγυρισμένη και πεντακάθαρη αναμένοντας τον γάμο της Χριστίνας, που θα
ήταν και πρώτη κουμπάρα. Μ 'αυτή την σκέψη έφυγε απ ,το παράθυρο και
στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Κοίταξε για λίγο τον εαυτό της. Ψηλή με κανονικές αναλογίες, οβάλ
πρόσωπο ,μύτη ίσια κανονική και με δυό τσίλικα πρασινογάλαζα μάτια
από πάνω. Σήκωσε έπειτα τα ανακατεμένα απ'τον ύπνο μαλλιά της κι
άρχισε να σκέπτεται πώς θα τα έφτιαχνε για τον γάμο.
Θα ήταν ωραία αν έλεγε στην κομμώτρια να της τα κτενίσει πάνω, σε
κότσο μπούκλες, μα το κτένισμα κόστιζε πέντε ολόκληρα σελίνια κι η
γιαγιά δεν τα είχε. Έτσι θα τα έφτιαχνε μόνη της. Ακόμα κι αναριχτά
να τα άφηνε όμορφα θα ήταν. <<Κι όταν θα χορέψουμε με τον Αντώνη το
ζεϊμπέκικο,θα λικνίζονται λάγνα μέχρι την μέση μου", έκανε δεύτερες
σκέψεις. Έπρεπε όμως να βιαστεί για να τελειώσει γρήγορα την μπουγάδα,
να καθαρίσει και μετά να πάει χωρίς άλλο στην νονά για το φόρεμά
της.
Ντύθηκε μάνι-μάνι, κτενίστηκε και έπιασε πίσω αλογοουρά τα μαλλιά
της. Κίνησε αεράτη με πηδηχτό ανάλαφρο βήμα, κατέβηκε τις σκάλες
σαν αγριοκάτσικο και βάζοντάς νερό σε μια πλαστική λεκάνη , πήγε κάτω
απ'την συκιά όπου βρισκόταν η πέτρινη γούρνα την μπουγάδα και για το
πλύσιμο των πιάτων.
Έπλυνε το πρόσωπό της , βούρτσισε τα δόντια της και χωρίς άλλο
χασομέρι άνοιξε τις πόρτα για να δροσίσει το σπίτι.
.Ο Ιούνιος ήταν αρκετά ζεστός κι ο ήλιος που το χτυπούσε όλη μέρα
ανελέητα ,το έκανε ανυπόφορα ζεστό.
Ήπιε στην συνέχεια το κατσικίσιο γάλα που είχε ζεστάνει η γιαγιά
,ρίχνοντας κι ένα κομμάτι χαλούμι στην Χιόνα που δεν σταματούσε να
νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια της.
Έπειτα χωρίς άλλη χρονοτριβή άρχισε να συγυρίζει.
Αν και βαριόταν τις δουλειές το έκανε για το χατήρι της γιαγιάς που
όλο της κοπανούσε πως έπρεπε να μάθει νοικοκυριό. "Αλοιώς πως θα σε
παντρέψω παιδάκι μου, την ρωτούσε
Φυσικά η παντρειά προς το παρόν ήταν το τελευταίο που σκεφτόταν, κι
έτσι όπως κατάντησαν τον γάμο και τον διέσερναν οι άνθρωποι μέσα στους
ψυχρούς εμπορικούς τους υπολογισμούς και τα παζαρέματα δεν την
ενδιέφερε. Πως μπορούσε άλλωστε η καρδιά της ν' αγαπήσει έναν άνδρα
που έπρεπε να τον αγοράσει παζαρεύοντας σαν να αγόραζε γουρούνι. Αυτά
κονταροχτυπιούνταν με την δική της αντίληψη και λογική. Ήταν όμως μια
καθημερινή πρακτική για τα πλουσιοκόριτσα που όσο περισσότερη προίκα
είχαν ,τόσο πιο καλό γαμπρό εξασφάλιζαν. Η ίδια ορκιζόταν πεισματικά
πως ποτέ δεν θα παντρευόταν ένα παλικάρι που να μην το ερωτευόταν
πραγματικά.
Όσο για το νοικοκυριό αυτό το έκανε απλά και μόνο για να γλυτώνει από
την γκρίνια της γιαγιάς. Κι αν καμιά φορά βιαζόταν για να
ξεπαστρέψει όσο το δυνατό γρηγορότερα, η γιαγιά την υποχρέωνε να τα
ξανακάνει.
