Όποτε γύριζε ο πατέρας με τα χέρια αδειανά,
η μάνα -που τον είχε δει πρώτη απ'το παράθυρο-
έσπευδε να του πεί,να πλυθεί γρήγορα στη λεκάνη.
Λες και ήθελε να πλύνει την ντροπή του,
που θα μέναμε γι'άλλη μια μέρα νηστικοί.
Κι εκείνος την άκουγε και σκυφτός τά'πλενε με σαπούνι.
Έπειτα κάθονταν μαζί μας και μας έφτιαχνε παιχνίδια από ξύλο.
Η μάνα τον κοίταζε "κλεφτά",καθώς μπάλωνε ρούχα.
Δεν καταλάβαινε,πως δεν μας έννοιαζαν τ'άδεια του χέρια,
αλλά τα μάτια του που ήταν γεμάτα από εμάς.
Πολύ μου άρεσε :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή