Μια
φορά και έναν καιρό ήταν μια καρέκλα
μέσα σε ένα μεγάλο παλάτι. Δεν ήταν σαν
όλες τις άλλες.. Ήταν τεράστια. Πάνω της
είχε ένα μεταξωτό πανί.
Ο
πρώτος που έκατσε βολεύτηκε τόσο πολύ
που δεν ήθελε να σηκωθεί.
Του
φώναζε η γυναίκα του
- Πάμε άντρα μου σπίτι να φάμε και να πιούμε και μετά να κοιμηθούμε.
- Να πας εσύ, εγώ μια χαρά κάθομαι.
Τον
είδαν όλοι στη χώρα να κάθεται στη
καρέκλα και τον είπαν βασιλιά. Ήταν ο
«Πρώτος βασιλιάς». Έτσι τον φώναζαν.
Αυτός
καθόταν και οι υπόλοιποι του έφερναν
όλα τα καλά.
Τον
είχαν όλοι από κοντά και του ζήταγαν
και χάρες.
- Βασιλιά μου θέλω να πάρεις το γιο μου στο παλάτι, να τον βάλεις να μαγειρεύει. Να κάνει τον βοηθό του μάγειρα.
- Θα τον πάρω χρειάζομαι έναν.
Πάει
ένας άλλος με την κόρη του μαζί και του
λέει:
- Βασιλιά μου θέλω να πάρεις την κόρη μου στο παλάτι, να τρώει , να πίνει, να κάθεται όπως κι εσύ. Εγώ θα λέω σε όλους τι καλό βασιλιά που έχουμε.
Συμφώνησαν.
Η κόρη έμεινε.
Αυτό
γινόταν συνέχεια. Ο καθένας ήθελε να
βάλει τον ανιψιό του, τον πεθερό του, το
μπατζανάκη του αδερφού της μάνας του.
Σε
αυτή τη χώρα όλοι ήθελαν την καρέκλα.
Έψαχναν τρόπους να είναι μέσα στο παλάτι.
Μόλις αδειάσει να τρέξουν και όποιος
προλάβει.
Όλοι
γνώριζαν ότι:
Βασιλιάς
γίνετε όποιος προλάβει να κάτσει.
Μια
μέρα πάει ο βοηθός του μάγειρα, που είχε
πάρει ο βασιλιάς στο παλάτι, θυμάστε,
και λέει :
-
Κουράστηκα, να μαγειρεύω, πολύ δουλειά
και ο μάγειρας όλο κοιμάται πάνω σε μια
καρέκλα. Γι’ αυτό κι εγώ έφερα ένα
παλικάρι να τον πάρω για βοηθό μου. Έ!
Να κοιμάμαι κι εγώ λίγο.
-
Φερ’ τον, λέει ο βασιλιάς εγώ θα τον
πληρώνω; Ο λαός!
Έλα
όμως που ήταν χοντρός και άρχισε να
τρώει τα πάντα. Έτρωγε, έτρωγε και
ξανά έτρωγε..
Είχε
κάνει μια κοιλιά που χώραγε όλη η χώρα.
Ο
«Πρώτος βασιλιάς», άρχισε να τα προσέχει
όλα γύρω του. Τους ανθρώπους, τα φυτά
που ήταν στο παλάτι και ό,τι έβλεπε έξω
από το παράθυρο. Άρχισε και να διαβάζει.
Κοίταζε και διάβαζε..
Είχε
το σκοπό του.
Μια
μέρα τους φωνάζει όλους στο παλάτι και
λέει:
- Κηρύττω 3 νόμους.
Πρώτον
: Κανείς να μην θυμάται την ιστορία της
χώρας! Παντού να απλωθεί η λήθη.
Δεύτερον
: Τα παραμύθια απαγορεύονται!
Τρίτον
: Ο λαός να φέρνει για να τρώμε όλοι
εμείς!
Όλοι
έφερναν φαγητά στη πόρτα του παλατιού.
Μάγειρες
και βοηθοί, πήγαιναν και έρχονταν.
Έπαιρναν τα αρνιά, τα έσφαζαν, τα
μαγείρευαν, τα έτρωγαν όλοι μαζί και
πετούσαν τα αποφάγια από τη πίσω πόρτα.
Αφήναν
οι γριές κοκόρια μπροστά στο παλάτι κι
έτρεχαν πίσω. Να πάρουν ότι βρουν.
Πούπουλα για να φτιάξουν μαξιλάρια.
Τομάρια για να φτιάξουν ρούχα και
παπούτσια.
Τα
παιδιά άφηναν αυγά. Ένας υπηρέτης που
τα κοίταζε τους φώναζε :
-
Άμα σας πέσουνε τα αυγά... εσάς θα κάνω
εγώ ψητά και θα σας φάμε αντί για αρνιά!
Αυτά
γίνονταν κάθε μέρα.
Ζώα
μπροστά και πίσω ο λαός να περιμένει να
γλείψει κάνα κόκαλο. Φασαρία να δεις!