Δεν της πήρε τώρα πολύ να τελειώσει, το σπίτι σε λίγο ήταν λαμπίκος.
Οι ψάθινες καρέκλες ξεσκονισμένες, το τραπέζι στην μέση με το κεντητό
τραπεζομάντιλο, κι από πάνω ο γαλάζιος μουσαμάς ολοκάθαρος, ενώ στην
μέση η φρουτιέρα κοίταζε χαμογελαστή ,στολισμένη με μήλα απ' το
περιβολάκι τους .
Τοποθέτησε έπειτα στις γωνιές του τραπεζιού, τις τέσσερεις
κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Μια η νυμφική των γονιών της , μια με την
γιαγιά και τον παππού, μια άλλη με τους συμμαθητές της όταν τους
πήραν εκδρομή με το σχολείο,κι η άλλη παρμένη από ένα γάμο όπου
χόρευαν με τον Αντώνη .
Έκοψε στην συνέχεια μερικά βασιλικά και κατιφέδες για το βάζο, το
τοποθέτησε με μεράκι πάνω απ 'το τζάκι και σαν τα τέλειωσε, στάθηκε
μπροστά από την πόρτα για να το καμαρώσει. .
Το σπίτι ήταν φτωχικό. Είχε όμως μια ζεστασιά που σε εντυπωσίαζε,
όπως άλλωστε κι όλα τα παραδοσιακά πετρόκτιστα του χωριού.
Στην μέση μιά περίτεχνη πέτρινη καμάρα μ' ένα σιδερένιο χαλκό να
κρέμεται στην σύμβλιση, στήριζε το δώμα. Το πάτωμά του πλακοστρωμένο
αντανακλούσε την σεμνή ομορφιά της πέτρας κι ύστερα στην γωνιά το
τζάκι ,η τσιμινιά,όπως είναι γνωστή στην τοπολαλιά με το καπνισμένο
φρύδι που σκίαζε το πλουμιστό ξύλινο ράφι .Ξεχωριστή θέση είχε η
πισσωμένη νεροκολοκύθα που πάντα ήταν γεμάτη με σπιτίσιο σπιρτάτο
κρασί .Δίπλα της μερικές μπουκάλες από λάδι ξύδι και ότι άλλο
φανταστείς.
Στην άλλη πλευρά ήταν το μεγάλο κρεβάτι της γιαγιάς με σιδερένια και
μπρούτζινα κάγκελα κι από πάνω του ριχτό το σκλουβέρι, ένα πελώριο
κουκουλάρικο σεντόνι που δενόταν στην μέση με χονδρό στριφτό νήμα και
έπεφτε κάτω σαν τέντα.
Πιο πέρα βρισκόταν το σεντούκι που φύλαγε όλα τα σεντόνια και τα υφαντά χράμια.
μαζί και τα παραδοσιακά ρούχα της η γιαγιά.
Τα δικά της η Φανή τα κρεμούσε στην ντουλάπα πάνω στο ανώγι,που ήταν
το σπίτι που είχαν δώσει προίκα στην μάνα της όταν την πάντρεψαν.
Απ' την άλλη πλευρά ήταν η βιτρίνα με ψιλό πλεκτό σύρμα, που φύλαγαν
τα φαγητά για να τα προφυλάγουν από τις μύγες.
Παντού επικρατούσε μια όμορφη αρμονία που την άφηνε απόλυτα ικανοποιημένη.
Πήγε χωρίς έγνοιες στην μπουγάδα κι άρχισε να δουλεύει με όρεξη .Όσο
για την Χιόνα, χορτάτη τώρα, πήγε να κάνει την βόλτα της και ν'αρχίσει
νταραβέρια με τις άλλες γάτες της γειτονιάς.
Όταν τέλειωσε , πότισε τα λουλούδια κι ύστερα καταϊδρωμένη έκανε το
μπάνιο της. Αισθάνθηκε αναζωογονημένη. Τοποθέτησε φραγή μπροστά
απ'τις ανοικτές πόρτες , δύο καρέκλες για να φυλάνε το σπίτι κι
ελεύθερη πιά, πήρε το δρόμο για την νονά της κρατώντας το καλαθάκι με
τα σύνεργα της ραπτικής για να τελειώσουν το περίφημο φόρεμα.
Ο δρόμος ήταν έρημος αφού ο περισσότερος κόσμος εκείνη την ώρα
καμάτευε στα χωράφια για τις σοδειές. Ετοιμαζόταν να κλείσει την
ξύλινη, καγκελόπορτα, όταν το ταξί που σταμάτησε λίγο πιο πέρα της
κίνησε την περιέργεια.
