Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

"το τριαντάφυλλο" -ένα ποιήμα του Θεοχάρη Παπαδόπουλου!








Είδε το άλικο τριαντάφυλλο,
στη μέση του κήπου ανθισμένο,
τόσο τον θάμπωσε η ομορφιά του
που χαϊδεύοντάς το
τσιμπήθηκε.
Τ' αγκάθια χώθηκαν στο δέρμα του.
Πέρασαν χρόνια.
Το τριαντάφυλλο το ξέχασε.
Τ' αγκάθια ακόμα τριβελίζουν το μυαλό του.
Έξυπνος πια και προνοητικός,
φοράει γάντια όταν θέλει να χαϊδέψει.




πηγή- από την ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου Ερείπια, εκδόσεις ΡΕΩ ,Αθήνα 2010
το παρόν ποίημα βρίσκεται στη σελίδα 13 του βιβλίου

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

"Πίσω απ’ όλα, κρύβω εσένα…"(Το γράμμα Μ), Σωκράτους Δαιμόνιο (Δημήτρης Μούχας)







Αρκετές είναι οι φορές, που άλλο έχεις στο μυαλό να γράψεις και άλλο καταλήγει… Το ασυνάρτητο Είναι το Αληθινό…
Υ.Γ: Κάποια θα δεις φορά…
Πίσω απ’ όλα, κρύβω εσένα…(Το γράμμα Μ)
  
 
 
Κάθε ένα ποίημα
συμμετέχει ολόκληρη η Ψυχή…
κάθε ένα ποίημα
πρόωρα μου γερνάει τη Ζωή ‘
μου διαφεντεύει τις λύσεις,
τα μελλούμενα μου προοιωνίζει
 
Κάθε ένα ποίημα
μου βγαίνει με δάκρυ ‘
για κάθε τι ανύπαρκτο
τάχαμου, τάχαμου επιστητό…
Κάθε ένα ποίημα, πριν γραφτεί
έχω πεθάνει… στην κορυφή
ενός Βουνού έχω ανέβει
και μία ρίγη σαν πυρετού
διαποτίζει των αρτηριών μου
τη χοάνη…
 
Κάθε ένα ποίημα
σέρνει μια Ιστορία
του μυαλού εκφράζει
την βιογραφία…
Κάθε ένα ποίημα
ταξιδεύω στον αγέρωχο Άδη,
σε μέρη μακρινά, εσωτερικά…
Κάθε ένα ποίημα
το Όνειρο καταλήγει σ’ εσένα…

 Μ’ ακούς….;

 
 

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

"ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ",ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΙΚΟΛΟΥΖΟΥ


 

Και όταν ο χρόνος
ξεκρεμάσει το παλτό του,
εσύ κρεμάς στον τοίχο
Την ΖΩΝΤΑΝΙΑ.
Καλά βιδωμένη
Θα περιμένει
Για μια ΑΝΟΙΞΗ.
 
Και όταν η γη δακρύσει,
εσύ πλένεις
 τα ΧΑΜΟΓΕΛΑ.
Στο χέρι.
Κάθε δάχτυλο στη παλάμη
να σβήνει τους λεκέδες
της χαράς.
 
Και  όταν ο αέρας ξεβάψει
Όταν τα πρόσωπα
ντυθούν 
ΑΓΑΛΜΑΤΑ
ένα τόξο θα τεντωθεί
κι ένα βέλος
στην ΚΑΡΔΙΑ σου
θα ψιθυρίζει
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΑΠΟ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ VASKO POPA

 
 
 
 
 
 
"Μπορείς να με γραπώσεις από της λήθης το τσουλούφι, να μ' αγκαλιάσεις στο αδειανό πουκάμισο τη νύχτα μου, να μου φιλήσεις την ηχώ... Μα εσύ από έρωτα τίποτα."
 
Vasko Popa

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

"Νεραιδικό" – Αγαπάκης Σωτήρης



Στο καφενείο καθόμουνα, ώρες και τον κοιτούσα
Ούτε απαντούσε τίποτα, ούτε κι εγώ ρωτούσα
Τον κοίταζα, με κοίταζε ένιωθα τον καημό του
Κι ας ήχο πια δεν έβγαζε το στόμα το δικό του

Όλοι τον είχαν για τρελό ,κανείς δεν του μιλούσε
Κι εκείνος στα άδεια βλέμματα του κόσμου απορούσε
Μα εδώ την ιστορία του, έμαθα και θα γράψω
Κι όντε την γράψω υπόσχομαι ,να γράφω πια να πάψω

