Pages

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Όσο περνάν τα χρόνια μου - Κωστής Παλαμάς

Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων...
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.







Πηγή

Οκτώ παρά τέταρτο - Γιάννης Φαρσάρης

Ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία της έχει ένα ημιυπόγειο καφενείο. Όταν δεν είχα δουλειά, πήγαινα τα πρωινά να χαζέψω τα πέντε δευτερόλεπτα της οπτικής επαφής μας. Στις οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς έσερνε το αγουροξυπνημένο πιτσιρίκι της, φορώντας πάντα εκείνα τα τεράστια πεταλουδένια γυαλιά ηλίου. Δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω τα μάτια της και μου είχαν λείψει.


Ο άνδρας της έφευγε πάντα στις επτά και τέταρτο με γοργό βήμα και φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι. Δικηγόρος πετυχημένος, με γυαλιά χωρίς σκελετό και αύρα νικητή. Εντάξει το παραδέχομαι, δεν με χώρισε για κανέναν τυχαίο.


Στο μισάωρο που μεσολαβούσε, είχα σκεφτεί μυριάδες φορές να της χτυπήσω το κουδούνι, αλλά ήταν το πιτσιρίκι που με κώλωνε. Δεν έφταιγε σε τίποτα, έπρεπε όμως να πληρώσει για ότι μου είχε κάνει κι έψαχνα τον τρόπο.


Ώσπου ένα πρωινό, παράγγειλα ελληνικό καφέ αντί για εσπρέσσο και μου ήρθε η ιδέα που έψαχνα. Εκδίκηση κοφτερή σαν κινέζικη σταγόνα, χωρίς αίματα και μικροπρέπειες και κυρίως χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι. Έγλειψα το καϊμάκι του καφέ από το αξύριστο πάνω χείλος και γέλασα πνιχτά.

Τα κάνω στάχτη - Σωκράτους Δαιμόνιο (Δημήτρης Μούχας)

Εγωισμών παιχνίδια
δεν κερνώ
έχω τη πένα μου Φω
τιά κ'αμμόνι
οποτε θέλω σε πυρπολώ
αφού μπροστά μου είσ' αηδόνι.
Με Λόγο βαστάω τις σιωπές
με Λόγο τις μαστιγώνω πάλι
καμιά σκέψη δεν με διαπερνά
το Δαιμόνιο τις σκοτώνει...

Ξεκινώντας τη μέρα με μια γαλλική παροιμία...

Ο γέρος κυνηγός χρειάζεται νεαρό σκυλί. Ο νέος κυνηγός χρειάζεται γέρικο σκυλί.

Στη νύχτα που έρχεται - Μελισσάνθη

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.

Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.










Πηγή

Ο συρμός - Ρένα Πέτρου

Κι ενώ η ζωή γοργά κυλούσε,
εμείς ακολουθούσαμε ξωπίσω,
λαθρεπιβάτες σ'έναν υπόγειο συρμό,
που δεν κατάφερε ποτέ του,
να βρεί σωστό προορισμό.

Άστεγο λάθος - Αναγνώστης Κωνσταντινίδης


Πρωινό προκαλεί καλημέρα να πούμε
γεμάτοι ορμή στα καινούρια να μπούμε
οδηγώντας σε δρόμους συζητώντας πεζή
στις φοβίες του όχλου στα γραφεία μαζί

Σαν καλοί στρατιώτες χαιρετούμε ζητιάνο
η ματιά μας αγγίζει πεταμένο και πιάνο
πλήθος χρωμάτων γνωστού και αγνώστου
απορίες θεμάτων στην γωνία του πόστου

Στο μετρό της Αθήνας καλημέρα δε λέμε
στην φωλιά του μυαλού γελάμε και κλαίμε
στις εξόδους του τούνελ κυλιόμενες σκάλες
ξεκουράζονται νέοι και οι γέροι στις άλλες.

