Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Απόσπασμα από την "Απόδραση"- Χρήστος Τσαντής


Η ατμόσφαιρα γύρω έμοιαζε, κι ήταν πραγματικά γιορτινή. Αυτό επέβαλε το ημερολόγιο. Η πόλη στολισμένη με φώτα και πολύχρωμες επιγραφές ετοιμαζόταν να υποδεχτεί την καινούργια χρονιά. Πάντα ο νέος χρόνος τρέφει ελπίδες για κάτι καλύτερο, λες και βγάζουμε κοροϊδευτικά τη γλώσσα στην πραγματικότητα, λες κι είναι στο αίμα μας η αισιοδοξία, αναπόσπαστο στοιχείο του γενετικού μας κώδικα.
Περπατούσα στο δρόμο, ανάμεσα σε πολύ κόσμο, μόνη. Που και που, με σκούνταγε κανένας βιαστικός διαβάτης κι άλλοτε πάλι έπεφτα σε ένα ατέλειωτο μποτιλιάρισμα από παρέες και δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Έπρεπε αναγκαστικά να τους περιμένω, ν’ αποφασίσουν που θα πάνε, για πού θα τραβήξουν. Κι αν πέφτανε πολλές ιδέες για συζήτηση… καλό ξημέρωμα!
Μέχρι τότε βυθιζόμουν στις δικές μου σκέψεις. Έμπαινε σε κίνηση εκείνος ο γνωστός σιγαστήρας, αποκλείοντας κάθε ήχο που δεν είναι συμβατός με τους λογισμούς της συγκεκριμένης ώρας. Πλέον έκλεινα τ’ αυτιά μου στις τυποποιημένες Αμερικάνικες μουσικές που ακούγονταν απ’ τα μεγάφωνα στο δρόμο-τα ίδια πάντα, την ίδια εποχή-έμπαινα νοερά στην διπλανή βιτρίνα, πόζαρα κι εγώ πλάι στα ρούχα και τα μοντέρνα εσώρουχα, χάζευα τους θεατές μου που παρατηρούσαν με κομμένη την ανάσα κι έπειτα έβγαινα κι έπαιρνα ξανά τη γνωστή μου θέση δίνοντας τέλος στις ονειρώξεις και τις περιπλανήσεις μου...