<<Ποιος να' τανε άραγε τέτοια ώρα;" αναρωτήθηκε.
-Φανή μια ώρα σε φωνάζω,δεν μ' ακούς; Ακούστηκε με μια επιφανειακή
αυστηρότητα η βραχνή γεροντική φωνή,καθώς ανέβαινε με κόπο τα
σκαλοπάτια η μαυροφορεμένη γριούλα. Κάθε σκαλοπάτι και γλάστρα.
Βασιλικά, κατιφέδες κολεοί που μπλέκονταν με τις πράσινες
κληματσίδες κι έκαναν το ανέβασμα επικίνδυνο.
Τα γέρικα πόδια με τα φαγωμένα γόνατα έτριζαν καθώς προχωρούσαν σιγά
-σιγά για να μην σκουντουφλήσει κι' είχαν μετά τρεχάματα .
"Ο γέρος από πέσιμο ή από χέσιμο κινδυνεύει να πάει "ψιθύρισε με φόβο
η γιαγιά με φόβο κι έβαλε προσεκτικά το πόδι στο επόμενο σκαλοπάτι. Κι
είχε αρκετούς λόγους να προσέχει γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να
φροντίζει τα ζωντανά, όπως έκανε τώρα ,για να βγάζει ένα μικρό
εισόδημα που έφτανε όσο για να στέλνει το ορφανό στο σχολείο. Είχε
κάνει αμέτρητες θυσίες για να αφήσει οτιδήποτε να εμποδίσει την
μοναδική εγγόνα που είχε για να σπουδάσει. Η γιαγιά ποτέ δεν θα το
επέτρεπε κάτι τέτοιο. Απ' το μυαλό της πέρασαν και πάλι τα λόγια του
δασκάλου όταν της έλεγε τότε πριν πέντε χρόνια....
-Είναι πανέξυπνη και να την χαίρεσαι. Θα είναι αδικία, θεία Μαρία, να
μην πάει στο γυμνάσιο. Αν την στείλεις σίγουρα θα γίνει μεγάλη
επιστήμονας η μικρή.
-Μα κύριε δάσκαλε που θα βρώ εγώ τα λεφτά, χήρα γυναίκα. Δεν έχω
βοήθεια από πουθενά, ίσα που βγάζω τα έξοδά μας με το κοπάδι.
Μα ο δάσκαλος επέμενε. Η Φανή ήταν με διαφορά η καλύτερη,Θα έκανε
ότι περνούσε από το χέρι του να την βοηθήσει. Αν χρειαζόταν θα έφτανε
ακόμα μέχρι το γραφείο ευημερίας .
.-Θα κάνω αίτηση για να ρθουν να εξετάσουν την περίπτωσή σας. Αν
διαπιστώσουν πως χρειάζεστε βοήθεια τότε κάθε μήνα θα παίρνεις
κάπου δυο λίρες επίδομα. Δεν είναι πολλά αλλά"απ' το ολότελα ,καλή κι
η Παναγιώταινα". Με την εξυπνάδα που την διακρίνει σίγουρα θα πάρει
την υποτροφία !είπε με σιγουριά , δεν θα την αδικήσουν.
<<Αδικία; και γιατί να μην της κάνουν αδικία τούτη τη φορά δηλαδή;
Ποιος γνοιάστηκε για μένα όλα τούτα τα χρόνια"; Διερωτήθηκε η γιαγιά
δύσπιστα Είδαν πολλά τα μάτια της στην ζωή για να πιστεύει σε θαύματα.
"Εγώ σ' αυτόν τον κόσμο την αδικία την έζησα στο πετσί μου ,κύριε
δάσκαλε. Σ' εμένα τέτοια πράγματα; Εγώ πια δεν ελπίζω σε τίποτα!".
Μονολογούσε κάθε που το θυμόταν..
Πίστεψε όμως αργότερα ,όταν η επιμονή του δασκάλου απέφερε καρπούς και
αντί να πληρώνει δίδακτρα ,της τα χάριζαν .Και όχι μόνο δεν πλήρωνε
αλλά έπαιρνε κι από πάνω ένα χρηματικό βραβείο ως η καλύτερη μαθήτρια.
