Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Βρήκαν το κεφάλι της Νιόβης στην πισίνα του ποιητή Οβίδιου

Μια ανακάλυψη μεγατόνων έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη λίγο έξω από τη Ρώμη. Συνολικά επτά αγάλματα σε άψογη κατάσταση εντοπίστηκαν στην πισίνα του Ρωμαίου ευγενούς και πάτρωνα του ποιητή Οβίδιου Βαλέριο Μασάλα....

Έρωτας τάχα- Μυρτιώτισσα

Έρωτας τάχα

Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.

Η «Καταδρομή» του Καραγάτση στην «Αλεξάνδρεια»

  Η «Καταδρομή» του Καραγάτση στην «Αλεξάνδρεια»
 
 Αποσπάσματα από την μοναδική ταινία του συγγραφέα σε εκδήλωση στον πολυχώρο
 
Στην οδό Σπάρτης 14, κοντά στην πλατεία Αμερικής, εδρεύει η «Αλεξάνδρεια», ένας νέος πολυχώρος για την τέχνη. Κτίριο με τη δική του, ξεχωριστή ιστορία. Εκεί πέρασε τα παιδικά χρόνια του ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης. Αργότερα, από το 1940 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο συγγραφέας επέστρεψε και έζησε στο ίδιο σπίτι, το οποίο χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου. Και εκεί, τέλος, ο Καραγάτσης γύρισε επίσης κάποιες σκηνές από την μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε στην ζωή του. Τίτλος της «Καταδρομή» σε σενάριο του ιδίου.

«Σπάρτης 14» είναι επίσης ο τίτλος του διηγήματος του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, το οποίο  διαδραματίζεται στο ίδιο ακριβώς κτίριο και στο οποίο «πρωταγωνιστούν» ο ίδιος ο Καραγάτσης και η δασκάλα της κόρης του. Με αφορμή το διήγημα «Σπάρτης 14», ο Κουμανταρέας την Δευτέρα 14 Ιανουαρίου θα μιλήσει στην «Αλεξάνδρεια» για τον μεγάλο «παραμυθά» της γενιάς του 30', μια εκδήλωση, αφιερωμένη στον Καραγάτση....

Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα - Τραγούδι του καβαλάρη


Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Άλογο μαύρο, ψεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου.
Αν και ξέρω τους δρόμους,
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Μεσ' απ' τον κάμπο, μεσ' απ' τον αέρα,
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ο θάνατος με κοιτάζει
απ' τους πύργους της Κόρδοβα.

Αχ, τι δρόμος μακρύς!
Αχ, γενναίο άλογό μου!
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα. Μακρινή και μόνη.









Μετάφραση: Μόσχος Λαγκουβάρδος

Πηγή: http://travelling-by-literature.blogspot.gr/

Το μοιρασμένο φλουρί - Παύλος Νιρβάνας


Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο. Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά! Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι. «Του φτωχού…» ονομάτισε. Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά. Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας. «Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου». Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε. «Ούτε του ζητιάνου είναι» είπε ο πατέρας μου «ούτε του Πέτρου». Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου.» «Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου. «Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς. « Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες –το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα- και τις ακούμπησε στο τραπέζι: «Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου». Και μου την έδωκε. «Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;» Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ. «Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου...» είπα. Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «Ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε: «Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί». Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτασε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο. «Πάρε, παππού…» του είπα. Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ’φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δε μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα. «Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει: «Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουν στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι». Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε: «Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ’χεις». Μου ’δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα. Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.








Πηγή

Μέσα από τον καθρέπτη - Σόφη Λύσσαρη


Κοίταξες το είδωλό σου στον καθρέπτη
κι είδες όνειρα θολά, λάθη πικρά, βουβές αλήθειες
έκλεισες τα μάτια για να χαθούν όλα μονομιάς
μα μόλις τ’ άνοιξες ήταν όλα εκεί χωρίς ν’ αλλάξει κάτι.
Το είδωλό σου ακλόνητο
κι εσύ δάκρυσες γι’ αυτά που έχεις ζήσει
μα σιωπηλός ο καθρέπτης σου μίλησε βαθιά στην ψυχή
γι’ αυτά που δεν έζησες κι αυτά που δεν έχεις τολμήσει.
Κι έδωσες γροθιά κι έσπασες τον καθρέπτη
μα το γυαλί του έσπασε, όχι εσύ
οι αλήθειες σου, τα όνειρα, τα λάθη σου ήταν παρόντα
να σου θυμίσουν ότι πρέπει ν’ αλλάξεις
γιατί η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
Μα εσύ τί έκανες γι αυτό;







Πηγή: 
http://www.sophielyssari.blogspot.gr/

Ξεκινώντας τη μέρα με Άρθουρ Σοπενχάουερ...

Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.

Χαρούμενη Κυριακή!


Θεαματικό «ροζ» τοπίο στην Κίνα!

Μπορεί η Κίνα να αποτελεί μία από τις πλέον πολυπληθείς χώρες του κόσμου, με πανύψηλα κτήρια και πολυώροφους ουρανοξύστες, όμως τα τοπία που υπάρχουν στην επαρχία της χώρας μοιάζουν να ξεπηδούν από παιδικά παραμύθια!
perierga.gr - Θεαματικό "ροζ" τοπίο στην Κίνα!
Πανέμορφη φύση με καταπράσινα βουνά και δέντρα σε πλήρη άνθηση θυμίζουν μυθικές τοποθεσίες από τη χώρα των θαυμάτων υπερτονίζοντας την άλλη πλευρά της Κίνας, αυτήν που δύσκολα συναντάς στις πόλεις της Δύσης.