Pages

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Άνθρωποι - χωριά - Αγαθή Αγγελάκη

Υπάρχουν άνθρωποι χαμένοι σε διαμερίσματα
σε μεγαλουπόλεις , σε αχανείς λεωφόρους.
Υπάρχουν κι άλλοι που γίνονται ιδέες 
γίνονται πίνακες ζωγραφικής , γίνονται χωριά!
Χωριά που σκαρφαλώνουν σε ψηλά βουνά
σαν κάποιος να τα πήρε αγκαλιά, να τα ανέβασε ψηλά.
Χωριά που το επίσημο όνομά τους συγκινεί μόνο το GPS
και το αληθινό τους αυτούς που τα αγάπησαν...
Χωριά που σε καλοσωρίζουν πρώτοι
αυτοί που ''έφυγαν''.
Μπαίνοντας στο χωριό
βλέπεις τον ''Στάλιν" να ανεβαίνει
κρατώντας το τσιγάρο στο χέρι του.
Πιο πάνω η ''Μαντζίκω"
σε κοιτά χαμογελαστή πίσω από την καγκελόπορτα
κουνώντας σου το χέρι.
Συνεχίζεις...
Το παλιό καφενείο του Χαλμούκη 
σε περιμένει γεμάτο κόσμο.
Το ίδιο και του κυρ-Νίκου.
Πρώτη διακρίνεις την ''Χαλμούκω"
με την σπιρτόζικη γλώσσα
παρέα με την ''Χασκαροκώσταινα και την ''Πλαρνοκώσταινα''
με την ''Σαμαντονίκαινα '' και την ''Κουρλαλέξαινα''
με την ''Τσαρχαντώνενα'' και την ''Κουρλαλάκενα''
με την ''Στριμπιρογιαννούλα'' και την ''Μαυρέλω''
με την '' Μπουρμπούλω '' και την ''Χασκροκώσταινα''
με την ''Χαρλαμποκώσταινα '' και την ''Γιανκοκώσταινα''
με την '''Τζουροβασίλνα'' και την ''Ντούτσαινα''
με την ''Καλτσανού'' και την ''Σαμαντογιώργαινα''...
Καθισμένες στο πεζούλι 
παρατεταγμένες με τα μαύρα τους μαντήλια
κρύβουν όσες πίσω τους κάθονται.
Αυτές οι γυναίκες , οι μανάδες 
που τίποτα ποτέ δεν είχαν δικό τους 
ούτε καν το όνομά τους...
Δούλες και κυρές αιώνιες 
των αφεντάδων των αντρών τους...
Ανέστησαν παιδιά 
που γράφουν σήμερα δικιά τους ιστορία
κρατώντας πινέλα ζωγραφικής και στυλό πολυτελείας 
στα απαίδευτα χέρια τους.
Δεν την γράφουν σκαλίζοντας την στάχτη στη φωτιά
ούτε πάνω σε πέτρινες πλάκες.
Αυτές τις γυναίκες βλέπεις
τους αφανείς ήρωες
που δεν τους αποδόθηκε ποτέ καμία τιμή
δεν εκφωνήθηκε κανένας λόγος
για την επίτευξη του ακατόρθωτου στόχου τους.
Τις ακούς στα πεζούλια 
πότε παραπονεμένα , πότε νοσταλγικά
να διηγούνται τις ζωές τους σαν παραμύθια να ΄ναι...
Ακούς πως κουβαλούσαν τα παιδιά τους σε αυτοσχέδια μάρσιπο
που σαρμανίτσες αποκαλούσαν
πως περπατούσαν 20 και 40 χιλιόμετρα για να ανταλλάξουν αυγά με αλεύρι
πως μαγείρευαν και έψηναν ανάβοντας φωτιά στο φούρνο,
πως καλλιεργούσαν κήπους και χωράφια
πως τίποτα έτοιμο δεν αγόραζαν.
Ακούς πως κουβαλούσαν ξύλα στην πλάτη
και τα παιδιά τους στην αγκαλιά,
έπλεναν με ''αλυσίβα '' τα ρούχα στο ποτάμι
δούλευαν από την Ανατολή μέχρι αργά την νύχτα
ταγμένα ρομπότ σε διατεταγμένη αιώνια υπηρεσία για την επιβίωση.
