Ο μπαρμπα-Μυτούσης αγαπά πολύ τα δυο του ανεψούδια: τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Πρέπει όμως να ’χει μεγάλη υπομονή και με τους δυο. Η Σουβλίτσα είναι άτακτη, ακατάστατη και σκανταλιάρα – ένα μικρό ζιζάνιο.
Ο Κλούβιος είναι λίγο τεμπέλης. Του αρέσει να ξαπλώνεται στα μαξιλάρια και στους καναπέδες, όπως τα γατάκια. Είναι και λίγο φοβιτσιάρης. Μπουμ! να του κάνει η Σουβλίτσα, ξαφνιάζεται. Φοβάται τα σκοτάδι, τα ποντίκια, τις βροντές.
Η Σουβλίτσα δεν φοβάται τίποτα. Κι έτσι μπορεί να τον πειράζει με όλα αυτά. Όταν είναι οι δυο τους στο σπίτι, ο μπαρμπα-Μυτούσης στήνει πάντοτε αυτί. Μόλις καθίσει και φορέσει τα γυαλιά του για να διαβάσει την εφημερίδα, κάτι θα γίνει, ένας κρότος, κάποια φασαρία. Πρέπει να σηκωθεί και να τρέξει να δει τι συμβαίνει… Νά! όπως τώρα. Τι θόρυβος είν’ αυτός; Από ποια μεριά έρχεται; Από την κουζίνα; Ίσως να ’ναι η γάτα… Όχι! Τώρα νιαούριζε στην αυλή. Ο μπαρμπα-Μυτούσης είναι ανήσυχος. Περίεργο! Θα ’λεγε κανείς πως έπεσε το μισό σπίτι… Η πόρτα της κουζίνας κλειστή. Προσπάθησε να την ανοίξει.
– Σουβλίτσα… φωνάζει. Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα της κουζίνας.
– Μπαρμπούλη μου, δεν είναι κλειδωμένη. Στάσου… έπεσε το σκαμνί στην πόρτα, γι’ αυτό δεν ανοίγει. Μπλέχτηκα πάλι.
Μα πώς να μην μπλεχτεί. Τίποτε όρθιο δεν είχε μείνει στην κουζίνα.
Ο μπαρμπα-Μυτούσης μισάνοιξε την πόρτα και κοίταζε.
Η Σουβλίτσα έτριβε μια το γόνατό της και μια τον αγκώνα της.