 
Τα τελευταία χρόνια είχα πάρει διαζύγιο απ’ τον παλιό μου εαυτό. Τον είχα κατατροπώσει! Εκείνη την ανυπόμονη, βιαστική φιγούρα, σαν κάποια φρεσκότατη, αναπαλαιωμένη γεροντοκόρη που στέκεται στην ουρά σε μια τράπεζα ας πούμε, κι αποφασίζει πως για όλα τα στραβά στη ζωή της, φταίνε όσοι προπορεύονται, ή οι υπάλληλοι και γενικώς όποιος βρεθεί μπροστά της εκείνη τη στιγμή.
Όχι, πλέον είχα μάθει να περιμένω, να υπομένω, να επιμένω, καμιά φορά να αναμένω κάτι καλύτερο, να καρτερώ το αύριο, χωρίς πλέον να μένω βαριεστημένος θεατής σ’ ένα σήριαλ που προβάλλεται για δέκατη φορά σε επανάληψη. Μ’ αρέσει να βλέπω χαρούμενο τον κόσμο κι ας είμαι λυπημένη. Δεν κρατάω κακίες εύκολα και χαίρομαι με τη χαρά του διπλανού μου. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που ζηλεύουν. Ε, καλά όσο να ‘ ναι το έχω κι εγώ το μικρόβιο, απλά που και που μ’ αρέσει να παριστάνω την υπεράνω!
Βγήκα να περπατήσω για να δω κόσμο. Δεν ξέρω… αλλά πολλές φορές προτιμώ να κατέβω με τα πόδια στο κέντρο, με μια κρυφή ελπίδα να συναντήσω κάποιον γνωστό. Τι ειρωνεία! Από τότε που άφησα την πρωτεύουσα και πλέον μπορούσα να περπατήσω στη πόλη, δεν υπήρχε περίπτωση, παρά μόνο σε εξαιρετική σύμπτωση, να συναντήσω κάποια γνώριμη σιλουέτα. Στην Αθήνα βλέπεις που είχα ζήσει για χρόνια κι είχα φίλους, «φίλους» και γνωστούς, δεν μπορούσα ποτέ να περπατήσω. Είναι τότε που αν με γνώριζες θα καταλάβαινες πως με πιάσανε πάλι τα παράπονα κι οι στεναχώριες. Θα επικοινωνούσες με τη μελαγχολία μου και πιθανών να έδιωχνες μακριά τα σύννεφα. Όμως για να γίνονταν πράξη όλα αυτά, θα ήταν αναγκαία μια πολύ βασική προϋπόθεση… να με γνώριζες! Τότε θα μπορούσες να καταλάβεις και τα «παραμύθια» που γράφω, γιατί γεννηθήκαν μέσα στη ζωή κι ίσως αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που τα αγαπάω και τους δίνω μια κάποια αξία, κατά τι παραπάνω από αυτή που πραγματικά έχουν.
Συνήθως λοιπόν αφήνω τ’ αμάξι, μήπως και πετύχω κανέναν που να με γνωρίζει. Μα, θα μου πεις, οι γνωστοί σου σε ξέρουν; Δεν θέλω ν’ απαντήσω, και για να ‘μαι ειλικρινής, αποφεύγω τέτοιου είδους συζητήσεις, ακόμα και με τον εαυτό μου. Προτιμώ να μην αγγίζω ό,τι πονάει γύρω μου. Παίρνω το ρίσκο και ξέρω καλά τον κίνδυνο. Να συνεχίσω να τυραννιέμαι, με τα ίδια ερωτηματικά, τις ίδιες ενοχές, με τα ίδια-φαινομενικά-άλυτα μυστήρια. Όταν δεν καθαρίζεις τις πληγές σου, πιάνουν πύον και κακοφορμίζουν! Όσο κάνεις πως δεν βλέπεις τα τραύματά σου, αυτά παραμένουν ανοιχτά, ματώνουν εύκολα ξανά και σε πονάνε.
Δυο μελαχρινές πανέμορφες κοπέλες μ’ ένα επιβλητικό κούνημα, σαν μαούνες που θαλασσοδέρνονταν, πέρασαν αργά μπροστά μου και με συνέφεραν κάπως απότομα. Μια γιαγιά περίμενε υπομονετικά στο απέναντι φανάρι να πάρει το πράσινο φως, τρεις τέσσερις πιτσιρικάδες, που μάλλον πρέπει να ήταν παρέα, τσακίζανε κάτι πίτες στο ψητοπωλείο «ο Μπάμπης», μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα, με είδη παντός τύπου, ένας μαύρος με σι-ντι έκλεισε πονηρά το μάτι στις «μαούνες» κι αυτές-προφανώς θιγμένες-του φωνάξανε… «άντε ρε αράπη!», σκουπίδια πεταμένα στο πεζοδρόμιο, μια χαρούμενη παράσταση σαν τα θέατρα δρόμου που γυρίζουν στο κέντρο στα καρναβάλια. 
Χαζεύω τον κόσμο. Τον βλέπω να περνά μπροστά μου και προσπαθώ να κλέψω λίγο απ’ τη χαρά του. Ένας κόσμος που περιμένει, πίσω από ερμητικά κλειστά παραθυρόφυλλα, να ξημερώσει. Κολλημένος στο κουτί με τα θλιβερά εορταστικά προγράμματα, συγκεντρωμένος σε παρέες από συνήθεια κάτι τέτοιες μέρες, αφοσιωμένος στο έθιμο της τράπουλας, γιορτάζει εθιμοτυπικά μια ακόμα χρονιά αβίωτη, μια ακόμα χρονιά που θα καρτερεί την επομένη και την μεθεπόμενη για να δει και να ζήσει κάτι καλύτερο. 
«Εις αύριον τα σπουδαία ή πως μαθαίνουμε να μεταθέτουμε τη ζωή για επόμενες δεκαετίες», θα μπορούσε να τιτλοφορείται κάθε πρωτοχρονιά...



"ΑΠΟΔΡΑΣΗ"
Μυθιστόρημα Χρήστος Τσαντής Οκτώβρης 2008...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.