Η μορφή του δικαίου αντιφέγγει ομόνοια
ο καφές με κουλούρι στο ευρώ η Ομόνοια
φτωχός ο ζητιάνος καβουρντίζει τραγούδια
στο μαύρο κουτί νότες φέρνουν ευρούδια

Δύο πάγκοι τυπάκων προσφέρουνε πνεύμα
μας πουλάνε τα νέα το γυμνό μ’ ένα νεύμα
ένας άλλος πιο πέρα δυο λεμόνια τρυπάει
τα κουκούτσια τους βγάζει εργαλείο πουλάει

Μια ρουτίνα με τσάντα νεαρή και σπιρτόζα
το γλυκό μεταφέρει στην γωνιά Σανταρόζα
το ροζέ σιγοκαίει με κινήσεις ρουτίνας
στο μαύρο της σκέψης ζωγραφιά ο κηφήνας

Αναγνώστη μου λέει μια φωνή που γνωρίζω
σε άστεγο λάθος σου τη φαιά μου δωρίζω
πριν η σκέψη σου πει καληνύχτα στη γνώση
ρουτίνα με λάθη σου μοιάζουν κάθετη πτώση






117. 7-11-2011 ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΩΝ/ΝΙΔΗΣ

Πίνακας ζωής - Ξένια Ανδρέου

Στοιχειωμένη η ζωή που ζεις

σου ζητάει λογαριασμό,

δεν έχεις τίποτα να πεις...

λέξη δεν βγάζεις...

Γεννήθηκες χτες, έναν αιώνα πριν;

ή μήπως δεν έχεις γεννηθεί ακόμα;

Έζησες; ζεις; Ή μήπως δεν έχεις ζήσει ακόμα...

Τι να πεις, τι να απαντήσεις...

Παίρνεις χαρτί, ένα κουτί μισοτελειωμένες μπογιές

και ζωγραφίζεις...

αυτό μπορείς...

Ένα ποτάμι χωρίς αρχή και τέλος,

μια βάρκα μόνη,

έναν αετό με τα φτερά κλειστά

και ένα κύκνο,

ένα καταράκτη και μια φωτιά.

Χρώματα: μαύρο, λευκό, κόκκινο

και ένα απαλό ροζ.

Και υπογράφεις...

εγώ...

Ξεκινώντας τη μέρα με Σωκράτη...

Αν ένας γάιδαρος σε κλωτσήσει, δεν έχει νόημα να τον κλωτσήσεις και εσύ.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Κι ήθελε ακόμη - Μανόλης Αναγνωστάκης

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.










Πηγή

Επιλογικό - Γιάννης Ρίτσος

Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:

Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.









Πηγή

Εύθραστον - Χρύσα Μιχαλοπούλου

Κρέμεται η Ζυγαριά απο μια Κλωστή...

Το Ίδιο το Θάρρος Με τη Λογική

Φόβου μετ' εμποδίων.

Η Αγάπη με το Μίσος.......

Κι Όταν Σπάσει η κλωστή

Θέλω να Μαθαίνω να Ερμηνεύω

Τη Μετέωρη Ζωή!!!

Επίλογος - Ράινερ Μαρία Ρίλκε (μτφ. Άρης Δικταίος)

Ο θάνατος είναι μεγάλος.
Είμαστε δικοί του
κι όταν γελούμε.
Κι εκεί που θαρρούμε
πως η ζωή μας ζώνει
τολμά να κλάψει εντός μας.
 

Όταν ξεχνάς - Σωκράτους Δαιμόνιο (Δημήτρης Μούχας)

Όταν ξεχνάς
Ο Θεός
να θυμάσαι
είναι
περισσότερο αλήτης
παρα κύριος
περρισσότερο
εκστατικός
παρα ήρεμος.
Κ'όταν αυτό
σου γίνει
μάθημα
τότε
ίσως και να συμβεί...
ϊσως η σπίθα
γίνει Φωτιά
Αιώνια
αίζωο πυρ...
Και ελευθερωθείς
απο τα πλαστά δεμά σου.
Χόρεψε παίξε,γέλασε
απόλαυσε
και μετά
ο θάνατος θα έρθει
μονος του
χωρίς να τον σκέφτεσαι κανν
ως ανταμοιβή...

Ξεκινώντας τη μέρα με Mikhail Turovsky...

Όσο πιο μακρύ είναι ένα αδιέξοδο, τόσο πιο πολύ μοιάζει με δρόμο.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Ουράνιο τόξο… σκεπάζει το μεγαλύτερο καταρράκτη!

Στα 1.708 μέτρα και με 23 εκατομμύρια γαλόνια νερού να πέφτουν κάθε λεπτό, οι καταρράκτες Βικτώρια διατηρούν επάξια τον τίτλο του «μεγαλύτερου καταρράκτη στον κόσμο». Βρίσκονται στα σύνορα της Ζάμπια και της Ζιμπάμπουε στην Αφρική, ενώ αναφέρεται ως ένα από τα επτά φυσικά θαύματα του κόσμου (μαζί με το Grand Canyon, τον Great Barrier Reef, το Λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο, το όρος Έβερεστ, το Aurora Borealis και το ηφαίστειο Παρικουτίν).
perierga.gr - Απίθανα ουράνια τόξα πάνω από τον μεγαλύτερο καταρράκτη!
Αξίζει να σημειώσουμε μάλιστα ότι ο όγκος των νερών είναι διπλάσιος από αυτόν στους καταρράκτες του Νιαγάρα, ενώ η δύναμη του νερού στέλνει ομίχλη στον αέρα που μπορεί να γίνει αισθητή από περίπου 19 μίλια μακριά. Για τους φωτογράφους είναι ένας must προορισμός όχι μόνο επειδή η θέα του κόβει την ανάσα αλλά και εξαιτίας των εκπληκτικών ουράνιων τόξων που σχηματίζονται εκεί μέρα νύχτα. Άλλωστε οι εικόνες που τράβηξε η φωτογράφος Nicole Cambre μιλάνε από μόνες τους.
perierga.gr - Απίθανα ουράνια τόξα πάνω από τον μεγαλύτερο καταρράκτη!

Λόγω συνήθειας - Γιάννης Πανουτσόπουλος


Ένα φεγγάρι σιωπηλό
αναρριχήθηκε κρυφά στ' απόμερα της πόλης
Πέφτει το ασήμι βιαστικά σ' ενός μυαλού αετοφωλιά
μα βρίσκει τόση ερημιά που άθελα ματώνει.
Γιατί συμβαίνει κάποτε
ενός λεπτού τα θραύσματα
να κάνουνε αμφίβολο το πάθος μιας ζωής.

Μα ίσως και ο θάνατος
να είχε φτάσει πιο νωρίς
Μαζί με το λεπίδι μιας συνήθειας.






Πηγή

 

