Όταν γεννήθηκα
εκείνο το κτίριο ήταν στέρεο, στιλπνό
καθώς χυνόταν από τα φωτεινά δωμάτια.
Χυνόταν και σπαρταρούσε σαν μουσική από δελφίνια
από κείνες τις ακοίμητες που μου τρυπούσανε τ’ αυτιά.
Όταν ο παφλασμός μεγάλωνε, έμπαιναν στρατοί ολόκληροι
μες στο κρανίο, που το πολιορκούσαν.
Το σώμα λούφαζε ανυπόμονο
κάτω από καλπασμούς αλλόπιστων ανδρών.
Η μάνα μου άνοιγε τα παράθυρα, τα έκλεινε με θόρυβο
άπλωνε το μέλλον μου στα σχοινιά
και πετροβολούσε τα κακά πνεύματα.
Το σώμα ψήλωνε, διαστελλόταν και μουρμούριζε
του ποταμού τους ήχους
που άλλοτε έπεφταν ή μ’ έπαιρναν στην αγκαλιά τους.
Όποτε φύτρωνα στους αγρούς
το νερό με χάιδευε, έφτανε ως την κοιλιά
ως το λαιμό σκαρφάλωνε
κι έπειτα λούφαζε σε μια χούφτα.
Κατρακυλούσε στο γυμνό κορμί
γεννώντας λάγνα τέρατα
ή μας έλουζε σαν κερασιά
στης κλίνης τους λειμώνες
με κόκκινα πετράδια....
Ο ποταμός έπεφτε σαν μανδύας και με σκέπαζε.
Σκάλιζε το δέρμα, έβαφε τα μαλλιά
που όλο και ξεθώριαζαν στον ήλιο.
Το σπίτι έτρεμε από ηδονή ουρλιάζοντας
μέσα σε σάλια, σπέρματα
ή δάκρυα χύνοντας προς το δειλινό
όταν η μέρα έγερνε νωθρή κατά τη θάλασσα.
Τριγύρω τα βουνά ριγούσαν
κοιτώντας την Ανατολή.
Αρρώστιες έμπαιναν από παντού
με νύχια έσχιζαν το χρόνο
καθώς εγώ δαγκώνοντας τα χείλη μου περίμενα
να κάνει καλοσύνη και να σταθώ και πάλι.
Η μάνα δίπλα στο κρεβάτι στύλωνε τα χέρια της
στους ώμους μου και με κοιτούσε.
Από τα μάτια της κυλούσανε ανταύγειες
μ’ ένα μαντίλι δροσερό στο βλέμμα.
Το σπίτι στένευε βαρύ μέσα στους δρόμους
κάνοντας την καρδιά να σπαρταρά
μα όταν ξέφευγα, κινούσα για τα πεύκα
τ’ ανήσυχα λιμάνια, τους σκοτεινούς δρυμούς.
Σφαγές ζωγράφιζα που μ’ έμαθαν να τραγουδώ
κάτι αλλότριες φωνές σε στίχους να εντοιχίζω.
Οι τρυφερότητες με πήγαιναν στα σύννεφα
όταν ο ορίζοντας άνοιγε τα φτερά του
και τα φιλιά στις ρώγες, στις μασχάλες
στα τσίνορα και στο λαιμό
άνθιζαν σαν πασχαλιές.
Βούλιαζα σε ολόγλυκες σπηλιές
ρουφούσα τα αγάλματα
και δεν ρωτούσα προς τα πού αρμενίζει η Αγάπη.
Κατέβαινα τα σκαλοπάτια του νερού
ανάμεσα σε μαύρα ψάρια, σε νύμφες
και σε βράχους μυτερούς.
Εκεί κουρνιάζουνε τα όνειρα
όταν εγκαταλείπουν τους ανθρώπους.
Εκεί μαζεύονται και οι νεκροί
που στο κεφάλι μου έκοβαν ξύλα τραγουδώντας.
Αμέτρητοι νεκροί χιλιάδες, απ’ όλες τις φυλές
να χάνονται σε αχανή πηγάδια
να διασχίζουνε σπηλιές και λαβυρίνθους
που οδηγούν στη Νύχτα.
Διδάσκοντας το μάθημα της Αντοχής
εγώ γερνούσα γρήγορα
δύσκολα στρέφοντας το βλέμμα
εκεί που το ποτάμι θα συνεχίσει να κυλά.
Τώρα απόκαμα να το κοιτώ.
Κουράστηκα να σέρνομαι ζητώντας.
Το σπίτι ράγισε και πέφτει – Σιωπή.
Οι ιστορίες πάλιωσαν πια.
Το φως της μέρας τις μασά και τις ξερνά αμέσως.
Ο τοίχος ψήλωσε, κρώζουν τα πουλιά
μουρμουρητά μυρμήγκια γέμισαν το χώρο.
(Από την ανέκδοτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλέξανδρου Ίσαρη, Ο κλόουν του Θεού, η οποία θα κυκλοφορήσει εντός του 2012 από τις εκδόσεις Κίχλη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.