Με
του αετού τα μάτια
εκεί
που η γη πλαγιές ξεχώριζε
με
βαθυλάγκαδα χαρακωμένα
απ'του
Νοέμβρη την ομιχλώδη την ψυχή
τράβαγε
τη παιδεμένη από τα χρόνια ανηφοριά
το
τελευταίο παιδί του ήλιου.
Κόσμου
άλλου τόπος γίνονταν του όρθρου το
βουνό
σαν
παραμύθι
μες
τη φαντασία τυλιγμένο
του
σκοτεινού του λιμανιού καράβια γίνονταν
αχαμνοέλατα
κεδρά και δέντρα
στη
θάλασσα των άστρων αραγμένα
τ'
άδέσποτα κλωνάρια
έπαιρναν
σχήματα υπερκόσμια της σιωπής
ντυμένα
όλα
το
ακαθόριστο μυστήριο
στις
νύχτας τις θροές
Σε
μονοπάτια πολυπάτητα
μόνο
αυτός περνούσε τώρα
είχαν
τελειώσει οι καιροί τους κύκλους των
γενεών
που
άγνωστη Βουλή είχε ορίσει
γαλατοπότες
τυροφάγοι τραγοψήστες
γαλαθηνών
τα τρυφερά οι πρώτοι
γιοί
της βροντής του κεραυνού
και
μύστες των νεφέλιων θεών
κοντά
στου αετού το σπίτι.
Μα
πάνε αυτοί διαβήκαν
Μόνος
αυτός περνούσε τώρα
τελευταίος
με
τους παλιούς
που
ηχούσαν μέσα του τους τρόπους
που
ίσκιωναν κάθε σκέψη πρωινή
σαν
διάβαινε απ'τις πέτρινες καλύβες
ερείπια
πια
στου
χρόνου
και
του ανθρώπου το στητό
παντοτεινά
χαμένο
το
παιχνίδι
Και
μια αλόχρονη αντάμωση στη φαντασία
προσδοκούσε
με
κείνη την παλιά του κόσμου ομορφιά του
στις
τίμιες τις αληθινές
απ'
το θεό για τους ανθρώπους κείνες μέρες
τέτοιες
ήταν οι σκέψεις που κανε
μα
προσπερνούσε
μ'ένα
ανάθεμα κρυμμένο μέσα του
για
όποιον αλαζόνα άπληστο άνθρωπο
τη
γενεά του πρόδωσε και στις αβύσσους
αποδήμησε
σαν
ετερόμορφος Ιούδας
για
λίγα αργύρια
που
φωτισμένη μια σκλαβιά του τα προσφέρει
χωρίς
ποτέ να καταλάβει
ότι
την ευτυχία τη λεν απλότητα και φύση.
Κι
ανέβαινε και προχωρούσε
μέσα
στον ιδιόκρυπτο και φανερό ρυθμό του
κάθε
κορμός μία γινόταν μεταμορφωμένη εικόνα
κάθε
θαμνό μια οντολογία
απ'
του παραμυθιού βγαλμένη την κασέλα
και
κάθε θόρυβος του λόγγου κώδικας της
νύχτας.