Ένα πρωινό του Μάη στις πόλεις των φτωχών ,
τ’ αγριόχορτα σκέπαζαν τα παιχνίδια των παιδιών .
Ξεθυμασμένα τριαντάφυλλα ,
πεταμένα στους λερούς δρόμους
κήρυτταν το πένθος .
Θάνατο μύριζαν οι ακτίνες του ήλιου.
Στο ξερό χώμα ξεψυχούσαν οι πεταλούδες,
αφήνοντας λίγη ελπίδα στις ψυχές :
το τέλος να ‘ναι η αρχή , για όνειρα κι ανθρώπους.
Ο χρόνος τριγυρνούσε στα έρημα
σχολεία σαν νικητής .
Στα βουβά μνημεία των προαυλίων
η νοσταλγία των νεκρών ,
φανέρωνε τη χαρά της σιωπής ,
την άχρονη δημιουργία .
Από παλιά , οι δαίμονες μισούσαν
την ωραιότητα του πόνου .
Δεν ήθελαν η θλίψη του Θεού
να ευλογεί τους νικημένους ,
τα ανοιξιάτικα τα πρωινά …