Δὲ γυρεύω ξένο, δὲ ρωτάω κρυφό,
δὲ γυρεύω χάρη.
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
Καὶ δὲν ἦταν οὔτε ξωτικιὰ
καὶ δὲν ἦταν χέρια
κι ἦταν ἕνα βράδυ πού ῾παιζαν θολὰ
στὸ γιαλὸ τ᾿ ἀστέρια.
Κι ἦρθε ἕνας ἀγέρας κι ἦρθ᾿ ἕνας βοριὰς
κι ἦρθ᾿ ἕνα σκοτάδι,
-ὢ ἀδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρὸ
ποὺ θρηνοῦμ᾿ ὁμάδι.
Μὲς στὸ κῦμα ἀνοίγει δρόμο μυστικὸ
δείχνει τὸ φεγγάρι...
Κάτι μοῦ ῾χουν πάρει μὲς ἀπ᾿ τὴ ψυχή,
κάτι μοῦ ῾χουν πάρει.
Πηγή
...Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω , μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ ’αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Οδυσσέας Ελύτης