Ήτανε νιός και πήγαινε μια μέρα στο χωράφι
Που να ΄ξερε ο δύστυχος πως θα γεμίσει πάθη
Έθερισε κι εστοίβαξε κι έτσι όλη την ημέρα
Μέχρι που νύχτα πλάκωσε στον κόσμο πέρα ως πέρα

Και σκέφτηκε τέτοια βραδιά ,γαλήνια και σπουδαία
Με τα αστέρια να τα πει, να κάνουνε παρέα
Κι επήγε ως την του χωριού λίμνη την φημισμένη
Που ήτανε από τις έγνοιες τε
λείως ξεκομμένη


Χάζευε μια τον ουρανό, δύο την λίμνη ,μια
Τη γη που καθρεφτίζονταν μες τα νερά τα κρύα
Κι ενώ είχε πια παραδοθεί στης φύσεως τα κάλλη
Από τα βάθη των νερών νεράιδα ξεπροβάλλει

Είμαι η κυρά των ουρανών που στα νερά κοιτάζεις
Αρχόντισσα των χαλικιών που διώχνεις και χλευάζεις
Των αστεριών η προτροπή, του ήλιου ο μαγνήτης
Ο εφιάλτης της στεριάς και τ’ όνειρο της κοίτης

Μια τέτοια νύχτα σαν κι αυτή, τι θέλεις εδώ ξένε;
Φίλοι ,εχθροί και άγνωστοι ειν μακριά καημένε
Εγώ διαλέγω τα νερά της λίμνης ποιος κοιτάζει
Και ποιος κοιτάζει μια φορά κι ύστερα σκοτεινιάζει

Πατούσε επάνω στα νερά, και τα μακριά μαλλιά της
Τα αγγίζανε και έσπρωχναν κύματα στην μιλιά της
Τα μάτια της του ουρανού της πιο καθάριας μέρας
Είχαν το χρώμα κι έβγαινε από τα χείλη αγέρας

Είμαι άνθρωπος θνητός κι απλός κι έκαμα την δουλειά μου
Μα καθυστέρησα πολύ και θέλησα κερά μου
Το βράδυ να περάσω εδώ ως το πρωί που πάλι
Της γης το χώμα το ιερό θα βλέπει το κεφάλι

Συγχώρα με ,ασέβεια δεν ήξερα πως ήταν
Όσοι ιστορίες λέγανε ,τέτοια ποτέ δεν είπαν
Αλλιώς θα το ξερα κι εγώ ο μυριοπονεμένος
Της μυρωδιάς σου της χρυσής, χρυσοεπικαλυμένος


Δεν έφυγα από το χωριό ποτέ σ όλη τη ζήση
Και τέτοια αρχόντισσα ομορφιά δεν έχω συναντήσει
Αν θέλεις χάρισε μου το αφέντρα τ όνομα σου
Κι εγώ θα κάνω όποια θες κρυμμένη πεθυμιά σου

Το όνομα μου αν στο λεγα ,θα το λεγες στς΄ ανθρώπους
Και θα φταναν στην λίμνη μου μύριοι από μύριους τόπους
Θα έχανα την γαλήνη μου και θα χα κάθε βράδυ
Τόσους να με παρακαλούν για ένα και μόνο χάδι

"Λίγο πριν κοιμηθεί ένας καλός άνθρωπος", Δημήτριος Γκόγκας

-----------------------------------------------------

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

ΜΙΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ-ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Γιάννης Κασσιός, Αθώος

Έχω σηκώσει το χέρι μου στον ουρανό,
ζωγραφίσα οξείες και περισπωμένες στον αέρα
και, μαγεμένος απ' την ίδια μου τη αίγλη,
πίστεψα μες στην παντογνωσία μου
ότι είμαι αρκετά πτωχός τω πνεύματι,
μακάριος για να βυθίζω το κορμί μου
στην αυταπάτη τη γλυκιά του ενάρετου,
στη ζαχαρένια γεύση της αυτοδικαίωσης.

Εγώ αθώος.

Έχω χτυπήσει τη γροθιά μου στο τραπέζι.
Φώναξα μέσα απ' το στομάχι μου την αγανάκτηση
για τον εγωισμό των ανθρώπων
και για τον φθόνο τους που με τρυπάει από παντού.
Να σας θυμίσω, ρε ρεμάλια.

Εγώ!  Αθώος!

Εγώ που έφυγα από τη Φυλακή μου
και βρήκα την ελευθερία κάπως άβολη,
στα γρήγορα μιαν άλλη Φυλακή ζωγράφισα τριγύρω μου.
Και κάθε μέρα που ξυπνώ,
βάζω τα κύτταρά μου να πιστεύουν,
με όλη τους τη δύναμη,
ότι τα νοερά της κάγκελα είναι φτιαγμένα από ατσάλι.
Τι βολικά που δε μπορώ να βγω απ' το κελί για να φονεύσω!

