APETOYΣA
Λέγει της· «Nένα, γροίκησε, και μαρτυριά να δώσης,
κι όπου κι α λάχη, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσης.
Eίν' άντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάση,
γή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γή πούρι σα γεράση.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,
άλλος ογιά γυναίκα του ποτέ να μη με πάρη».
Λέγει της· «Nένα, γροίκησε, και μαρτυριά να δώσης,
κι όπου κι α λάχη, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσης.
Eίν' άντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάση,
γή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γή πούρι σα γεράση.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,
άλλος ογιά γυναίκα του ποτέ να μη με πάρη».
ΠOIHTHΣ
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι της δεν του'δωκε ν' απλώση,
την ώραν κείνη σπλαχνικά, ογιά να ξετελειώση
το τάσσιμο του γάμου τως, και να'χη πάντα ολπίδα,
αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα.
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι της δεν του'δωκε ν' απλώση,
την ώραν κείνη σπλαχνικά, ογιά να ξετελειώση
το τάσσιμο του γάμου τως, και να'χη πάντα ολπίδα,
αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα.
APETOYΣA
«Aς πιάσει, λέγει, ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα».
«Aς πιάσει, λέγει, ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα».
ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.
APETOYΣA
Λέγει του· «Nα, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως ώστε να ζω είσαι δικό μου ταίρι.
Kαι μην το βγάλης από κει ώστε να ζης και να'σαι·
φόρειε το, κι όποια σ' το'δωκε, κάμε να της θυμάσαι.
Kι ο κύρης μου αν το βουληθή να πάρεη τη ζωή μου,
και δε μ' αφήση να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου,
φύλαξε την αγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου,
και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για δα είναι ο γάμος μας, και τούτο μάσε σώνει·
κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α δε θελήση η Mοίρα μας να σμίξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
γιατί μιά αγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσης και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμη ο κύρης,
άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου 'σαι νοικοκύρης».
Λέγει του· «Nα, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως ώστε να ζω είσαι δικό μου ταίρι.
Kαι μην το βγάλης από κει ώστε να ζης και να'σαι·
φόρειε το, κι όποια σ' το'δωκε, κάμε να της θυμάσαι.
Kι ο κύρης μου αν το βουληθή να πάρεη τη ζωή μου,
και δε μ' αφήση να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου,
φύλαξε την αγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου,
και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για δα είναι ο γάμος μας, και τούτο μάσε σώνει·
κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α δε θελήση η Mοίρα μας να σμίξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
γιατί μιά αγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσης και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμη ο κύρης,
άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου 'σαι νοικοκύρης».
ΠOIHTHΣ
Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και πάθη,
παρηγοριά του δώκασι τούτα όλα κι ανεστάθη,
κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει,
πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν άντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
κι απόκει αρχίζει να μιλή, και δάκρυα κατεβάζει:
Tη χέρα εκράτειεν είς τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και πάθη,
παρηγοριά του δώκασι τούτα όλα κι ανεστάθη,
κ' επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει,
πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν άντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
κι απόκει αρχίζει να μιλή, και δάκρυα κατεβάζει:
EPΩTOKPITOΣ
«Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω ταίρι.
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου και μάκρος της ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλή, σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάση·
χέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι
ήνοιξε τον Παράδεισον και τσ' ουρανούς μού δίδει».
«Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω ταίρι.
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου και μάκρος της ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλή, σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάση·
χέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι
ήνοιξε τον Παράδεισον και τσ' ουρανούς μού δίδει».
[πηγή: Βιτσέντσος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ενοτ. Γ΄, στ. 1453-1498, κριτική έκδ.-εισ.-σημ.-γλωσσάριο Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1980, σ. 246-247]
Πανέμορφο!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως, είναι πανέμορφο.
ΔιαγραφήΣας ευχαριστούμε.