Ο σπουδαίος μεταφραστής του Φάουστ, ο
συγγραφέας της Τάσως, της Αννιώς και του Σπιτιού του Δασκάλου, ενώ
γράφει σε μια εποχή που οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν μια διάθεση
λόγια - από την οποία δε μπορούν εύκολα να ξεφύγουν - τόσο στο γλωσσικό
τους ιδίωμα όσο και στο ύφος τους εν γένει, γράφει από καρδιάς. Και
επειδή η καρδιά του συγγραφέα, φαντάζομαι, πως στην ουσία δεν
καταπιέζεται από γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, εκφράζεται όπως
"μιλά" στην καθημερινότητά της και καταπιάνεται με θέματα που
σκιαγραφούν ήρωες που άλλοι θα πίστευαν ίσως ότι δεν αξίζουν τέτοια
προσοχή...Το όνειρο της Κλάρας, δίχως το πολυτονικό σύστημα (τυπολογικός
εξαναγκασμός των αρχών του 20ου αιώνα), μοιάζει να γράφτηκε σήμερα...
Τὸ ὄνειρο τῆς Κλάρας
ΗΝ
ΚΛΑΡΑ, δὲν τὴν ἀγάπησε ποτὲ κανείς. Πὼς ἦταν τόσο ἄσχημη δὲν
ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει, κι ἂς τὸ φοβότανε. Ὅμως δὲν τὴν ἀγάπησε
ποτὲ κανείς, καὶ στὶς συντρόφισσές της ποὺ φλυαροῦσαν γιὰ τοὺς
ἔρωτές τους, ἔπρεπε νὰ κάθεται νὰ πλάθει καὶ νὰ διηγεῖται κι
αὐτὴ φανταστικὲς ἱστορίες γιὰ νέους ποὺ τὴν ἀγάπησαν μιὰ
φορὰ καὶ γι’ ἄλλους ποὺ τὴν κυνηγοῦν ἀκόμα. Πότε διηγότανε
ρομαντικοὺς περίπατους μέσα στὰ δάση μὲ τὸν ἕναν, πότε
ταξίδια μὲ τὶς βάρκες καὶ τὰ βαποράκια στὸ ποτάμι καὶ στὶς
λίμνες μὲ τὸν ἄλλον. Αὐτὰ ὅλα γινότανε τὶς Κυριακὲς ποὺ ἡ
Κλάρα ἔμενε στὸ σπίτι καὶ συντρόφευε τὴν ἄρρωστη μητέρα της, ἢ
ἔβγαινε τὸ ἀποβραδὶς στ’ ἀπόμερα γιὰ ν’ ἀνασάνει καὶ νὰ
πλάσει καλύτερα ἔξω στὸν ἀέρα τὸ ὄνειρο ποὺ θὰ ἱστοροῦσε τὴν
ἄλλη μέρα στὶς συντρόφισσές της. Ὁ φίλος ποὺ εἶχε τώρα ἦταν
ἕνας ξένος μὲ μελαψὴ θωριά, μὲ μαῦρα μάτια καὶ μαλλιά. Ἦταν
ἀπὸ μακρυσμένον τόπο, ἀπὸ μιὰ χώρα ὅπου δὲν πέφτει ποτὲ
χιόνι, ὅπου οἱ κάμποι χάνονται στὸ ἄπειρο μάκρος σὲ πυρὴ
ἄχνα, τὰ δέντρα κρεμοῦνε πρὸς τὰ κάτω τα κλαδιά, μέσα στὰ δάση
ζοῦν πουλιὰ παράξενα καὶ τὰ λευκὰ καὶ σιωπηλὰ παλάτια
καθρεφτίζουν τὶς κολόνες τους καὶ τὶς κορφὲς στ’ ἀκίνητα
κίτρινα νερὰ τῶν ποταμιῶν. Οἱ συντρόφισσές της ἀνοίγανε
πλατιὰ τὰ μάτια, ὅταν ἡ Κλάρα διηγόταν πὼς ἔχει κι ὁ φίλος της
ἕνα παλάτι καὶ θὰ τὴν πάρει νὰ πᾶν ἐκεῖ νὰ ζήσουνε μαζί.
