''Πες μου αγέρωχο πουλί,

άνακτα των αιθέρων,

τι βλέπεις κάτω χαμηλά 

κι αποστροφή σου φέρνει;

Γιατί δεν χτίζεις τη φωλιά 

μαζί με τ' άλλα ζώα,

γιατί σ' αρέσει η μοναξιά, 

ποιο πράγμα αποφεύγεις;''

Κι ευθύς έρχεται κάθεται

στην κορυφή μαζί μου
 
κι όπως μαζεύει τα φτερά 

λόγο μου ξεστομίζει.

''Δεν την αντέχω την ψευτιά, 

το άκαιρο το γέλιο,

όταν πετάω χαμηλά 

τα μάτια μου πονούνε.

Ζω στα απρόσιτα βουνά,

σ' απόκρημνες χαράδρες

εκεί έχ' αέρα καθαρό, 

'κει κάνω την φωλιά μου.

Για τα σπουργίτια είμαι θεός, 

τρελός για τα κοράκια,

για τα γεράκια δάσκαλος 

και για τα φίδια Χάρος!''