Με αυτές τις σκέψεις άνοιξε την ξεβαμμένη πράσινη πόρτα τ' ανωγιού. Οι
σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν ανατριχιαστικά κι η ματιά της έπεσε
ανήσυχη στην μικρή που ακόμα κοιμόταν αμέριμνα. Ξαπλωμένη κάτω στα
πόδια της η Χιόνα, η κάτασπρη γάτα τους, γουργούριζε και κοίταξε την
γιαγιά με μισόκλειστα μάτια. Την είδε να ανακάθεται και να γλύφει με
την ροζ γλωσσίτσα την πλούσια γούνα της.
"Θα έχουμε σύντομα ξένους "σκέφτηκε .Ήταν μια προκατάληψη απ' τις
πολλές που όριζαν την ζωή των ανθρώπων σ' αυτά τα μέρη.
Η γιαγιά αναστέναξε βαθιά κι απόμεινε να καμαρώνει για λίγο την
εγγονή της.Ο λόγος που δεν τρελάθηκε ακόμα έπειτα από τις τόσες
συμφορές που την βρήκαν ήταν η ύπαρξη τούτου του παιδιού.
Συνήθιζε να κοιμάται στο διπλό κρεβάτι των γονιών της που δεν ήταν πια
μαζί τους
με το μαξιλάρι αγκαλιά και τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της να
σκεπάζουν τις νεανικές της πλάτες.
Ποιος ξέρει ποιους μυστικούς διαδρόμους επικοινωνίας είχε ανοίξει και
διαδρομές για να επικοινωνεί με τους γονείς της που δεν ευτύχισε να
δει σ' αυτό τον κόσμο.
-Φανή ξύπνα παιδάκι μου , είπε σιγανά και σκουντώντας την απαλά, της
τράβηξε το σεντόνι. Η κοπέλα χαμογέλασε ελαφρά μες τον ύπνο της,
σημάδι πως έβλεπε κάποιο ευχάριστο όνειρο.
Η γιαγιά λυπόταν να την ξυπνήσει απάνω γλυκό στερνόπνι. Είχαν όμως
να κάνουν την μπουγάδα και μετά να τρέξει την στάνη. Tην σκούντηξε
στην αρχή διστακτικά κι αργότερα φώναξε πιο δυνατά να την ξυπνήσει.
-Άντε υπναρού μου , πρέπει να σηκωθείς ! Πρέπει να βιαστούμε όσο
κάθεται ο βοσκός τα γίδια ξεμακραίνουν,άντε κι ο ήλιος έχει ανέβει
κιόλας ίσαμε δυό κονταριές, το νερό ζεστάθηκε.
Η μικρή μισάνοιξε ναζιάρικα το ένα της μάτι. Αχ! Γιαγιάκα μου τι ώρα
είναι; Έριξε μια νυσταγμένη ματιά στο μικρό ρολογάκι της, δώρο απ'
την νουνά για τα γενέθλιά της.
-Γιαγιά... μα είναι μόλις έξη , μουρμούρισε. .Άσε να κοιμηθώ λιγάκι
ακόμα σήμερα που' ναι Σαββάτο!
Έκλεισε τα μάτια και χώθηκε πάλι στ' όνειρο που άφησε στην μέση. Η
γιαγιά όμως επέμενε .
-Χριστός και Παναγιά παιδάκι μου! έχω αργήσει για την βοσκή και τα
ζωντανά θα 'χουν ρημάξει τώρα την στάνη.
Άντε σηκώσου να σε χαρώ κι έχω και τ 'άρμεγμα ακόμα, είπε κι άνοιξε
διάπλατα το παράθυρο. Ο ήλιος λαμπερός έλουσε το δωμάτιο
αναρριπίζοντας τις ακτίνες του στον καθρέπτη της ντουλάπας απέναντι.
Το φως χύθηκε απαλά στο κρεβάτι,αφού χάϊδεψε στο πέρασμά του τα
πέταλα της μπεκόνιας που βρισκόταν στο περβάζι.
Η κοπέλα θαμπωμένη από την ζεστή καλημέρα των ηλιαχτίδων,
ανοιγόκλεισε τα γαλαζοπράσινα μάτια της με τις μεγάλες βλεφαρίδες
δυσανασχετώντας. Tέντωσε νωχελικά τα χέρια της για να ξεμουδιάσει κι
ύστερα μουρμούρισε τεμπέλικα.
-Γιαγιά εσύ μπορείς να πας. Δεν είναι δα κι η πρώτη φορά που θα κάνω
μόνη την μπουγάδα !
