Σκούρο
το χώμα και ογρό κι απάνω του χαλίκια
άσπρου σπασμένου μάρμαρου που γράφουν τ’ όνομα σου
κι ένας σταυρός που σάπισε παρέκει πεταμένος!...
Κρατώ στο χέρι θυμιατό σπασμένο κεραμίδι
που καίει πάνω του ο καημός λιβάνι μυρωδάτο
κι ως σου μιλώ ένα
λυγμός συνθλίβει τη καρδιά μου!
Θωρείς με; Μήπως αγρικάς το βρούχο της καρδιάς μου;
Μπας και τα μύρα του Μαγιού είναι η ανασαιμιά σου
που φέρνει ανατρίχιασμα
και ρίγος στο κορμί μου;
Γύρω σιωπή και μοναξιά κι ίσκιοι από κυπαρίσσια
σέρνονται και ανατριχιάς στο θρόισμα που κάνουν,
στ’ ανέμου τ’ αχαμνό φιλί, τα μπλε σγουρά τους φύλλα!...
Κλείνω το γόνυ, προσκυνώ το μουχλιασμένο χώμα,
που μάλαξε το σώμα σου κι όσμισε τη δροσιά σου
τότες που σε αποθέσαμε μέσα του να κοιμάσαι
σκεπάζοντας σου το κορμί με χλαίνη ματωμένη
οι τρεις σου φίλοι που οι δυο αλάργεψαν, μισέψαν,
αφήνοντας με μοναχό το τάμα μου να κάνω
κάθε Μαγιού δέκα επτά, σε τούτο δω το χώμα
της Πίνδου που βλασταίνουνε
αφάνες κι αγριάδες
ν’ αφήνω τριαντάφυλλο
κόκκινο του αιμάτου
σαν κείνο τ’ ανοιχτό βαθύ σημάδι της πληγής σου
χνάρι, που πάνω πάτησε ο χάρος που σε πήρε
πολέμου λάφυρο ακριβό για τη γλυκιά πατρίδα!...
Αναμένω Κριτική και στο παρακάτω ποίημα μου:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΙΚΟΝΕΣ (ανεμώνες)
Κόκκινες φλόγες που τρεμίζουν γέμει ο κάμπος
καθώς οι ανεμώνες του ’χουν βάλει πυρκαγιά
κι όπως τ’ αγέρι τις φυσά, θαρρείς πως σάμπως
ανατριχιάζει μπρος σου θάλασσα πλατιά!...
Δειλά στολίζεται στα μπλε το βουκαμβίλι
πάνω στης πόρτας το περβάζι και γελούν
στη νια τη μέρα του ηλιότροπου τα χείλη
καθώς τις μέλισσες τρυγήστες προσκαλούν.
Τα δάκρυα στάλες στ’ αμπελιού το κλίμα τρέμουν
που κλαίει πληγωμένο κι ως κυλούν
μικρά διαμάντια, ηλιαχτίδες τα μαζεύουν
και με το φέγγος τους στολίδια τα φορούν
στων χρυσανθέμων τη ξανθή δροσάτη κόμη
που υποκλίνονται στο έμπα τ’ Απριλιού
μπροστά στη ρήγισσα Αυγούλα που ακόμη
κεχριμπαρένια στρώνει ρόδα του ηλιού.
Όμορφη μέρα, κρίμα που δεν ξημερώνει
στη πόλη μου που δίχως ξαστεριά
το σμαραγδένιο του καθρέπτη της θαμπώνει
στα χνώτα της που γέμουνε σκουριά!...