Μια πόζα - Λευτέρης Ασπρόπουλος

Painting: Michael Carson


"Ουφ!Κουράστηκα!"
"Κάνε λιγάκι υπομονή."
Στο ημίφως του βροχερού δειλινού το ατελιέ έμοιαζε με εγκαταλελειμμένο μουσείο σκιών. Ένα απογυμνωμένο καβαλέτο έστεκε σαν σκιάχτρο μπροστά από το παράθυρο τρομάζοντας τις τελευταίες αχτίδες.Ολόγυρα, σπάτουλες και πινέλα σκορπισμένα άτακτα σε ρολά από μουσαμά,χιλιοχρησιμοποιημένες παλέτες και ξεχειλισμένα τενεκεδάκια με μπογιές -ένα ψηφιδωτό από πολύχρωμες πιτσιλιές που το μισοσκόταδο ευτέλιζε σε ταπεινές αποχρώσεις του γκρι.
"Πόσες μέρες θα χρειαστείς ακόμα;" επέμεινε η κοπέλα με το ίδιο τραχύ και αγανακτισμένο ύφος.
Ο νεαρός ζωγράφος συνέχισε να χαϊδεύει αφηρημένα με το πινέλο του τον καμβά.
"Μία,το πολύ δυο μέρες," απάντησε δίχως να πάρει τα μάτια του από το πορτραίτο.
"Άντε,γιατί δεν αντέχω άλλο!"
Αυτή τη φορά οι λέξεις της χύθηκαν λιγότερο ορμητικά και δε διαταράχθηκε η τελειότητα της πόζας. Καθόταν σε μια δερμάτινη πολυθρόνα μετο κεφάλι ελαφρώς γερμένο στον αριστερό ώμο· το μελαγχολικό της βλέμμα έδινε αμαρτωλές απαντήσεις σε σιωπηλά ερωτήματα, ενώ από τα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού έπεφτε μια πλαστική ανεμώνη.
"Αν ήσουν πιο υπομονετική, ίσως να είχα τελειώσει εδώ και καιρό!"
Πίσω από τον καμβά, η κοπέλα, του έριξε μια βλοσυρή και συνάμα ταλαιπωρημένη ματιά.Ο ζωγράφος απολογήθηκε χαμογελώντας,φώναξε 'διάλλειμμα' κι άναψε ένα τσιγάρο.
"Από το πορτραίτο αυτό, ξέρεις,"δήλωσε σοβαρά απελευθερώνοντας ένα συννεφάκι καπνού "εξαρτάται το μέλλον μας!"
"Το ίδιο είχες πει για το προηγούμενο πορτραίτο και για δεκάδες άλλα πριν από αυτό. Όμως τίποτα δεν άλλαξε. Να 'μαι και πάλι εδώ στην ίδια πόλη, στο ίδιο ατελιέ,παίρνοντας την ίδια σχεδόν πόζα καθημερινά κι ελπίζοντας σε κάτι που ποτέ δε θα'ρθει."
"Όλα θα αλλάξουν. Θα το δεις," είπε με σιγουριά ο καλλιτέχνης.
Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά και τοποθέτησε το τσιγάρο στα χείλη της κοπέλας που στεκόταν τώρα σκεπτική δίπλα από το σκελετωμένο καβαλέτο.
"Τίποτα δε θα αλλάξει," είπε στο τέλος με ένα ξεφύσημα ανακούφισης. "Τίποτα απολύτως.Γι' αυτό και θα φύγω."
Έσβησε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
"Μη φύγεις, σε παρακαλώ. Κάνε λίγη υπομονή ακόμα κι όλα θα αλλάξουν,"την ικέτευσε. "Πρέπει να μείνεις όμως! Πρέπει!"
Η κοπέλα γύρισε αργά αργά, τον αποχαιρέτησε με το ίδιο μελαγχολικό βλέμμα και βγήκε από το ατελιέ.
Ο ζωγράφος, απαρηγόρητος πια, γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι κι έμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα παρατηρώντας το πορτραίτο.Ξάφνου του ήρθε στο νου μια από τις αγαπημένες εκείνες ρήσεις που συνήθιζε να σημειώνει στα οπισθόφυλλα των φοιτητικών του τετραδίων. Αν θυμόταν καλά ήταν του Αντρέ Ζιντ κι έλεγε πως'η Τέχνη είναι μια συνεργασία του καλλιτέχνη με το Θεό. Και όσα λιγότερα κάνει ο καλλιτέχνης, τόσο το καλύτερο΄.
Κάθισε στο σκαμνάκι μπροστά από το πορτραίτο.Με το πινέλο του ζωγράφισε την ανεμώνη που έπεφτε στο δάπεδο, τελειοποίησε το φόντο και τις λεπτομέρειες του προσώπου και στο τέλος σηκώθηκε αφήνοντας ανολοκλήρωτο μόνο το δεξί χέρι της κοπέλας.
"Ο καλλιτέχνης έκανε ότι μπορούσε. Τώρα είναι η σειρά του Θεού," μουρμούρισε καθώς σκέπαζε μ' ένα λευκό ύφασμα τον καμβά.

Ξεκινώντας τη μέρα με χιούμορ του Oscar Wilde...

Δεν μεταθέτω ποτέ για αύριο ό,τι μπορώ να κάνω μεθαύριο.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Αστεροσκοπείο - Μίλτος Σαχτούρης

Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου
δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς

Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι
δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν
παραμονεύουν
μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια
μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα
μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια
παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς

Νὰ πεθάνουν

Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ








Πηγή

Ανά-θεμα - Ηλίας Παπακωνσταντίνου

Σκάσαν τα στάχυα, ο αντίχειρας σφίγγονταν
και λέξεις τρέφαν τα αυτιά
σωρός γίναν οι λίθοι από οργισμένες παλάμες,
κι ανοιχτά μάτια χόρευαν το σκοτεινό τους εκτροφείο
γυροβολούσαν τ' ανάθεμα.
Εγχειρίδιο του νου το καθήκον
κι έσφαζε αμνους.
Η ηρεμία, η απλότητα έπρεπε να είχαν δόνηση πρωτόγνωρη
πιο γρήγορα τα πόδια απ' τα φτερά να στραγγίξουν την είδηση από πάνω τους
σε κείνους που τους μπόλιασαν με σύγχρονη ευρωπαϊκή φαρμακευτική αγωγή
και κορώνες.
Κανείς δεν μάζεψε τα στάχυα εφέτος
χύθηκε το σιτάρι στη γη του.
Δεν άδειαζαν τα δάχτυλα,
κουνούσαν πάνω στη ζωή τους σύμβολα που γυάλιζαν
και κείνη σφάλιζε τα μάτια
δεν άντεχε τέτοια λάμψη.
Ο αρμακάς φαντάζει σύγχρονο γλυπτό του σήμερα.