Έκαναν το δέρμα των γουρουνιών παπούτσια
έκαναν την καρδιά τους πέτρα για να αντέχει την σωματική και λεκτική κακοποίηση
έχοντας με αρχέγονο φερμουάρ 
--φερμένο ποιος ξέρει από που--
κλειστό το στόμα τους.
Χλευάζονταν οι χήρες
μαζί και τα ορφανά τους
τσουνάμι αφανέρωτο ο λυγμός τους
αφού ποτέ δεν φάνηκε.
Έδεναν τις δεκαρούλες τους 
σε κόμπους στα μαντήλια , 
έδεναν τα όνειρά τους
σε κόμπο με τις κοτσίδες τους 
μη τύχει και μιλήσουν...
Αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους 
αμούστακα αγόρια και άγουρα κορίτσια
που φευγαν για να ζήσουν
αντί για εισητήρια τους έδιναν τις προσευχές τους
τα τάματα και τις ευχές τους...
Γεμάτα τα πεζούλια από τις γιαγιάδες 
που θαρρείς πως έτσι γεννηθήκαν
γεμάτα τα καφενεία από τους παππούδες
που τα ονόματά τους ήδη ξέρουμε ...
Κάθονται όλοι μαζί
και έρχονται άλλοι τόσοι
ο ''Γιαννάρας '' και ο ''Καπρής''
ο ''Μπαρμπαγιάννης'' με την φωτογραφική μηχανή
κι ο ''Μουστάκας'' ο γραμματικός
ο ''Φρουσνογιώργος'' ο αγροφύλακας
ο ''Παπαγιάννης '' και ο ''Σοφός''
ο ''Χατζής'' κι ο ''Πλαρνός''
ο ''Κεφάλας '' κι ο ''Τζουλοδήμος''.
Πίνοντας το καφεδάκι τους 
ή το κρύο ουζάκι τους
χαμένοι σε μια παρτίδα δηλωτής,
σε μια συζήτηση πολιτικής
ή κοινωνικής κριτικής,
φέρνουν την μυρωδιά μιας άλλης εποχής.
Μιας εποχής σκληρής 
που δεν άφηνε ποτέ χώρο για συναισθηματισμούς 
ή εγωισμούς.
Μιας εποχής που δεμένους τους είχε 
σαν τα ζωα στο αλέτρι
για να δουλεύουν χωρίς σταματημό.
Χωρίς ζεστά παπλώματα
να τους σκεπάζουν το βράδυ,
χωρίς air-condition να τους δροσίζουν το καλοκαίρι
χωρίς την πολυτέλεια ενός ζεστού μπάνιου
χωρίς μια μάνα να κλαφτούν ή να χαιδευτούν...
Κι είναι όλοι αυτοί οι άντρες 
κι είναι όλες αυτές οι γυναίκες
φευγάτοι από καιρό
στο ταξίδι χωρίς γυρισμό
μα... είναι πάντα εδώ!
Γι αυτό το χωριό δεν έχει μόνο ''επίσημο'' όνομα 
μα έχει κι αληθινό...
Γιατί απ όπου περνάς
κάποιος ξεπροβάλλει για να σου πει μια ιστορία...
Σήμερα το χωριό μου το λένε ''Χριστίνα''.
Με είδε η γιαγιά μου φτάνοντας 
μου φώναξε όπως παλιά απ΄το παραθύρι...
''Γιατί δεν έβαλες ένα φορεματάκι 
γιατί δεν έπιασες τα μαλλιά σου να σε δει ο ήλιος;''.
Και μετά ονομάστηκε ''Αλέξης''
γιατί φάνηκε ο παππούς μου στην στροφή με το γαιδουράκι φορτωμένο
φωνάζοντας πως έχει ντομάτα και ψωμί ζυμωτό και τυρί
για να φάμε!
Και μετά ονομάστηκε ''Αγαθή''
γιατί η γιαγιά μου από το παγκάκι του σχολείου
με ρώτησε ''Ήρθες κουσούλι μ΄;''
Και μετά ακούστηκε το G P S .
Φτάσατε στο Αχλαδόκαστρο !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.