-Το ξέρω παιδάκι μου μα είπα να σε βοηθήσω για να,'χεις ώρα να
τελειώσεις εκείνο το ευλογημένο το φουστάνι, δικαιολογήθηκε η γιαγιά .
Η κοπέλα μουδιασμένη ακόμα απ' του ύπνου την νίλα χάιδεψε την γάτα
που βλέποντας ξύπνια τώρα την κυρά της ,κουνήθηκε με μεγαλειότητα
βασίλισσας, και τρίφτηκε ναζλίδικα απάνω της.
-Γιαγιά !ο γάμος είναι την άλλη Κυριακή και απόμειναν μόνο τα
συγυρίσματα. Εχω όλο τον καιρό μπροστά μου,μην ανησυχείς!την
καθησύχασε.
-Το ξέρω, πως δεν το ξέρω, αλλά έχουμε και άλλες δουλειές να σε
χαρώ,γρίνιαξε η γιαγιά και μάζεψε τα ρούχα της μικρής από το πάτωμα.
Αν και γνώριζε πως η εγγονή της ήταν αρκετά άξια ,πάντα ανησυχούσε
και δεν σταματούσε λεπτό να την νουθετεί. .Κατά την γνώμη της οι
καλές κοπέλες έπρεπε να κοιτάζουν πρώτα την δουλειά τους τις δουλειές
και να μην τεμπελιάζουν.
Η κοπέλα είχε συνέλθει εντελώς και πετάχτηκε αποφασιστικά απ' το κρεβάτι .
-Άντε γιαγιά μου, σηκώθηκα ,είπε γλυκα κι αγκαλιάζοντάς την έδωσε ένα
πεταχτό φιλί στο ρυτιδωμένο της μάγουλο που ξάφνιασε την γιαγιούλα. .
-Ξέρεις πως μου πηγαίνει γιαγιάκα μου; κούκλα με κάνει,κούκλα σου
λέω. Όταν με το καλό χορέψουμε στον γάμο το ζεϊμπέκικο με τον Αντώνη
,όλοι θα μας καμαρώνουν, είπε και πιάνοντας τα ζαρωμένα χέρια της
γιαγιάς ,έδωσε ένα γύρο που την έκανε να ζαλιστεί.
-Σιγά κορίτσι μου και θα με πλαντάξεις στο πάτωμα, έβαλε τις φωνές η
γριά "Τώρα που το λες δεν νομίζεις ότι έχεις μεγαλώσει πιά για να
είσαι όλη την ώρα με τον Αντώνη και να χορεύεις μαζί του, κορίτσι
πράμα;
-Γιατί όχι γιαγιάκα μου ;Τον Αντώνη σαν αδελφό μου τον βλέπω , δεν
κάνουμε τίποτα κακό. Ούτε και χορεύω με κανέναν άλλο, είπε
κοιτάζοντας την με βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια .Η γιαγιά δεν είχε λόγο
να αμφιβάλει πια ,η ματιά της καθησύχασε.
Κι αλήθεια μια αγνή αδελφική αγάπη έδενε τα δυό παιδιά, σχεδόν από
τότε που ήρθαν στον κόσμο κι όλοι στο χωριό την αποδέχονταν σαν κάτι
φυσιολογικό. Όμως τώρα που μεγάλωσαν είχε δίκιο ν 'ανησυχεί,τι άλλο
όμως μπορούσε να κάνει;
-Τότε εγώ να πηγαίνω κι εσύ με το νου σου, έτσι;
-Αμάν βρε γιαγιά ,νισάφι πια! Δεν βαρέθηκες να κοπανάς τα ίδια και τα
ίδια; Έγνοια σου ,ξέρω τι κάνω..Μεγάλωσα ,το είπες και μόνη σου,
απάντησε με αυτοπεποίθηση η κοπέλα.
Η γιαγιά χαμογέλασε κάτω απ' τα μουστάκια της ικανοποιημένη
.Διαπίστωνε πως τα λόγια της δεν πήγαν του βρόντου. Κατέβηκε σιγά-σιγά
τα σκαλοπάτια κι ύστερα έλυσε το γαϊδούρι που ήταν δεμένο στο ξεπόρτι
και κίνησε για την στάνη.
Η Φανή με μάγουλα κατακόκκινα σαν ρόδια ακόμα απ' τον ύπνο,στάθηκε
για λίγο μπροστά από το ανοικτό παράθυρο. Η ματιά της διέτρεξε γοργά
όλη την έκταση που απλωνόταν μπροστά της κι ακούμπησε την κορφή του
βουνού που ορθωνόταν απέναντι στον ορίζοντα.
