Pages

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Απόσπασμα απο το "Γραφτό" της Πηνελόπης Δέλτα. (διατηρείται η ορθρογραφία του πρωτότυπου έργου)


Tὸ φεγγάρι χαμήλονε τώρα. Ἡ νυχτιάτικη δροσιὰ τὴν ἔκανε κάθε λίγο ν' ἀνατριχιάζει, καὶ ὁ κάμπος ἦταν ἀπέραντος, σταχτύς, σκιὲς γεμάτος. Καὶ ἦταν ἀποσταμένη, τῆς πονοῦσαν τὰ πόδια ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ δρόμο, τῆς πονοῦσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴ συλλογή, καὶ στὰ στήθια της ἡ καρδούλα βάραινε μολύβι μονάχο…
Κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι στὰ διπλωμένα της γόνατα μ' ἕνα βαθύ, βαθὺ ἀναστεναγμὸ ποὺ ἔλεγε ὅλον τὸ βαρεμὸ τῆς ψυχῆς της.
Ἦταν μικρὸ καὶ λιγνὸ τὸ κορμάκι της, κακοθρεμμένο σωματάκι παιδιοῦ, ποὺ δεκατριῶν χρονῶν κακομοιριὲς κόντευαν νὰ τὸ μαράνουν πρὶν ἀκόμα ὡριμάσει.−
Γιατὶ εἶχε τραβήξει πολλὴ μιζέρια τὸ κακόμοιρο, καὶ συχνὰ πείνασε, καὶ συχνὰ ἔκλαψε.
Καὶ ὅμως ἦταν ἕνας καιρός, ποὺ εἶχε ψωμὶ στὸ σπίτι καὶ εἶχε καὶ κρέας κάποτε, καὶ τὸ βράδυ ἦταν ζεστὸ τὸ κρεβατάκι της τὸ φτωχικὸ μὲ τὰ μπαλωμένα, μὰ παστρικὰ σεντόνια. Ἦταν τὸν καιρό ποὺ δούλευε ὁ πατέρας, ὁ ἀγριωπὸς ἐκεῖνος ἄντρας μὲ τὸ μεγάλο μουστάκι, ποὺ φώναζε συχνὰ τῆς μάνας, μά ποὺ ποτὲ δὲν τὴν κτύπησε, καὶ ποὺ φιλοῦσε συχνὰ τὸ μικρό του.
Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε; Ἡ ἀρρώστια τὸν ἔφαγε, τὸν ἀγριωπό της πατέρα· τράβηξε λίγον καιρὸ καὶ πέθανε, καὶ τὶς ἄφησε μονάχες, τὴ μάνα καὶ αὐτήν, μιὰ νέα καὶ ὄμορφη καὶ καλὴ γυναίκα, κ' ἕνα κοριτσάκι τόσο μικρό, ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε μιὰ πεντάρα νὰ κερδίσει τὴν ἡμέρα.
Πόσο μακριὰ ἦταν ὅλα αὐτὰ τώρα! Πόσο ξεχασμένα καὶ ξένα…
Στὴν ἀρχὴ ξενοδούλευε ἡ μάνα νὰ βγάλει τὸ ψωμί τους μὰ τί νὰ πρωτοπληρώσει μὲ τὸ κέντημά της; Τὸ νοίκι ἢ τὰ παπούτσια τοῦ παιδιοῦ της;
Περνοῦσαν τώρα μέρες χωρὶς ζεστὸ φαγί, καὶ τὸ ψωμὶ ἀκόμα εἶχε γίνει σπάνιο.
Καὶ μιὰ μέρα ἦλθε στὸ σπίτι ἡ μάνα μ' ἕναν ξένο, καὶ κεῖνο τὸ βράδυ ἔφαγαν πάλι κρέας ὕστερα ἀπὸ τόσον καιρό. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔφερε ὁ ξένος τὰ ροῦχα του, καὶ ἀπὸ τότε ἔμεινε στὸ σπίτι τους, καὶ ἡ μάνα δὲν ξενοδούλευε πιά. Καὶ σὰ ρώτησε τὸ μικρὸ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ πομαδιασμένα μαλλιά, ποὺ πῆρε τὴ θέση τοῦ πατέρα μὲς στὸ σπίτι, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ μάνα πὼς εἶνε δεύτερος μπαμπάς της καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Μὰ ἐκείνη ποτὲ δὲν τὸν ἀγάπησε.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο δὲν ἔτρωγαν πιὰ κρέας, καὶ κάποτε ἔλειπε καὶ τὸ ψωμί, γιατὶ ὁ δεύτερος μπαμπὰς δὲν πήγαινε πιὰ στὴ δουλειά του. Καὶ σὰ φώναζε ἡ μάνα καὶ τὸν ἔλεγε κρασοπατέρα, αὐτὸς τῆς πετοῦσε τὴν ἀδειανὴ φιάσκα στὸ κεφάλι κ' ἔφευγε βρίζοντας. Ὥς ποὺ μιὰ μέρα δὲ γύρισε πιά.