Θα ξημερώσει - Ματίνα Ευθυμίου

ΜΑΖΕΨΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ
ΤΟ ΑΙΜΑ,
ΠΟΥ ΚΥΛΗΣΕ ΞΑΝΑ
ΚΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΥΡΙΝΟΣ
ΣΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
ΚΑΙ ΜΕΣ ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ,
Τ' ΑΠΟΨΙΝΟ
ΑΕΡΙΝΗ,
ΒΕΛΟΥΔΙΝΗ Η ΦΩΝΗ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ.
ΜΑΖΕΨΕ ΤΟ ΑΙΜΑ
ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΛΗ
ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
ΠΝΟΗ ΝΑ ΔΩΣΕΙ
ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ!!!

Άυλη γοητεία - Χρύσα Μιχαλοπούλου

Είναι Υποχρέωσή μου να Εκφράσω την Εξέλλιξη
Της Αθωότητάς μου,
Η Μετάβαση του Βιώματος του Παιδιού Μέσα μου
Που δεν Παύει Ποτέ να είναι Παιδί.

Η Ψυχή που Αγαπάει,
Που Συγχωρεί Εύκολα.

Να μην Αφεθώ στο Κενό μιας Δήθεν Ωριμότητας
Με Ανέκφραστες τις Άγιες Πλευρές του Πόνου.!!!!

Λυπητερά Χαμόγελα
Πρέπει να Βγούν στο Φώς.
Η Συντριμένη Σιωπή...
Η Αφάνεια του Παραδείσου.....
Η Καλλιέργεια της Ομορφιάς...
Η Βροχή της Ψυχής μου.

Ζωή Ανθισμένη στο Χαρτί.

Είναι Υποχρέωσή μου να Εκδηλωθώ Γυναίκα
Γιατί Πληρώ να Εκφραστώ.

Γράφω....
Προσκρούω..
Βγαίνω απο τη Θλίψη,
Η Ελπίδα Κάνει Άλματα,
Η Μοναξιά Φεύγει Τρέχοντας.

Γραπώνομαι απο το Παρόν.
Κλείδωσα το Παρελθόν μου.

Απευθύνομαι στη ''Κυρία Χρυσούλα''
Τέτ α Τέτ
Πού Ξεσφράγισε τα Μάτια της
Στην Άυλη Αιώνια Γοητεία.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Σταδιοδρομία - Κώστας Καρυωτάκης

Tη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

«Oι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.

«Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου»
και δίπλα σ' αυτό τ' όνομά μου.

Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Aλλά, με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Bασιλείου.

Eκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και τους διδασκάλους...




Tα λόγια μου θα 'χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ' αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα 'ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου. 