Στα ριζά του οι άνθρωποι φαίνονταν σαν μυρμήγκια που πάσκιζαν
,μάταια πολλές φορές για ένα κομμάτι ψωμί για μια καλύτερη μέρα. Γι
'αυτό όσο κι αν αγαπούσε το χωριό, δεν μπορούσε να φανταστεί τον
εαυτό της να σέρνεται στ' αχνάρια της γιαγιάς, μια ζωή χωρίς ελπίδα
για κάτι καλύτερο. Βαρέθηκε τούτο τον τόπο μέχρι αηδίας , και πολλές
φορές η σκέψη της ταξίδευε σε τόπους μακρινούς, όμορφους, μακριά από
την μιζέρια και τα βάσανα του χωριού.
Η γιαγιά της καλή ώρα, όπως και τώρα ,μια ζωή πάλευε να την στείλει
στο σχολείο κι αν δεν βοηθούσε κι η νουνά να της ράβει τις ποδιές και
να πληρώνει το λεωφορείο τότε θα ήταν ακατόρθωτο.
Ήταν σε κάτι τέτοιες στιγμές που οι προσδοκίες στην καρδιά της έστηναν
χορό, λες και περίμενε τον λαμπροντυμένο γενναίο ιππότη, που θα την
ανέβαζε πισωκάπουλα στο άσπρο του άλογο και θα την οδηγούσε σ' ένα
κόσμο αλλιώτικο, ονειρεμένο.
Ο πόθος αυτός δεν ήταν φυσικά μια παρενέργεια της μεγαλομανίας της. .
Το κορίτσι είχε βαρεθεί, κουράστηκε να την κοιτάζουν αφ ' υψηλού τα
φαντασμένα πλουσιοκόριτσα που ότι ζητούσαν το είχαν στην διάθεσή τους
και που ποτέ δεν
γνώρισαν την φτώχεια και την στέρηση. Που ποτέ τους δεν έμαθαν τι θα
πει ορφάνια. Εκείνες στις οποίες οι μοίρες χαρίστηκαν ,μούλιαζαν
ευτυχισμένες στων γονιών τους το χάδι .Η Φανή όμως ζούσε την αδικία
και τον πόνο κάθε στιγμή. Η ζωή την είχε διδάξει πως ότι ποθούσε
έπρεπε να το κερδίσει με τον κόπο και την αξία της .Έτσι ευχαριστούσε
τον Θεό που της έδωσε σαν αντιστάθμισμα εξυπνάδα και οξυδέρκεια ,ίσως
για να απονέμει δικαιοσύνη .
Παρόλα όμως αυτά να τους είχε μαζί της ,αυτό δεν το αντάλλαζε με
τίποτα άλλο στον κόσμο.
-Αν τους είχα! Σκέφτηκε κι έπιανε συχνά τον εαυτό της να ζηλεύει τ'
άλλα παιδιά που είχαν τους γονείς τους ,ενώ εκείνη ....Ευτυχώς που
είχε αντιστύλι τούτη δω την γιαγιά και την νονά της στις δύσκολες
στιγμές της ζωής της.
-Ψεύτρα! δεν έχεις και τον Αντώνη τον παιδικό σου φίλο; που πάντα
είναι κοντά σου; που μεγαλώσατε μαζί; Ξεπετάχτηκε μια μικρή φωνούλα
μέσα της . Αυτή που πάντα άνοιγε μαζί της διάλογο όταν προβληματιζόταν
για κάτι.
-Εντάξει,αποκρίθηκε η φωνή της συνείδησής της ,δεν λέω ,είναι κι ο
Αντώνης κι η Χρύσω της νονάς, μην τους ξεχνάμε αυτούς. Μα είναι το
ίδιο; Σε ρωτάω,είναι το ίδιο;"Κι αφημένη στις σκέψεις της βάλθηκε να
ατενίζει κάτω το πλακόστρωτο δρόμο και την πολύβουη βρύση της
γειτονιάς.