Καὶ βγῆκε πάλι ἡ μάνα νὰ ξενοδουλέψει, καὶ πάλι ἔλειψε τὸ ψωμί, καὶ πάλι νοιώσανε τὴν πεῖνα, ὥς ποὺ μιὰ βραδειὰ γύρισε ἡ μάνα μ' ἕναν ἄλλο ξένο, καὶ τῆς εἶπε πῶς ἦταν καινούργιος μπαμπάς. Μὰ καὶ αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἔφυγε καὶ δὲ γύρισε πιά, καὶ τότε ἦλθε μὲ ἄλλον, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ πάλι μὲ ἄλλον, καὶ κάποτε οὔτε ἡ μάνα δὲ γύριζε πιὰ στὸ σπίτι παρὰ ἀργά, πολὺ ἀργά, ἀφοῦ τὴν εἶχε πάρει πιὰ ἐκείνην ὁ ὕπνος.
Καὶ δὲ ρωτοῦσε πιὰ ποιοὶ, ἦταν αὐτοὶ οἱ ξένοι, ποὺ λίγον καιρὸ ζοῦσαν στὸ σπίτι σὰν ἀφεντάδες, καὶ ὕστερα ἔφευγαν καὶ δὲν γύριζαν πιά.
Μὰ ὄσο καὶ ἂν πεινοῦσε κάποτε, ὅσο καὶ ἂν τὸ σπίτι τοὺς ἦταν ἔρημο καὶ φτωχικό, καὶ εἶχε χάσει τὴ συγυρισμένη του ὄψη, σὰν τὸ χάδευε ἡ μάνα ὅλα τὰ ξεχνοῦσε τὸ μικρό.
Γιατὶ τὴν ἀγαποῦσε ἡ μάνα, καὶ κείνη τὴ μάνα της τὴ λάτρευε. Ἦταν ὄμορφη καὶ γλυκειά, καὶ τόσο ἀγαθή! Ἦταν γλυκὰ καὶ χαδιάρικα τὰ μάτια της σὰν κύταζαν τὸ κοριτσάκι της, καὶ ἦταν ἁπαλὸ καὶ ζεστὸ τὸ φιλί της, καί ποτὲ δὲν τῆς τὸ στεροῦσε, ἀκόμα καὶ τὶς νύχτες ἐκεῖνες ποὺ ἔφθανε ἀργὰ κ' ἔρχουνταν σιγὰ σιγὰ κ' ἔσκυβε στὸ κρεβατάκι καὶ χάδευε τὸ μετωπάκι νομίζοντας πὼς κοιμᾶται τὸ μικρό…
… Μὲ τὴ θύμηση τῆς μάνας φούσκωσε ἡ καρδούλα της, καὶ σφίγγοντας τὸ μέτωπο στὰ διπλωμένα της γόνατα, ξέσπασε σὲ κλάματα τέτοια, ποὺ τ' ἀναφυλλητὰ τίναζαν τὸ παιδιάτικο κακοθρεμμένο κορμάκι.
Κάτι κούνησε κοντά της, ἕνα κλαδάκι ἔτριξε· σήκωσε τὰ μάτια τρομαγμένη καὶ εἶδε μιὰ σκιὰ ποὺ πηδηχτὴ ἔφευγε καὶ χάνουνταν στὸν κάμπο.
Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες της πετάχθηκε πάνω καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει. Ὅλες οἱ τρομερώτερες ἰστορίες ὅπου τὰ φαντάσματα καὶ τὰ τελώνια παίρνουν μορφὲς ζῴων, πέρασαν ἀνακατωμένα στὸ κεφάλι της, κι ἔτρεχε, ἔτρεχε μπροστά της, στὸν ἴσιο δρόμο τὸν ἄγνωστο, ὥς ποῦ ἀπόστασε κ' ἔπεσε λαχανιασμένη στὰ χώματα.
Κύταξε γύρω της ἀγριεμένη, μὰ τίποτα δὲν σάλευε· ὁ ἀτέλειωτος κάμπος ἦταν ἔρημος καὶ τὸ σκοτάδι ὁλοένα πύκνονε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.