Ο Φρουμέντιος επορεύθη μετά της Ιωάννας ν’ ασπασθή τας χείρας του καλού επισκόπου. Οι τότε περιηγηταί, άμα έφθανον εις ξένην πόλιν, εζήτουν την κατοικίαν του Αρχιερέως, ως σήμερον το Προξενείον. Εκεί παρέδιδον τας συστατικάς επιστολάς των και εξητούντο οδηγίας ή βοηθήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας, αντί των οποίων προσέφερον συνήθως τω Επισκόπω ιερά τινά λείψανα των αγίων του τόπου των· καθότι ήκμαζε παρά τοις τότε χριστιανοίς η συνήθεια να κάμνωσι συλλογάς αγίων λειψάνων πάσης χώρας και εποχής, ως πέρυσιν εν Αθήναις η των γραμματοσήμων.
Οι ημέτεροι οδοιπόροι πολλά έχοντες να ζητήσωσι και ουδέν να προσφέρωσιν εις την αυτού αγιότητα, επαρουσιάσθησαν προ αυτού, ερυθριώντες και συνεσταλμένοι, ως αι λιμώττουσαι χήραι των τουρκομάχων ηρώων μας εις τα πρόθυρα των αυλοδούλων. Αλλ’ ο Άγ. Αγοβάρδος ειθισμένος ως οι πνευματικοί και ιατροί να εξετάζη νεφρούς και καρδίας εγνώριζε και να διακρίνη την υπό τα ράκη κεκρυμμένην αξίαν. Προσκαλέσας εις την λιτήν του τράπεζαν το πολυπαθές εκείνο ζεύγος, εθαύμασε των νέων συνδαιτυμόνων το κάλλος, την σοφίαν και την αδελφικήν στοργήν, παρέβαλεν αυτούς προς τον Κάστορα και Πολυδεύκην και, ότε ανεχώρησαν, έδωκεν αυτοίς καλάς συμβουλάς, νέα υποδήματα, την ευχήν του και χρήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας.
Οι ημέτεροι οδοιπόροι πολλά έχοντες να ζητήσωσι και ουδέν να προσφέρωσιν εις την αυτού αγιότητα, επαρουσιάσθησαν προ αυτού, ερυθριώντες και συνεσταλμένοι, ως αι λιμώττουσαι χήραι των τουρκομάχων ηρώων μας εις τα πρόθυρα των αυλοδούλων. Αλλ’ ο Άγ. Αγοβάρδος ειθισμένος ως οι πνευματικοί και ιατροί να εξετάζη νεφρούς και καρδίας εγνώριζε και να διακρίνη την υπό τα ράκη κεκρυμμένην αξίαν. Προσκαλέσας εις την λιτήν του τράπεζαν το πολυπαθές εκείνο ζεύγος, εθαύμασε των νέων συνδαιτυμόνων το κάλλος, την σοφίαν και την αδελφικήν στοργήν, παρέβαλεν αυτούς προς τον Κάστορα και Πολυδεύκην και, ότε ανεχώρησαν, έδωκεν αυτοίς καλάς συμβουλάς, νέα υποδήματα, την ευχήν του και χρήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας.
Καταπλεύσαντες και πάλιν τον Ροδανόν έφθασαν οι οδοιπόροι μετά εξαήμερον πλουν εις Αρελατίαν, την κλεινήν ποτέ καθέδραν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, νυν δε περιώνυμον διά τα σύκα και τας παρθένους της, αίτινες οφείλουσιν, ως και οι αγγλικοί ίπποι, την καλλονήν των εις την μετά των Αράβων επιμειξίαν. Οι δύο περιηγηταί, αφού εθαύμασαν τα ερείπια του αυτοκρατορικού οίκου, την Μητρόπολιν, το αμφιθέατρον και τον οβελίσκον, ησθάνθησαν την ανάγκην να φροντίσωσι και περί του στομάχου των, όστις ήτο προ πολλού κενός, ως ο ναός της Αθηνάς, προ του οποίου ευρίσκοντο κατ’ εκείνην την στιγμήν.
Διευθύνθησαν λοιπόν προς το εκεί γυναικείον μοναστήριον, το αρχαιότατον των εν Γαλλία, όπερ εσύστησεν ο Άγ. Καισάριος κατά τον έκτον αιώνα, γράψας, ως λέγουσι, διά του αίματος αυτού τον κανονισμόν, ως ο Δράκων τους νόμους του και ο Ερρίκος ο Γ/ τας εις την ερωμένην του επιστολάς.5 Ο κανονισμός ούτος ήτο σκληρός και τραχύς ως το ράσον του αγίου συντάκτου. Εις ουδένα ξένον είτε άνδρα είτε γυναίκα ήτο συγχωρητή η είσοδος του κοινοβίου, εις δε τας μοναχάς ουδέ την κεφαλήν να προβάλλωσιν επετρέπετο εις τας θυρίδας· όσαι δε εξ αυτών έλουον το σώμα, εκτένιζον τας τρίχας και εδείκνυον γελώσαι τους οδόντας ή βαδίζουσαι τους πόδας, εμαστιγούντο διά βουνεύρων ή ερρίπτοντο αλυσόδετοι εις υπογείους φυλακάς. Αλλ’ εις τοιούτους νόμους αδύνατον ήτο να υποταχθώσιν επί πολύ αι φιλήδονοι κόραι της θερμής Προβιγγίας. Αι δύστηνοι παρθένοι εμαραίνοντο εν των κοινοβίω ως φυτά εν τη θήκη βοτανικού, μέχρις ου καταπατήσασαι υπό τα σανδάλιά των την γραίαν αυτών ηγουμένην και τους θηριώδεις κανονισμούς του Αγ. Καισαρίου, ανέκτησαν μετά της ελευθερίας το χρώμα και την ζωηρότητά των.
Έκτοτε εκυβερνώντο συνταγματικώς, ανεγείρασαι θέατρον εν τη μονή, εξερχόμεναι αυτής δις της εβδομάδος και νηστεύουσαι, οσάκις επόνουν τους οδόντας. Ότε δε επεχείρησεν ο ευσεβής Λουδοβίκος να επαναγάγη τας αποπλανηθείσας ταύτας αμνάδας υπό τον ζυγόν του Αγ. Βενεδίκτου, εκείναι απεκρίθησαν εν πληθούση Συνόδω ότι εις μόνην την ηγουμένην των εχρεώστουν υπακοήν, τας δε νηστείας και την αγνότητα έμελλον μεν να φυλάττωσι κατά το δυνατόν, αλλ’ ούτε δι’ όρκου ούτε δι’ υποσχέσεων οιασδήποτε έστεργον να υποχρεωθώσι, φοβούμεναι, ως έλεγον, μη εις το αμάρτημα της σαρκός προσθέσωσι και την επιορκίαν. Τοιαύτη ήτο η τότε κατάστασις των πλείστων εν Ευρώπη παρθενοτροφείων, άτινα παρθενοφθορείαωνόμαζεν ο Άγ. Πέτρος Δαμιανός.
Ο ήλιος λησμονήσας, ως συμβαίνει πολλάκις εν Προβιγγία, ότι ήτο ακόμη χειμών, εθέρμαινε μεσουρανών τας πλάκας της αυλής του μοναστηρίου, ότε επαρουσιάσθησαν προ της εισόδου αυτού οι δύο οδοιπόροι. Η θυρωρός έρρεγχε πλησίον της ανοικτής πύλης, ην υπερβάντες οι τυχοδιώκται και επί στιγμάς τινάς πλανηθέντες υπό ερήμους στοάς και σιωπηλούς διαδρόμους, έφθασαν τέλος εις το υπνωτήριον, όπου κατά την συνήθειαν των θερμών τόπων εμεσημβρίαζον αι μοναχαί παρθένοι. Ψάθινα παραπετάσματα προεφύλαττον από του μεσημβρινού ηλίου τα βλέφαρα των κοιμωμένων, το δε ημίφως καθίστα έτι χαριεστέρας τας ρασοφόρους εκείνας Αφροδίτας.
Μεταξύ των νυμφών τούτων του Ιησού υπήρχον, ως και εις τον γυναικώνα του Σουλτάνου, παντός έθνους και πάσης χροιάς παρθένοι· ερυθρόμαλλοι κόραι της Ελβετίας, λευκαί ως το γάλα των αιγών των και γαλήνιοι ως της πατρίδος των αι λίμναι, και νεοφώτιστοι Σαρακηναί, μελανότριχες ως ο άνθραξ και θερμαί ως εκείνος, φιλομειδείς Γαλάτιδες και ορεσίτροφοι ποιμενίδες των Πυρηναίων.
Ο κοιτών του κοινοβίου ωμοίαζε τους βοτανικούς εκείνους κήπους, εις ους άνθη παντοία διαφέροντα κατά το χρώμα, την οσμήν και την πατρίδα, αλλ’ αδελφά κατά το κάλλος, θάλλουσιν αιχμάλωτα εντός υαλίνης φυλακής. Η μεν των κοιμωμένων, κατεχόμενη υπό ηδυπαθούς ονείρου εμειδία, στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κοιμωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη, ετέρα εφαίνετο τείνουσα αγκάλας εις τον ουράνιον αυτής μνηστήρα. Αλλ’ αι πλείσται εκοιμώντο ησύχως και κοσμίως ως οι Φαραώ εντός της μεγάλης πυραμίδος, τινές μάλιστα και έρρεγχον, αλλ’ αύται ήσαν γραίαι ονειρευόμεναι την μακαριότητα του παραδείσου.
Οι δύο ερασταί ελησμόνουν την πείναν των, θαυμάζοντες τα ποικίλας εκείνας προσωποποιήσεις του Μορφέως, ότε ήχησεν αίφνης η φωνή του αργυρού αλέκτορος, δι’ ου εκοσμείτο το ωρολόγιον του κοιτώνος, αριστούργημα αραβικής τέχνης, δωρηθέν υπό του Σαρακηνού ηγεμόνος φιλοξενηθέντος εν τη μονή, όπου εύρε κατά τας κακάς γλώσσας όλας των ανακτόρων του τας απολαύσεις. Εις τον ήχον εκείνον πλήθος οφθαλμών μαύρων, κυανών, φαιών ή καστανοχρόων, αποτινάξαντες τον ύπνον ήστραψαν ως αστέρες εις το ημίφως του θαλάμου, προσηλούμενοι μετά περιεργείας επί των δύο απροσδοκήτων ξένων.
Πηγή:http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=483&author_id=73
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.