Κοίταξε έπειτα δίπλα από το σπίτι τους την αυλή του Αντώνη .Ήταν
συγυρισμένη και πεντακάθαρη αναμένοντας τον γάμο της Χριστίνας, που θα
ήταν και πρώτη κουμπάρα. Μ 'αυτή την σκέψη έφυγε απ ,το παράθυρο και
στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Κοίταξε για λίγο τον εαυτό της. Ψηλή με κανονικές αναλογίες, οβάλ
πρόσωπο ,μύτη ίσια κανονική και με δυό τσίλικα πρασινογάλαζα μάτια
από πάνω. Σήκωσε έπειτα τα ανακατεμένα απ'τον ύπνο μαλλιά της κι
άρχισε να σκέπτεται πώς θα τα έφτιαχνε για τον γάμο.
Θα ήταν ωραία αν έλεγε στην κομμώτρια να της τα κτενίσει πάνω, σε
κότσο μπούκλες, μα το κτένισμα κόστιζε πέντε ολόκληρα σελίνια κι η
γιαγιά δεν τα είχε. Έτσι θα τα έφτιαχνε μόνη της. Ακόμα κι αναριχτά
να τα άφηνε όμορφα θα ήταν. <<Κι όταν θα χορέψουμε με τον Αντώνη το
ζεϊμπέκικο,θα λικνίζονται λάγνα μέχρι την μέση μου", έκανε δεύτερες
σκέψεις. Έπρεπε όμως να βιαστεί για να τελειώσει γρήγορα την μπουγάδα,
να καθαρίσει και μετά να πάει χωρίς άλλο στην νονά για το φόρεμά
της.
Ντύθηκε μάνι-μάνι, κτενίστηκε και έπιασε πίσω αλογοουρά τα μαλλιά
της. Κίνησε αεράτη με πηδηχτό ανάλαφρο βήμα, κατέβηκε τις σκάλες
σαν αγριοκάτσικο και βάζοντάς νερό σε μια πλαστική λεκάνη , πήγε κάτω
απ'την συκιά όπου βρισκόταν η πέτρινη γούρνα την μπουγάδα και για το
πλύσιμο των πιάτων.
Έπλυνε το πρόσωπό της , βούρτσισε τα δόντια της και χωρίς άλλο
χασομέρι άνοιξε τις πόρτα για να δροσίσει το σπίτι.
.Ο Ιούνιος ήταν αρκετά ζεστός κι ο ήλιος που το χτυπούσε όλη μέρα
ανελέητα ,το έκανε ανυπόφορα ζεστό.
Ήπιε στην συνέχεια το κατσικίσιο γάλα που είχε ζεστάνει η γιαγιά
,ρίχνοντας κι ένα κομμάτι χαλούμι στην Χιόνα που δεν σταματούσε να
νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια της.
Έπειτα χωρίς άλλη χρονοτριβή άρχισε να συγυρίζει.
Αν και βαριόταν τις δουλειές το έκανε για το χατήρι της γιαγιάς που
όλο της κοπανούσε πως έπρεπε να μάθει νοικοκυριό. "Αλοιώς πως θα σε
παντρέψω παιδάκι μου, την ρωτούσε
Φυσικά η παντρειά προς το παρόν ήταν το τελευταίο που σκεφτόταν, κι
έτσι όπως κατάντησαν τον γάμο και τον διέσερναν οι άνθρωποι μέσα στους
ψυχρούς εμπορικούς τους υπολογισμούς και τα παζαρέματα δεν την
ενδιέφερε. Πως μπορούσε άλλωστε η καρδιά της ν' αγαπήσει έναν άνδρα
που έπρεπε να τον αγοράσει παζαρεύοντας σαν να αγόραζε γουρούνι. Αυτά
κονταροχτυπιούνταν με την δική της αντίληψη και λογική. Ήταν όμως μια
καθημερινή πρακτική για τα πλουσιοκόριτσα που όσο περισσότερη προίκα
είχαν ,τόσο πιο καλό γαμπρό εξασφάλιζαν. Η ίδια ορκιζόταν πεισματικά
πως ποτέ δεν θα παντρευόταν ένα παλικάρι που να μην το ερωτευόταν
πραγματικά.
Όσο για το νοικοκυριό αυτό το έκανε απλά και μόνο για να γλυτώνει από
την γκρίνια της γιαγιάς. Κι αν καμιά φορά βιαζόταν για να
ξεπαστρέψει όσο το δυνατό γρηγορότερα, η γιαγιά την υποχρέωνε να τα
ξανακάνει.
Δεν της πήρε τώρα πολύ να τελειώσει, το σπίτι σε λίγο ήταν λαμπίκος.