ΕΛΑ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ!...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν φωτά τ’ ασημαστέρι, κει π’ ανταλλάζουνε φιλί
με τα μελιά φλογάτα χείλη ο Νότος κι η Ανατολή,
και το απέραντο γαλάζιο σμίγει το χρώμα τ’ ουρανού
σαν η καρδιά σ’ αποθυμάει στη μοναξιά του πρωινού,
Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου
να ξελογιάσουμε το νου,
όταν το ’λιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια, έχει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…
Όταν το κύμα ανάρια πλέκει με ηλιαχτίδες χρυσαφιές
άσπρες δαντέλες στ’ ακρογιάλι και τις απλώνει ζωγραφιές
τότες που οι ασημιές σταγόνες γίνονται μια ηλιοβροχή,
άχνες χρυσές σ’ ουράνιο τόξο και εξαγνίζεται η ψυχή,
Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου,
να ξελογιάσουμε το νου
όταν το ’λιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια θα ’χει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…
όταν η Πλειάδα πάει να σβήσει, π’ ακούγεται η γλυκολαλιά
των αηδονιών που ζευγαρώνουν στου πρωινού τη σιγαλιά,
που των ηλιότροπων τα χείλη ζητούν του ήλιου το φιλί
κι οι ανεμώνες στρώνουν πάλι στον έρωτα άλικο χαλί,
Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου
να ξελογιάσουμε το νου,
όταν το ’λιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια, έχει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…
ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας φίλος ταξιδιώτης στο καιρό
ήρθε βότσαλο να πέσει μες στη λίμνη
της ζωή μου και το βούρκο της νερό
απ’ του χρόνου τη σκουριά να ξεδιαλύνει!...
Αστραπόγιαννε!; Ακούω, κι η ματιά μου
μες τα δάκρυα πήγε κι έγινε θαμπή
αγρικώντας το παλιό “παράνομα” μου
που θαρρώ πως κάποιος φίλος μου ’χε πει.
Καλώς ήρθες ¨Αητέ¨!... Ανταποδίδω
κι ανταλλάσουμε φιλιά και αγκαλιές
του ιστορώ, μου ιστορεί ως σεργιανίζω
στης φιλιάς μας τις πι’ ωραίες διαδρομές……
-Ασταμάτητα, μιλά για τα παλιά
με τρεμάμενη φωνή λαχανιασμένη
μια κι ανέβηκε ’βδομήντα δυο σκαλιά
κουβαλώντας μια καρδιά σακατεμένη!…
Δες σελίδες που ’χω γράψει να μετρήσεις
στο Κιτάπι ετούτο, που το λεν καρδιά,
της φιλιάς μας τα ωραία να μετρήσει
άνθια ρόδα, που γεμούν μιαν αγκαλιά.
Ας διαβάσουμε τη κάθε του σελίδα
όπου γράψαμε μαζί εσύ κι εγώ
για τη Ράνια, την Εκάβη, την Ελπίδα,
τη Λουκία, τη Κλειώ, τη Μαριγώ,
τις αγάπες που ξεφύγαν!... Πάνε πια
τα ανέμελα της νιότης μας τερτίπια!...
Όλα φρύγανα στου χρόνου τη φωτιά!...
Τούτη φίλε δυστυχώς είν’ η αλήθεια!..
-Ώρες μίλαγε, κι ως ’κίναγε το χέρι
ζωγραφίζοντας τις θύμησες του νου
στη καρδιάς μας το βιβλίο έν’ αστέρι
έσβησε στα πλάτια τ’ ουρανού!...
Ναι!… Ο φίλος ταξιδιώτης αχ αλί,
δεν κατάφερε του χρόνου να ξεφύγει,
μια και ράγισε η καρδιά του σα γυαλί
στων ονείρων τ’ ασταμάτητο κυνήγι!…
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΡΑΔΙΑ ΣΠΑΡΜΕΝΗ ΟΝΕΙΡΑ
Βραδιά σπαρμένη όνειρα κι εσύ στ’ ακροθαλάσσι
ξανθό κρασί της θύμησης στο φεγγαριού το τάσι
που σ’ έβαλε στ’ απόβραδο η θύμηση και πάλι
σε κούπα από γιούσουρι κι απ’ άλικο κοράλλι
που στράγγισα απ’ το στόμα σου
με αγκαλιά το σώμα σου
Βραδιά σπαρμένη όνειρα, βραδιά σπαρμένη μάγια
μενεξεδιά γαρούφαλλα, κρινάκια και μουράγια
όταν ο Μπάτης άνεμος το θαλασσί σεντόνι
απ’ άκρη σ’ άκρη του γιαλού αρχίνησε ν’ απλώνει
θάρρεψα σ’ είδα πλάι μου
γερμένη στην αγκάλη μου