Με λένε Νικόλα· το παρανόμι μου είναι Βρίζας - Νικόλας Βρίζας. Αλήθεια τώρα σαραβαλιάστηκα σαν το γέρικο το άλογο, μα ήμουνα και γω μια φορά νιος. Την καθεμερνή δουλειά, τη σκόλη γλέντι.
- Τι λεβέντης! Θάμαζαν οι γυναίκες που με βλέπανε.
Και μου ’στελναν προξενιές από πολλά σπίτια και με το έχει τους. Εγώ πήρα φτωχή, μα κείνη που ήθελε η καρδιά μου.
Τώρα γέρασα - έτσι θα ειπεί καθένας σαν ιδεί το ζαρωμένο πρόσωπό μου, τα ψαρά μου τα γένια και το ασπρόμαλλο κεφάλι μου. Αχ! δε γεράνε τον άνθρωπο τα χρόνια, όχι! Άμα χάσει κανείς ό,τι αγαπάει, άμα θάψει στη μαύρη γη γυναίκα κι έξι παιδιά που έλεγε να του κλείσουν τα μάτια, άμα δεν έχει έν’ ακουμπιστήρι στον κόσμο... ναι… τότε ασπρίζουν τα μαλλιά, τότε η ράχη καμπουριάζει, τότε η καρδιά χτυπάει απρόθυμα σαν να δουλεύει χαράμι.
Είπα πως έχασα έξι παιδιά. Ναι, το ένα ύστερ’ από τ’ άλλο τα πήγα όλα, έσκαψα το χώμα και τ’ απίθωσα κοντά στη μάνα τους, την άμοιρη Γιαννούλα. Απ’ ώρα σ’ ώρα θα με απαντήσει ο Χάρος στο δρόμο του και μένα, θα με πάρει στο στερνό μου κρεβάτι και τότε μήτε Νικόλας Βρίζας θα βρίσκεται, μήτε θα θυμάται κάνεις πως ήταν μια φορά. Το νεκροταφείο μας είναι μικρό. Λίγα κυπαρισσάκια εδώ, μια ροδιά εκεί, σανίδια μπηγμένα στα μνήματα - σταυρός πουθενά! Τα βάτα, ο γούλιερος και το μαμούδι πνίγουν την αγριοτριανταφυλλιά και το δεντρολίβανο που φυτρώνει στο μνήμα. Σε λίγα χρόνια για να θάψουν κανένα σαν και μένα φτωχόν και κακομοίρη, θα πάνε να σκάψουν στα δικά μου μνήματα. Εκεί θα βρουν και μια κάσα να έχει δυο σκέλεθρα.
- Ποιανού ήταν αυτό το μνήμα; θα ρωτήσουν.
Ακούστε, την ιστορία του.
Ήταν στα Εβδομήντα το Δεκέβρη. Τότε πέθανε η κόρη μου η Αννέτα. Κακόμοιρο κορίτσι! Το συλλογίζομαι και θλίβετ’ η καρδιά μου. Όση λύπη τράβηξα για τ’ άλλα όλα, τράβηξα για κείνη μονάχα. θα μου ειπείτε γιατί; Τ’ άλλα δεν ήταν παιδιά σου: Δεν είναι όλα τα παιδιά ένα; Αλήθεια όλα τα παιδιά έναν πόνο έχουν, μα είναι άλλο που με βασανίζει μέρα και νύχτα. Εγώ ναι, εγώ κι η κακομοίρα η Γιαννούλα - που να είχε το ξέραμε! - είμαστε η αιτία να μη χαρεί τον Απάνω Κόσμο η Αννέτα μας. Εμείς την πεθάναμε από το ’να και η τύχη της η κακή από τ’ άλλο.
Αν εμείς δε φερνόμαστ’ έτσι μπορεί και να ζούσε ζούσε τώρα το κορίτσι μου· θα είχα και γω αγγονάκια, θα τους έλεγα παραμύθια στο παραγώνι το χειμώνα· το ένα με τα χεράκια του θα τραβούσε τα ψαρά μου τα γένια, το άλλο θα χόρευε στα γόνατά μου, άλλο θ’ ανέβαινε στη ράχη μου και θα μου φώναζαν όλα με την ψιλή φωνίτσα τους: παππούλη! παππούλη! Και γω θα γλίτωνα από πίκρες που με βασανίζουνε τώρα και τρέμω μη με πάρουν ακλούθα στο μνήμα. Αχ! στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! Τώρα κι αν βαρώ το κεφάλι μου, τίποτα δεν κάνω. Το καημένο το κορίτσι έσβησε σαν το κερί.
Πάσα μέρα άλλο δεν έχω στο νου μου παρά μια σκέψη μονάχα. Πώς είμαστε οι άνθρωποι φτιαγμένοι; Αν είναι να κάνουμε κάτι που μας αρέσει, πιστεύουμε πως όλοι θα το παινέψουν. Αν το κάμει άλλος, θα το γυρίσουμε αποδώ, θα το παίζουμε αποκεί κι έπειτα θα ειπούμε: δεν είναι καλό πράμα. Απάνω σ’ αυτό θα σας μιλήσω. Εγώ αγάπησα τη Γιαννούλα. Χωρίς να ρωτήσω κανένα, χωρίς να σκεφτώ πως αν έπαιρν’ άλλη θα ’παιρνα και προίκα, την πήρα τη Γιαννούλα κι όλοι πίστεψα πως με παίνεψαν. Όταν η κόρη μου η Αννέτα αγάπησε τον Αντώνη, εγώ δεν είπα το ναι. Και γιατί; Ξέρω και γω; Μα τι κέρδισα; Τι απόχτησα με την κακογνωμιά μου: Δάκρυα μονάχα. Πήρα δυο ψυχές στο λαιμό μου· έστειλα δυο ζωές παράκαιρα στον Άδη.