Γκρίζα τραχιά κι απρόσιτα τα Αστερούσια όρη
χαράκια ανεμόδαρτα, τραχιά, ξεγυμνωμένα
ομπρός μου ξεδιπλώνουνε ίσκιους μενεξεδένιους,
που ένας μελής πυρόξανθος ήλιος έχει απλώσει,
πάνω στις άχνες των νεφών πριχού θε ν’ αλαργέψει!
Θωρώντας τα κάθε φορά ο νους απάνωθε τους
σκαλώνει κι απ’ τα ύψη τους σαΐτα ξεπετιέται
κατηφορίζοντας στο χθες και στα
παλιά με φέρνει.
-Αμούστακο ήμουνα παιδί θυμάμαι που κοιτούσα
ώρα πολύ τα βράχια τους, αγάπες τραγουδώντας,
’γναντεύοντας τα σύγνεφα που μάστιζε ο νότος
με καμουτσίκι φλογερό του Λίβα την ανάσα!...
Εδά, γερμένος σα δεντρί στ’ ανέμου το γιουρούσι
που ’χω ποδάρια πήλινα και χέρια που τρεμίζουν,
γαντζώθηκα στου λογισμού τις στιβαρές φτερούγες
κι ανέβηκ’ απ’ τα διάσελα στο Κόφηνα κορφή τους
ένας παλιός προσκυνητής, κι αυτά,
μ’ ανασαιμιές τους
ώρες με κανακεύουνε και μου
κρυφομιλούνε
στους ήχους της βροντόλυρας ’νος Κρητικού λυράρη
που ’ρθε κοντά μου να σταθεί φίλος του στοχασμού μου!
Φωνάζω τους, κι αντίλαλος γιαγέρνει η φωνή μου,
μία και δυο και τρεις
φορές, στις πέτρες τους σκοντάφτει
και ξεσηκώνει τα πουλιά π’ αναπεταρίζουν!...
-Βουνά μου!... Αδέλφια δίδυμα, του γέρο Ψηλορείτη,
τάμα ’κανα τον όρκο μου κι ήρθα κοντά σας πάλι
στα άβατα φαράγγια σας που οι αίγαγροι ξωμένουν
για ν’ αγρικήσω τη λαλιά απ’ τ’
ανεμογεράκι
που ’ρχεται μες στο σούρουπο με πάθος να σαλπίσει
στο ταίρι του που καρτερεί να φθάσει, για να μάσουν
με των φτερών το τίναγμα τη μυρωσιά τ’ ανέμου,
ανάπνοια να την έχουνε όταν θα ζευγαρώνουν,
στη μοναξιά της ερημιάς, στου σύθαμπου τους ίσκιους,
να ΄χει η γη να χαίρεται νιόφερτα αγριοπούλια,
να μη τελέψει η ζωή το κυκλογύρισμα της!
Βλογώ το παντοδύναμο που μ’ έχει αξιώσει
να ’ρθω κοντά σας να σταθώ και πάλι να οσμίσω
τα μύρα απ’ τους έρωντες κι απ’ τις φασκομηλιές σας,
να σκύψω με τις φούχτες σας να πιω απ’ το νερό σας
μες απ’ των βράχων τις ρωγμές που ρέει κρουσταλλένιο
τέρποντας το σκεβρό κορμί π’ αγάλια έχει γείρει
στα πόδια σας προσκυνητής ανάπαψη να πάρει.
Κι άμα θε νάρθει η στιγμή
σκύβοντας θα μαζέψω
πετρούλες τόσες όσες και τα χρόνια που μισέψαν
μακριά σας γεροβούνια μου, μ’ όργητα να τις ρίξω
πετροβολώντας τον καιρό και βάζοντας σημάδι
όλες του τις κακές στιγμές, όπου μου ξελογιάσαν
το νου και με πορέψανε στα ξένα
να μισέψω!...