Τόσες
χάρες είχε κάνει ο βασιλιάς που το παλάτι
ήταν γεμάτο από κόσμο. Όλοι έτρωγαν του
σκασμού.
Μια
μέρα ο «Πρώτος βασιλιάς» βλέπει το πιάτο
του μισό. Σηκώνεται από την καρέκλα,
πάει στο παράθυρο και φωνάζει:
Λαέ,
Λαέ, φερ’ τα όλα
να
γεμίσει η κατσαρόλα,
η
δική σου να αδειάσει
και
η πείνα να σε πιάσει.
Βλέπει
ο χοντρός μάγειρας από την κουζίνα άδεια
την καρέκλα τρέχει και κάθεται.
-Σήκω
χοντρέ να κάτσω, λέει ο βασιλιάς.
Πού
να σηκωθεί αυτός, αφήνει την καρέκλα..
Όλοι
άρχισαν να τον φωνάζουν βασιλιά.
Τι
να κάνει κι ο «Πρώτος βασιλιάς»; Έφυγε...
Ο
νέος άρχισε να διατάζει. «Φέρτε, φέρτε
έλεγε συνέχεια»..
Όλο
έτρωγε!
Όσοι
ζούσαν στο παλάτι ήταν όλοι χορτασμένοι.
Οι άλλοι ήταν όλοι πεινασμένοι.
Ξαφνικά
μια νύχτα η καρέκλα άρχισε να μιλάει…
Πάνω
σε ένα θρόνο
έκατσε
ένα χρόνο
και
τον είπαν βασιλιά
το
χοντρό με την κοιλιά.
Έφαγε
τα φαγητά
έφαγε
και τα χλωρά.
Μείνανε
όλοι νηστικοί
ντόπιοι
και περαστικοί.
Με
μιας, η καρέκλα έκλεισε!
Όλοι
προσπαθούσαν να την ανοίξουν. Κανείς
δεν τα κατάφερε.
Έμεινε
έτσι για χρόνια.
Η
χώρα ήταν ένα ακυβέρνητο καράβι.
Κανένας
δεν νοιαζόταν. Δεν ήταν περήφανοι γι'
αυτήν, γιατί δεν ήξεραν την ιστορία της.
Τα
παιδιά τσακώνονταν ποιός θα καθίσει
πρώτος στην καρέκλα.
Ο
λαός δεν είχε την ελπίδα ότι «το καλό
θα νικήσει το κακό» αφού πότε δεν άκουσε
ένα παραμύθι..
Οι
Τρεις νόμοι του «Πρώτου βασιλιά» ήταν
ακόμα γραμμένοι σε μάρμαρα, σε όλες τις
πλατείες..
Πέρασαν
σαράντα χρόνια. Στο παλάτι πήγε ένας
γέρος με κουρελιασμένα ρούχα και γένια..
Κάθισε
μπροστά στη καρέκλα.
Άρχισε
να λέει παραμύθια, για ήρωες καλούς που
νικούσαν το κακό.
Τα
παιδιά έτρεξαν περίεργα κοντά του.
Ξαφνικά
η καρέκλα άρχισε να ανοίγει. Έλεγε ο
γέρος παραμύθια, άνοιγε! Μέχρι που
στάθηκε ορθάνοικτη.
Από
μέσα πετάχτηκε ο χόντρος Βασιλιάς,
άρχισε να τρέχει και να φωνάζει :
-Γέροοοοο...
συνέχισε τα παραμύθια, γιατί τόσα χρόνια
εδώ μέσα με έχει πιάσει η κοιλιά μου,
δεν μπορώ άλλο. Τρέχοντας, με το βρακί
του λερωμένο, έφυγε προς το δάσος.
Ο
γέρος είπε σε όλους πως ήταν ο «Πρώτος
βασιλιάς» που του είχε πάρει την καρέκλα
ο χοντρός.
-Τόσα
χρόνια γύρισα παντού. Πέρασα δύσκολα,
ζούσα σαν ζητιάνος. Άλλα πότε δε σταμάτησα
να διαβάζω και να κοιτάζω τον κόσμο.
Κατάλαβα
τι λάθος είχα κάνει με τους νόμους που
έβαλα. Ήθελα να σας έχω για πάντα δούλους,
χωρίς να έχετε μνήμη.
Ζήτησε
συγγνώμη από το λαό και συνέχισε να λέει
παραμύθια.
Έτσι
κι εσείς, αν δείτε κάνα γέρο να λέει
παραμύθια, ακούστε τον καλά και πού
ξέρετε; Μπορεί να κλείσει ή να σπάσει
και καμιά καρέκλα!
Η
Κατερίνα Γκούτη είναι νηπιαγωγός, γράφει
και αφηγείται παραμύθια. Το έργο της «Η
καρέκλα» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο
περιοδικό «Το παραμύθι», Τεύχος 6 του
2011.
Και τι σαν ταξίδεψες στις οπτασίες σου της νιότης φλόγα, πλησίασε στο κορμί μου να νιώσεις την αχαλίνωτη ζετασιά της ύπαρξής σου ...
ΑπάντησηΔιαγραφή