Οι ψάθινες καρέκλες ξεσκονισμένες, το τραπέζι στην μέση με το κεντητό
τραπεζομάντιλο, κι από πάνω ο γαλάζιος μουσαμάς ολοκάθαρος, ενώ στην
μέση η φρουτιέρα κοίταζε χαμογελαστή ,στολισμένη με μήλα απ' το
περιβολάκι τους .
Τοποθέτησε έπειτα στις γωνιές του τραπεζιού, τις τέσσερεις
κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Μια η νυμφική των γονιών της , μια με την
γιαγιά και τον παππού, μια άλλη με τους συμμαθητές της όταν τους
πήραν εκδρομή με το σχολείο,κι η άλλη παρμένη από ένα γάμο όπου
χόρευαν με τον Αντώνη .
Έκοψε στην συνέχεια μερικά βασιλικά και κατιφέδες για το βάζο, το
τοποθέτησε με μεράκι πάνω απ 'το τζάκι και σαν τα τέλειωσε, στάθηκε
μπροστά από την πόρτα για να το καμαρώσει. .
Το σπίτι ήταν φτωχικό. Είχε όμως μια ζεστασιά που σε εντυπωσίαζε,
όπως άλλωστε κι όλα τα παραδοσιακά πετρόκτιστα του χωριού.
Στην μέση μιά περίτεχνη πέτρινη καμάρα μ' ένα σιδερένιο χαλκό να
κρέμεται στην σύμβλιση, στήριζε το δώμα. Το πάτωμά του πλακοστρωμένο
αντανακλούσε την σεμνή ομορφιά της πέτρας κι ύστερα στην γωνιά το
τζάκι ,η τσιμινιά,όπως είναι γνωστή στην τοπολαλιά με το καπνισμένο
φρύδι που σκίαζε το πλουμιστό ξύλινο ράφι .Ξεχωριστή θέση είχε η
πισσωμένη νεροκολοκύθα που πάντα ήταν γεμάτη με σπιτίσιο σπιρτάτο
κρασί .Δίπλα της μερικές μπουκάλες από λάδι ξύδι και ότι άλλο
φανταστείς.
Στην άλλη πλευρά ήταν το μεγάλο κρεβάτι της γιαγιάς με σιδερένια και
μπρούτζινα κάγκελα κι από πάνω του ριχτό το σκλουβέρι, ένα πελώριο
κουκουλάρικο σεντόνι που δενόταν στην μέση με χονδρό στριφτό νήμα και
έπεφτε κάτω σαν τέντα.
Πιο πέρα βρισκόταν το σεντούκι που φύλαγε όλα τα σεντόνια και τα υφαντά χράμια.
μαζί και τα παραδοσιακά ρούχα της η γιαγιά.
Τα δικά της η Φανή τα κρεμούσε στην ντουλάπα πάνω στο ανώγι,που ήταν
το σπίτι που είχαν δώσει προίκα στην μάνα της όταν την πάντρεψαν.
Απ' την άλλη πλευρά ήταν η βιτρίνα με ψιλό πλεκτό σύρμα, που φύλαγαν
τα φαγητά για να τα προφυλάγουν από τις μύγες.
Παντού επικρατούσε μια όμορφη αρμονία που την άφηνε απόλυτα ικανοποιημένη.
Πήγε χωρίς έγνοιες στην μπουγάδα κι άρχισε να δουλεύει με όρεξη .Όσο
για την Χιόνα, χορτάτη τώρα, πήγε να κάνει την βόλτα της και ν'αρχίσει
νταραβέρια με τις άλλες γάτες της γειτονιάς.
Όταν τέλειωσε , πότισε τα λουλούδια κι ύστερα καταϊδρωμένη έκανε το
μπάνιο της. Αισθάνθηκε αναζωογονημένη. Τοποθέτησε φραγή μπροστά
απ'τις ανοικτές πόρτες , δύο καρέκλες για να φυλάνε το σπίτι κι
ελεύθερη πιά, πήρε το δρόμο για την νονά της κρατώντας το καλαθάκι με
τα σύνεργα της ραπτικής για να τελειώσουν το περίφημο φόρεμα.
Ο δρόμος ήταν έρημος αφού ο περισσότερος κόσμος εκείνη την ώρα
καμάτευε στα χωράφια για τις σοδειές. Ετοιμαζόταν να κλείσει την
ξύλινη, καγκελόπορτα, όταν το ταξί που σταμάτησε λίγο πιο πέρα της
κίνησε την περιέργεια.
<<Ποιος να' τανε άραγε τέτοια ώρα;" αναρωτήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.