Ήρθες σπίτι μου μέσα στα αίματα. Σε πήρα αγκαλιά σε έπλυνα σου φόρεσα ρούχα καθαρά σ’ έβαλα να ξαπλώσεις. Ύστερα με ζήτησες ήρθα δίπλα σου και ξάπλωσα έψαξα να βρω τις πληγές σου μα τι παράξενο σ’ όλο σου το σώμα δεν βρήκα καμιά. Μου έκανες νόημα έσκυψα το κεφάλι και μου ψιθύρισες στ’ αυτί λέξεις-πληγές λέξεις-μαχαίρια έτσι κατάλαβα ποιες ήταν οι πληγές σου.
Λέω πως ζω κι όταν με ρωτούν πως τα πάω απαντώ "σπίτι - δουλειά δουλειά-σπίτι" Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα αποφεύγω τον σκύλο που μισώ δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο κατοικούν μέσα του Κέρβεροι κι ένας Προκρούστης που θέλει δουλειά. Αν του την δώσω τι θα λέω όταν με ρωτούν αν ζω; Ζω σπίτι; Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"
Είδε το άλικο τριαντάφυλλο, στη μέση του κήπου ανθισμένο, τόσο τον θάμπωσε η ομορφιά του που χαϊδεύοντάς το τσιμπήθηκε. Τ' αγκάθια χώθηκαν στο δέρμα του. Πέρασαν χρόνια. Το τριαντάφυλλο το ξέχασε. Τ' αγκάθια ακόμα τριβελίζουν το μυαλό του. Έξυπνος πια και προνοητικός, φοράει γάντια όταν θέλει να χαϊδέψει.
πηγή- από την ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου Ερείπια, εκδόσεις ΡΕΩ ,Αθήνα 2010 το παρόν ποίημα βρίσκεται στη σελίδα 13 του βιβλίου
Ένα ποίημα από τη συλλογή "Μεταβάσεις" της Ρένας Τριανταφύλλου
(Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 2013). Ακολουθεί μία
εφ' όλης της ύλης συνέντευξη της ιδίας στο ιστολόγιό μας για την πρώτη
της ποιητική συλλογή, το "μαζί" και το "χώρια" και το(ν) κάθε
"αναπόδραστο" απέναντι... Όπερ σημαίνει
Ανάμεσα σε αποσιωπητικά θα τοποθετήσω τις σχέσεις και τις πράξεις μου, να πάρουν από την ενέργεια της σιωπής και να αποθορυβήσουν το μαζί των χρόνων που μας κόστισα.
Σε τούτο το ευαίσθητο γαλήνιο φως
το μάτι βαραίνει από τη σκιά, βαθαίνει από την απουσία.
Τα πράγματα μετέωρα στον χώρο, πέφτουν στο έδαφος όταν τα βλέπεις, διάφανα –
Κι ο τρόπος τους να υπάρχουν τώρα
είναι ο τρόπος τους να σβήνουν και να χάνονται.
Το μάτι που δημιουργεί έχει αδυνατίσει,
Κι ο κόσμος που ανάβλυζε έχει γίνει σχεδόν θάλασσα. Όποιος είναι μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου
είναι εγώ, αλλά δεν είναι εδώ.
Κι είναι αργά πια. Η μέρα έχει φύγει.
Κι εμείς αφημένοι εδώ, μόνοι.
Στις όχθες του κόσμου καθίσαμε
τις ψυχές μας ικετεύοντας –
Εκεί θρηνούμε αόμματοι,
όταν βυθίζουμε το βλέμμα στη μεγάλη θάλασσα
και ξαφνικά θυμόμαστε
πως έχουμε υπάρξει.
[H φωτογραφία που συνοδεύει τα τρία ποιήματα του Ισραηλινού ποιητή Αμίρ Ορ (1956) είναι του Horst Fischer.]
Μερικές πέτρες
πάνω σ' ένα τοίχο
σου θυμίζουν
το κρυφό σχολειό
δίχως να υπάρχουν
μαθητές
και Δάσκαλος
διότι όλα ανήκουν
στη μνήμη σου
και ζεις ήδη
τα θεμέλια
που έμαθες
στα χρόνια
της κατοχής
και τώρα είσαι
ελεύθερος
δίχως δεσμά
γιατί ξέρεις
για τους δεσμούς
που σ' απελευθέρωσαν
μετά από το έργο
της επανάστασης.
Για κάθε ανευμάτιστη καταδίκη σ’ άχρωμο βλέμμα
Μια πλάτη γυρισμένη, αποκεφαλισμός βουλευτολάγνου ικεσίας
2.
Για κάθε ευγενική εκμηδένιση ψιλικατζίδικου ονείρου
Φραγγέλιο ανελέητο προσωπικής χαράς δωματίου
3.
Για κάθε πολυεθνικό ρόζο διακωμώδησης αρλεκίνων
Κολαφισμός αφάνταστων ερωτικών ανιχνεύσεων
θωπειών και γαργαλημάτων
4.
Για κάθε βιοτεχνικό έγκαυμα ταξιδιωτικής απόλυσης
Μεταλλισμός νυχτωδίας βραδύκαυστων ονείρων
5.
Για κάθε ληστρική νομιμότητα πηλοφορημένου ιδρώτα
Εντοιχισμός στη γεωγραφία αγγελόμορφης φιλοπατρίας (Τα βουνά κι οι θάλασσες εκπληκταγωγούν τον αστοιχείωτο)
6.
Για κάθε εκκρεμόδικη δικαιοσύνη μόχθου στοάς
Τάνυσμα στα κορίτσια που μας χαρίστηκαν ανυστερόβουλα
7
. Για κάθε αβυσσοτραφή κι αβυσσοτόκο πολυτέλεια
καταπατητή δόξας βοτανικής απλότητας
Διαπόμπευση ξεκαρδιστική σε ηπειρώτικο κιλίμι αριστοκρατίας
8.
Για κάθε κοινωνιστική βιτρίνα παραχαράκτη παναθηναϊκών
[χορών
Εμπτυσμός στον ανοιχτόν αέρα κοινοβιακών πανηγυριών
9
Για κάθε φωταψία μέλλοντα διαρκείας
δήμιου ολόσαρκου ενεστώτα
Πυροβασία αναγωγής της ζωής σε τέχνη και τούμπαλιν
10.
Για κάθε δακρύβρεχτη εκτύφλωση άδολης εμπιστοσύνης
Στρέβλωση στις ενήλικες κι ελεητικές συμμαχίες των ανέμων
12.
Για κάθε ιδρυματική απελπισία έκθετης ομορφιάς
κακοποιημένης στο φυτώριο μικρώνυμων ομίλων
Τετραχισμός σ’ ολόφρεσκους της ώρας νεκρούς που οξυγονώνουν
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας. H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος. Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ” όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.
Ο Οδυσσέας Ελύτης (2
Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα
Αλεπουδέλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α.
Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους
ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ
συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το
έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων.
Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων Τέχνης και της
Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres
Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης
γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το
τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας
Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της
Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του
Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα
εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της
οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε
σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.
Το 1914 ο πατέρας
του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο
ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας
μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις
Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η
οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη
σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές
ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και
είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Το 1923
ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την
Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιτής είχε την
ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων,
χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά
αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά),
πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια
έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και
περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε
ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη
διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό.
Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική
φύση: Καμπούρογλου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, κι ένας τρίτομος
«Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία
αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του
καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά
συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά
προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων
λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.
Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός,
ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του
επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας
τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα
ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που
επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον
ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις
δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η
λυρική ποίηση».