Οι παλίνδρομες μορφές του πόνου σου - Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Αιχμαλωτίζω με κάρβουνο
επάνω στο λευκό
τις παλίνδρομες μορφές του πόνου σου
Αλαφιασμένα ανάκατες
ζαρωμένες κι ειδεχθείς
παραληρούν κι εκστασιάζονται
σαν σε χορό διονυσιακό Σειληνοί
σαν Σάτυροι σε αλγεινή ταραντέλα
Ιχνεύω τα βήματα των άναρθρων κραυγών τους
          -επικίνδυνα εκκωφαντικές-
Φοβάμαι
Σαστίζω
Η φρίκη μου προκαλεί δέος. Όχι,
δεν πρέπει, δεν γίνεται!
Προχωρώ
Η κραυγαλέα φωνή τους, φρικαλέα
μ’ οδηγεί, εντέλει, στα δύσβατα ενός ενυδρείου
Το αναγνωρίζω, σχεδόν με την πρώτη ματιά
Είν' των ματιών σου το ενυδρείο
Ρίχνω με θράσος και μ' ορμή τα μάτια μου μέσα στα δικά σου
ωσάν να ρίχνω το σώμα μου και την ψυχή μέσα στην αγκαλιά σου
Και τις κοιτάω να ελίσσονται
γοργόνες kryptopterus bicirrhis, διάφανα βαμπίρ 
που ρουφούν το άλικο των μικρών καναλιών
που διαχέουν το οπτικό σου ενυδρείο
Γκρίζος βολβός
Κόρη μαύρη, άσπρος γιος
Μαύρο δάκρυ, γκρίζο κλάμα
Πονεμένη μου αγάπη, τίναξε τα βλέφαρα με ρώμη!
Κλάψε
Βγάλτα από τα μέσα σου
όλα!
Τα μολυβένια δάκρυα των ενυδρείων σου να χυθούν ποτάμια με ακάθαρτο νερό
τις μορφές, που σαν δράκουλας ο πόνος σου αλλάζει, να παρασύρουν!
Ν’ αδειάσεις!
Κυπαρίσσι αγέρωχο να ξανασταθείς 
περήφανα στο δάσος των της χαράς δακρύων
Στο δάσος
με τις ιπτάμενες ελπίδες να κάθονται στα κλαριά σου
και τα όνειρα τα φτερωτά να χτίζουν της φωλιές τους μέσα εις στα φυλλώματά σου
Άσε την ανάερη αγάπη να φυσήξει ανάμεσα στους κλάδους σου
σαν ανεμοστρόβιλος να σε τυλίξει
και να σε χώσει μέσα εις στην καρδιά της
Μόνον έτσι θα την βάλεις κι εσύ στη δική σου καρδιά:
και τούτο 
από τούδε κι εφεξής 
θα 'ν' η αέναη ασπίδα σου κατά του πόνου 
Γι' αυτό κλάψε, ψυχή μου αμόλυντη, κλάψε με την ψυχή σου...
Εγώ είμαι ΄δω...





Πηγή:  http://psichisekfrasi.blogspot.com/

Τελευταῖα Σχεδιάσματα (ἀπόσπασμα...) - Κώστας Οὐράνης

Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...

...

Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!









Πηγή

Ξεκινώντας τη μέρα με Κομφούκιο...

Όταν ο Κόκκινος Ποταμός είναι πλημμυρισμένος, πάρε το λασπωμένο μονοπάτι…

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Στο λιμάνι - Ρένα Μ.Πέτρου



Ο κόσμος μαζεμένος στο λιμάνι.
Έφτασε η ώρα της αναχώρησης.
Άνθρωποι αγκαλιάζονται και κλαίνε.
Μα ένας νέος ανεβαίνει στο καράβι,
ενώ κανείς δεν τον χαιρέτισε.
Η κόρνα ακούγεται...το πλοίο φεύγει.
Όλοι σηκώνουν τα χέρια και χαιρετούν.
Όσο το πλοίο ξεμακραίνει,
δεν ξεχωρίζουν πια τα πρόσωπα.
Έτσι κι ο νέος αποφασίζει,
να συμμετέχει στη στιγμή αυτή.
Δυο χέρια απ'το λιμάνι "κάνει" πως χαιρετούν εκείνον.
 

Κατακτητής - Ελένη Τομπέα Word Chimes)

Στις άσπρες τις σελίδες σου
ακουμπώ τα δάχτυλα μου
αγγίζω μέρη σου....πολιορκώ
κουρσάρος που αναζητά το αθάνατο νερό!
Ακολουθώ το χάρτη σου
φτάνω σε απόκρυφες κορφές
και ξεδιψώ τα χείλη μου
σε πηγές θαυματουργές!
Κάθε σημείο σου
τόπος μυστικός που με προσμένει
να μπήξω βαθιά στο χώμα του
σημαία...περιμένει...


Και όταν χορτάσω ολάκερος 
τη χώρα τη δικιά σου
θα την βαφτίσω και όταν ξαναγυρνώ
θα προσκυνώ το όνομα σου!






Πηγή

Ο θάνατος του Τραμουντάνα - Αργύρης Εφταλιώτης



Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν ήταν και δύσκολο να τ’ απομαντέψεις. Τι τον έριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες στ’ αλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέσει δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσεις, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάνα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρεις, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνεις της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κείτεσαι στο κρεβάτι αποσταμένος, που να μείνεις μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είναι μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντα — τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κι έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξένοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάνα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο—τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, ήταν κι είναι ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά να ’ρθουν και ν’ αποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.
Είναι, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυνησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο τ’ αγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Σε περιμένω παντού - Τάσος Λειβαδίτης



Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.


Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!







Πηγή

Ξεκινώντας τη μέρα με Νίκο Καζαντζάκη...

Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.