Κι ἡ Κλάρα τὸν περίμενε νὰ ‘ρθεῖ, ὅπως εἶχε περιμείνει καὶ
τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἦρθαν. Κι ἕνα βράδι, ἐκεῖ ποὺ γύριζε στὸ
σπίτι κι ἔνιωσε ξαφνικὰ νὰ τὴν ἀκολουθοῦν σιγὰ κι ἀργὰ σὰν τὰ
δικά της κάποια πατήματα, ὑποψιάστηκε μὴν εἶναι αὐτὸς
ἀληθινά. Μὰ σὰ νὰ τῆς σταμάτησε μεμιᾶς τὸ αἷμα, ἡ καρδιά της
χτυποῦσε τόσο ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ στρέψει πίσω νὰ τὸν δεῖ. Μόνο
ὅταν ἔφτασε στὴν πόρτα της καὶ μπῆκε μέσα, γύρισε κι ἔριξε
πίσω γλήγορη ματιὰ καὶ εἶδε ἀντίκρυ τὰ μάτια του ποὺ λάμπαν
κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ. Ἀνέβηκε βιαστικὴ τὴ σκάλα κι
ἔτρεξε στὸ παράθυρο. Ἐκεῖνος στεκόταν ἀκίνητος κοντὰ στὸ
στύλο τοῦ φαναριοῦ κι εἶχε τὰ μάτια καρφωμένα στὸ παράθυρό
της.
Ἡ Κλάρα δὲν κοιμήθηκε οὔτε κείνη τὴ νύχτα οὔτε τὴν ἄλλη.
Γιατί τὰ βήματα τοῦ ἀγνώστου τὴν ξαναπήρανε κοντὰ καὶ τὸ ἄλλο
βράδι· κι ὅταν ἀνέβηκε στὸ σπίτι, ἐκεῖνος ξαναστήθηκε σὰ
στύλος ἀντίκρυ στὸ παράθυρο μὲ τὰ μάτια γυρισμένα ἐκεῖ. Τὸ
τρίτο βράδι δὲ βαστοῦσε ἄλλο ἡ Κλάρα. Φόρεσε πάλι τὸ καπέλο
της καὶ ξανακατέβηκε στὸ δρόμο. Κατέβηκε ἀποφασισμένη νὰ
πάει ἴσια στὸν ἄγνωστο, ἀθέλητα ὅμως τράβηξε ἴσια στὸ δρόμο
χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ τραβᾶ. Ὁ ἕνας δρόμος ἔβγαζε στὸν ἄλλον καὶ
κεῖνος ἔξω στὸ μεγάλο πάρκο. Ἡ Κλάρα πέρασε τὸ μέρος ποὺ
ἤτανε γεμάτο φῶς καὶ κόσμο καὶ μπῆκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ στενὰ
μονοπάτια, ποὺ φιδωτὰ καὶ μισοφωτισμένα χάνονταν κάτω ἀπὸ
τοὺς μαύρους θόλους τῶν κλαριῶν. Χώθηκε μέσα σὲ αὐτοὺς καὶ
προχωροῦσε. Πίσω της ἔνιωθε νὰ τὴν ἀκολουθοῦν τὰ βήματα τοῦ
ἀγνώστου ἀργά, σιγὰ σὰν τὰ δικά της πάντα. Καὶ προχωροῦσε ὅσο
ποὺ ἔφτασε στὸ μέρος ὅπου μιὰ λίμνη μισοκρυμμένη κάτω ἀπὸ τὰ
δέντρα ἔκοβε τὸ πάρκο. Ἅμα σταμάτησε, σταμάτησαν καὶ τὰ
βήματα κοντά της· κι ὅταν κάθισε στὸ κάθισμα ποὺ ἦταν ἐκεῖ
στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι ὁ
ἄγνωστος. Ἕνα φανάρι κρεμασμένο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, τῆς
ἔφεξε καὶ κεῖ νὰ ξαναδεῖ τὴν ὄψη του. Ἦταν μελαψή, μὲ μαῦρα
μάτια καὶ μαῦρα μακριὰ μαλλιά. Ἦταν ἐκεῖνος.