Εγώ;  Αθώος...

Μια μέρα η Γη-Γυναίκα άνοιξε τα πόδια της
όχι να πάρει ηδονή, μα να προσφέρει ωδύνη
τα μάτια μας πλημμύρισαν Φως
στα χέρια τους οι άνθρωποι κρατήσανε για ένα δευτερόλεπτο το Άπειρο
τα στόματα ανοίξανε και πήρανε το σχήμα της Κραυγής

Κραυγή μες την Κραυγή κι Αυτός
Φως εκ Φωτός
Άπειρος σε όλα

Και ξαφνικά ήμουν ένοχος
και κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μικρό Αθώο που έκλαιγε και έτρεμε

"Η λύπη που πέφτει ", Λουκάς Λιάκος









Που καταλήγει αυτή η λύπη που πέφτει από τα χεράκια σου
μέρες συνθλίβεται χτυπά, συλλέγει τα μέλη της
επιστρέφει και ζει απέραντη
υποταγμένη.

Αν εμείς το δέρμα που στάζει, αν εμείς τα πουλιά που διψούν
στις αποθήκες εύκολα φωνάζουν τα μάτια, κάτω από τα κλαδιά
είναι ο πόθος, η γλυκήτητα είναι χορτάρι χρυσό, οι επιθυμίες τρέχουν
λερώνουν κόκκινα, πεθαίνουν στα θολά μας βογγητά τα νυφικά η άμμος
στα πόδια σου είναι, έργο ανθρώπινο, άνθρωποι που ήσυχα μαζεύτηκαν
ένα ποτάμι μέσα στα ποτάμια, ένα όμορφο βράδυ μέσα στα όμορφα βράδια
σκέφτομαι πως είναι πάντα μια σφαίρα μέσα στο κεφάλι μου
ή κάποιος που με κοιτάζει σαν αυτοκρατορία, σα κορυφή.

Που καταλήγει αυτή η λύπη τώρα που το φθινόπωρο έρχεται βαθιά γκρίζο
ζεστό και κάθε νύχτα κρύο στα χείλη και στην αναμονή ευτυχές
για τη λύπη που πέφτει από τα χεράκια σου, φορτωμένο με βραχιόλια
με πέργκολες, ντυμένο με χαμόγελα που κωπηλατούν αποτρόπαια
πρόθυμα κοιτάζει στα παράθυρα, κοιτάζει τη βροχή και τις φλόγες
έλεος σου λέει μη στέκεσαι μιας και το χώμα σου είναι βαρύ μα με ποιότητα
κλαις και τι σημαίνει να κλαις, είσαι περίπτωση ή μια χρυσόσκονη
με χείλια, με μακιγιάζ πιστή και πρώην, πες για τη λύπη.

«Ξεδιπλώνεται, κυματίζει μα είναι μάταιη και ξαφρισμένη, ηλιόλουστα οι ελπίδες φθίνουν
και η λύπη πέφτει λουλουδένια μούχλα μες από τα χεράκια μου. Εκεί
βρίσκονται η ματιά με το φως και το λέμε σημείο, εκεί καταλήγει. Κι όμως
από τα σύννεφα στη στάχτη βρίσκονται το λιβάδι με το θηρίο, φρουρούν το φόβο μου
οι ανάσες τους είναι βήματα που με περιφρονούν, φθάνουν κάθονται κλαίνε
η ομορφιά, η αλήθεια  είναι μια ζύμη, μια λάσπη το κρύο σε όλα, σε όλα που λείπουν
οι γραμμές στα νέα όνειρα, ο βρόγχος της αδυσώπητης θάλασσας, μια κάστα αγίων
που γονατίζει σε όλα, σε όλα. Αχ μισητό τριαντάφυλλο, ποιος εμφανίζεται;
Τι έχω κάνει;»

Ένα λιμάνι που μας εξαπατά και πάλι χάνεται είναι η αγάπη που έχει πεθάνει.
Είναι η λύπη που πέφτει ανάστατα ήσυχη, άκουσε το δάσος και τον άγριο ίσκιο
τις φωλιές, είναι εκεί το όμορφο ελάττωμα η κραυγή, η θλιβερή διακόσμηση άκου
πόσες πόρτες χτυπά ο αέρας, πόσα νερά και φουσκάλες έχει ο Θεός που ισχυρίζεται
πως σου μιλά από την έρημη Εδέμ.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

''Το δέντρο", Δ.Π Παπαδίτσας















Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών

Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι

Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών

Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους

Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Χειμώνας - Μίλτος Σαχτούρης

Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές