Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Vicente Valero, Ποιήματα (μτφρ: Αθηνά-Στυλιανή Μίχου)


Φύλλα του δάσους
Ι
Ιεροί δεσμοί σαν ρίζες, δίχτυα αόρατα.
Η γραφή της άνοιξη χύνει το χρωματιστό μελάνι μια φορά ακόμη
στο σκοτεινό, πυρετώδες, στρώμα, του μοναχικού ζώου.
Ποτέ δεν το σώζει, αλλά του λεεί με τί ρούχα να φύγει.
ΙΙ
Λέξεις που έχουμε δει να βουλιάζουν, μόνες τους, νύχτες πολλές,
στα σκοτεινά νερά αυτού του ποταμού.
Κάποιο έλαφι που είδα έπινε τότες, καθάριζε τις αόρατες
πληγές του.
Μια καινούρια γλωσσα αναγεννιόταν στα σκοτεινά, τρεμάμενη σα νυχτόβιο
ζώο, καιόμενο ώς το πρωί.
ΙΙΙ
Νερό που πίνει το πουλί του Oκτωβρίου στην παλάμη του χεριού μου:
νερό που φωτίζει το μυστικό του δάσους...



ΙV
Μάτι του δάσους: κοίτα τα ίχνη μου. Είναι σαν τις
κεκαμένες ρίζες που ακόμη περιμένουν την πνοή της θάλασσας.
Ή σαν τις ρυτίδες στο σώμα ενός μοναχικού γέροντα που ακόμα
αγαπά τα τραγούδια του μεσημεριού.
Ή σαν τις μπλεβιασμένες φλέβες, πάντα παλλόμενες, στα κοκκινωπά
και απαλά μιλίγγια των ελαφιών.
Μάτι του δάσους: λυπήσου τες, προστάτεψε το δρόμο τους.

V
Η πιο βαθειά σκέψη ενός κυνηγού είναι ο πυροβολισμός του.
Με αυτόν διεισδύει πάντα, μόνος του, στη σιωπή των μακρινών
αποστάσεων, στην αλατισμένη υγρασία της ανατολής.
Με αυτόν διεισδύει στη σκοτεινή καρδιά των τρυγονιών.
VI
Μια δική μου σταγόνα ιδρώτα θα κάνει το δέντρο της δίψας
να μεγαλώσει. Ύπο τη σκια αυτού του δέντρου, ίσως, κάποια μέρα,
να ξεκουραστούν άλλοι πεζοπόροι.
Ίσως, ύπο τη σκια αυτού του δέντρου, κάποια μέρα οι λέξεις του
δάσους να ξανακουστούν, και κάποιο ελάφι που έιδα να
ξαναεμφανιστεί.
Μια δική μου σταγόνα ιδρώτα να μπορεί να είναι αυτό.


Hojas del bosque
I
Lazos sagrados como raíces, redes invisibles.
La escritura de la primavera vierte su tinta de color una vez más
sobre el lecho oscuro, enfebrecido, del animal solitario.
Nunca lo salva, pero le dice con qué ropa partir.
II
Palabras que hemos visto sumergirse, a solas, muchas noches,
en las aguas oscuras de este río.
Cierto ciervo que vi bebía entonces, lavaba sus heridas
invisibles.
Un nuevo idioma renacía a oscuras, temblaba como animal
nocturno, ardía hasta el amanecer.
III
Agua que bebe el pájaro de octubre en la palma de mi mano:
agua que alumbra el secreto del bosque.
IV
Ojo del bosque: mira mis huellas. Son como las raíces
requemadas que aún esperan el aliento del mar.
O como las arrugas en el cuerpo de un viejo solitario que todavía
ama las canciones del mediodía.
O como las venas azuladas, siempre palpitantes, en las sienes
rojizas y suaves de los ciervos.
Ojo del bosque: apiádate de ellas, protege su camino.
V
El pensamiento más profundo de un cazador es su disparo.
Con él penetra a solas, siempre, en el silencio de las largas
distancias, en la humedad salobre del amanecer.
Con él penetra en el corazón oscuro de las tórtolas.
VI
Una gota mía de sudor en el bosque hará crecer el árbol de la
sed. Bajo la sombra de este árbol, algún día, tal vez, descansen
otros caminantes.
Tal vez, bajo la sombra de este árbol, algún día, las palabras del
bosque vuelvan a ser escuchadas, cierto ciervo que vi vuelva a
ser visto.
Que una gota mía de sudor pueda ser esto.

Το είδαμε στο Ποιείν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.