Ἡ Κλάρα τὸν κοίταζε ἀμίλητη κι ἀσάλευτη, σὰ βυθισμένη σὲ
ὅραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα μὲ
φύλλα ἀριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα
χρυσοφεγγίζανε σὰ γνώριμα, σὰν ἄγνωρα στὴ ρόδινη ἀντηλιά, ἡ
ἔκσταση τῶν πλατιῶν κάμπων ποὺ χάνονται πέρα μακριὰ σὲ πυρὰ
βάθη ἀνοιγόταν γλαυκόλαμπη μπροστά της. Εἶχε διαβάσει στὰ
βιβλία γιὰ τὰ μέσα μάτια ποὺ κάποτε βλέπουν πρωτύτερα ἀπὸ τὰ
ἔξω μάτια, καὶ κοίταζε πάντα τὸν ἄγνωστο καὶ περίμενε νὰ τῆς
μιλήσει κι ὀνειρευόταν καὶ λαχτάριζε νὰ τῆς μιλήσει γιὰ τὸ
μακρινὸ τόπο του, γιὰ τὰ παράξενα πουλιὰ ποὺ ζοῦν στὰ δάση, γιὰ
τὰ κίτρινα ἀκίνητα νερὰ ποὺ καθρεφτίζουν τὰ λευκὰ παλάτια.
Μὰ ὁ ἄγνωστος δὲν ἄνοιγε τὰ χείλη, παρὰ τὴν κοίταζε καὶ κεῖνος
σιωπηλὸς κι ἀσάλευτος. Ἔτσι σιωπηλὸς ὅλο το βράδι ἐκεῖνο,
ἔτσι ἀσάλευτος καὶ σιωπηλὸς καὶ τ’ ἄλλα βράδια στὴ σειρά,
ὅταν ἡ Κλάρα τὸν ἔσερνε κατόπι της κι ἔρχονταν καὶ καθίζανε
κοντὰ-κοντὰ στὸ ἴδιο κάθισμα ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ.
Ἡ Κλάρα τώρα δὲ μιλοῦσε λόγο στὶς συντρόφισσές της γιὰ τὴν
ἱστορία αὐτή. Ἔμενε σιωπηλή, συλλογισμένη ὅλη τὴν ἡμέρα,
σὰ νὰ ὀνειρευόταν καὶ νὰ περίμενε μόνο νὰ ‘ρθεῖ τὸ βράδι.
Τέλος ἕνα βράδι σιωπηλὸ καὶ σκοτεινὸ σὰν ὅλα τ’ ἄλλα, ἕνα
βράδι ποὺ σὰν πάντα το φῶς τοῦ φαναριοῦ ἔπεφτε στὸ πρόσωπο τοῦ
ἀγνώστου καὶ σερνότανε στὰ πόδια του σὰ φίδι καὶ τρεμόπαιζε
κιτρινωπὸ ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ, ἡ Κλάρα σίμωσε πιὸ κοντὰ
τὸν ἄγνωστο καὶ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.
Ἐκεῖνος δὲν κουνήθηκε. Τὴν ἄφησε νὰ τὸ κρατᾶ, τὴν κοίταξε στὰ μάτια καὶ τὴ ρώτησε:
«Πῶς σὲ λένε;»
Ἡ Κλάρα εἶπε τὸ ὄνομά της.
Κι ὁ ἄγνωστος κοιτάζοντάς την πάντα ψιθύρισε:
«Δὲν εἶσαι σύ–»
Ἡ Κλάρα τέντωσε τὰ μάτια.
«δὲν εἶσαι σύ, τῆς μοιάζεις μόνο· τῆς μοιάζεις στὴν ἀσχημιά–»
Ἡ Κλάρα ἔκαμε νὰ τραβήξει τὸ χέρι της, μὰ ἐκεῖνος τὸ κράτησε:
«τὰ ἴδια κρεμασμένα χείλη, τὰ ἴδια τ’ ἀχαμνά, τὰ
κοκαλιάρικα τὰ μάγουλα, τὰ πεταγμένα ἔξω· τὰ ἴδια τὰ μικρά,
τ’ ἄχρωμα, τ’ ἄλαμπα τὰ μάτια, τὸ ἴδιο το καμπουριασμένο τὸ
κορμί. Ἦταν ἡ πιὸ ἄσχημη καὶ κείνη ἀπ’ ὅλες. Κανεὶς δὲν τὴν
κοίταζε, κανεὶς δὲν τῆς μιλοῦσε, κανεὶς δὲν τὴν ἀγάπησε. Οἱ
ἄνθρωποι δὲν μποροῦνε νὰ δοῦνε τὴν ψυχή. Καὶ κείνη εἶχε καλὴ
ψυχή. Δὲ μίλησε ποτέ· δὲ γέλασε ποτὲ μὲ μένα ἐκείνη.
Καθότανε μόνη στὴν ἄκρη, μαζεμένη, καὶ κοίταζε ἄφωνη, σὰν
πάρδαλη ἀπὸ τὸ κλουβί, τὶς ἄλλες ποὺ γελούσανε μὲ μένα.
Ἐκείνη δὲν ἔμοιαζε μὲ αὐτές, δὲν ταίριαζε στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ
τὴ σκότωσα.»
Ἡ Κλάρα τινάχτηκε, μὰ ὁ ἄγνωστος δὲν τῆς ἄφησε τὸ χέρι.
«Τὴν ἀγαποῦσα καὶ τὴ σκότωσα», ξακολούθησε, «μὰ μὴ φοβᾶσαι,
ἐσὲ δὲ σ’ ἀγαπῶ. Ἐσὺ δὲν εἶσαι κείνη, ὅπως φαντάστηκα ὅταν σὲ
εἶδα πρώτη φορά. Νόμισα πὼς πέρασε ἡ ψυχή της σὲ σένα, πὼς
ἀναστήθηκε σὲ σένα, πὼς ξαναῆρθε στὴ ζωὴ μὲ σένα. Μὰ ὄχι,
ἐσὺ δὲν εἶσαι κείνη. Ἐσὺ τρέμεις. Ἐκείνη δὲν ἔτρεμε. Ξέπλεξε
μόνη τὰ μαλλιὰ καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε στὸ χέρι. Μοῦ τὰ ἔδωσε καὶ τῆς τὰ
πέρασα γύρω στὸ λαιμὸ θηλιά, τράβηξα, ἔσφιξα τὴ θηλιὰ γερά,
καὶ τὰ μάτια της, τὰ μικρὰ τὰ μάτια της ἀνοίξανε πλατιὰ στὸ
χάος, τεντωθήκανε πόρτες ὀρθάνοιχτες στὴν ἄβυσσο· σὰν πλάκες
σμάλτο ἀσπροφεγγίσαν τ’ ἄχρωμα τὰ μάτια, σὰν αἱμοστάλαχτα
ρουμπίνια ἄστραψαν τ’ ἄλαμπα τὰ μάτια. Τρόμαξα καὶ τῆς
σκέπασα τὸ πρόσωπο. Ἔβλεπα μόνο τὸ γυμνὸ κορμί. Παίζανε
φέγγη χλωμοκίτρινα, ἀχνορόδινα κι αὐτοῦ, πνιγόταν
ἀσπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες ἀναλαμπές. Πῶς
πνίγονται μουντὰ μιὰ μέρα θαμπερὴ τὰ χρώματα στὸ φίλδισι, πῶς
τρεμοφέγγει στὰ νερὰ ἐκεῖ τὸ λειψὸ φεγγάρι ποὺ τρυπᾶ τοὺς
κλάδους – ἔτσι ἔφεγγε μπροστά μου τὸ γυμνὸ κορμί.»
Ἡ Κλάρα κοίταξε στὴ λίμνη ὅπου ἔδειχνε τὸ χέρι του. Τὰ νερὰ
ἦταν σκοτεινά, φεγγάρι δὲ φαινόταν· μόνο στὴν ἄκρη, ἐκεῖ
μπροστὰ θαμπότρεμε ἡ λάμψη τοῦ φαναριοῦ κιτρινωπή.
«Γιατὶ τὴ σκότωσα γυμνή», ξακολούθησε ὁ ἄγνωστος·
«γυμνώθηκε ὅταν εἶδε πὼς τὴν ἤθελα γυμνή, κι ἔπεσε στὸ
κρεβάτι. Ἐσὺ δὲ θέλεις, ἐσὺ δὲ λύνεις μόνη τὰ μαλλιά–»
Ἔφερε τὸ χέρι στὸ λαιμό της, σὰ νὰ ἤθελε νὰ τῆς ξεκουμπώσει τὴν τραχηλιά.
Ἡ Κλάρα ξανατινάχτηκε.
«Μὴν τρομάζεις· δὲν σὲ θέλω ἐσένα», εἶπε ὁ ἄγνωστος καὶ
κατέβασε τὸ χέρι. «Ἐκείνη ἄφησε καὶ τὴ γύμνωσα, κι ἔπεσε
ἔτσι στὸ κρεβάτι. Δὲν τὸ μόλυνα. Σκέπασα τὸ γυμνὸ κορμὶ γιατί
μὲ φόβισε κι αὐτὸ ὅπως ἔφεγγε. Τῆς φίλησα μόνο το χέρι ποὺ
κρεμόταν κάτω ἀσκέπαστο. Ἦταν τόσο μικρό, τόσο ἁπαλὸ τὸ
χέρι της. Τὸ δικό σου εἶναι ἄσχημο, δὲν τὸ φιλῶ. Τραχύ, πλατύ,
κακοπλασμένο. Δὲν εἶσαι κείνη ἐσύ, δὲν ξαναβγῆκες ἀπὸ τὸ
κίτρινο νερὸ ποὺ πῆγα καὶ τὴν ἔριξα γιὰ νὰ μὴν τῆς δεῖ κανένας
ἄλλος τὸ γυμνὸ κορμί. Δὲν εἶσαι σύ, τῆς μοιάζεις μόνο. Ἐσὺ δὲ
θέλεις νὰ πεθάνεις, δὲ θέλεις ν’ ἀγαπήσεις, δὲν μπορεῖς – ἢ
θέλεις; Λέγε!»
Ἔμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατὰ τὸ χέρι της.
Ἡ Κλάρα ἔσκυψε τὸ πρόσωπο. Δὲν μποροῦσε ν’ ἀντικρύζει τὸ
δικό του, δὲ βαστοῦσε νὰ βλέπει τὰ μάτια του ποὺ ἀστράφτανε
μεγάλα, μαῦρα, κρύα κάτω ἀπὸ τὸ κίτρινο τὸ φῶς.
Σὲ λίγο ἔνιωσε πὼς τῆς ἄφησε τὸ χέρι, κι ὅταν τόλμησε καὶ
ξανασήκωσε τὸ πρόσωπο, ὁ ἄγνωστος εἶχε χαθεῖ.
Τὸ ἄλλο βράδι, ὅταν γύριζε στὸ σπίτι, δὲν ἄκουσε πίσω της τὸ
βῆμα του. Κι ὅταν βγῆκε στὸ παράθυρο, δὲν εἶδε νὰ στέκει
ἀντίκρυ, νὰ περιμένει. Περίμενε, περίμενε κι αὐτή – δὲ
φάνηκε. Ὕστερα κατέβηκε στὸ δρόμο καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσει
βρέθηκε στὸ πάρκο καθισμένη στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ. Ἔμεινε ὧρες
μόνη, ἀσάλευτη, σκυφτή. Ὁ ἄγνωστος δὲν ἦρθε. Ὅταν ὅμως
σηκώθηκε νὰ φύγει καὶ μπῆκε στὸ στενὸ σκοτεινὸ μονοπάτι,
τότε τῆς φάνηκε πὼς ἄκουσε νὰ σβήνει σὰν ἀποπίσω της, σὰν ἀπὸ
μακριὰ ἢ κοντά, ἢ σὰν ἀπομέσα της μονάχα ἕνα μακρύ,
τρικυμιστό, χαχανιστὸ ἄγριο γέλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.