Ο παππούς, αφ’ ου εφ’ικανήν ώραν ενησχολήθη με το θέαμα τούτο σιωπηλός και αφηρημένος, εστήριξε το βλέμμα επί ενός των απωτέρων κωνοειδών χωμάτων εις το βάθος του ορίζοντος και δείξας δια του δακτύλου:
-Την βλέπεις, ψυχή μου, είπεν, εκείνην την τούμβα;
-Ποιαν, παππού;
- Να εκείνην την αψηλότερη από όλαις ταις άλλαις, που φαίνεται, εκεί που τελειώνει της γης το πρόσωπο.
- Την βλέπω˙ εγγίζει τον ουρανό με την κορφή της, παππού.
- Άι χακ! Είπεν ο παππούς, ευχαριστημένος εκ της απαντήσεως. Ο ουρανός ακουμβά πάνου της. Δεν ακουμβά;
- Ναι, παππού! Η γης τελειώνει αυτού πέρα και αρχίζει ο ουρανός.
- Άι χακ! ανεφώνησεν ο γέρων έτι μάλλον ευχαριστημένος. Είτα προσηλώσας επ’ εμού υπερήφανον βλέμμα. – Ως εκεί πέρα, είπε, μ’ εβάσταξε να ταξιδέψω!
Και επρόφερε τας λέξεις με ύφος τόσον εναβρυντικόν, ώστε δεν ηννόησα ευθύς εάν του παππού τού εβάσταξε να ταξιδεύση μέχρι του ουρανού, ή μέχρι της τούμβας, εφ’ ης εφαίνετο ο ουρανός στηριζόμενος.
Ο παππούς εξηκολούθησεν...
- Η τούμβα φαίνεται από το παράθυρό μας˙ από μικρό παιδί την έβλεπα και το είχα ένα μεράκι – μια μεγάλη επιθυμία – να ήτανε βολετό να πήγαινα εκεί κάτω, ν’ αναίβω στην κορυφή της τούμβας, να ‘μβώ εις τα ουράνια.[...]
Μετά τινά σιωπήν, καθ’ ην ο παππούς εφαίνετο συγκεντρών τας αναμνήσεις του!
- Έξω από τ’ ορνιθαριό, είπεν, ήτον ένα ξύλο στημένο, με κάτι ξυλάκια σταυρωτά πάνω σ’ αυτό καρφωμένα, για να πατούν οι όρνιθες ν’ αναιβαίνουν στις φωλιαίς των. Το είχα από μιας αρχής στο μάτι. Θα τ’ ακουμβήσω στο γυαλί του ουρανού, έλεγα με τον μου, σαν σκάλα, θ’ αναίβω, θα τρυπήσω μια τρύπα – θαμβώ μέσα. Έτσι, ψυχή μου, σου παίρνω το ξύλο στον ώμο, και, σαν με διουν, ας με γράψουν! [...]
Από τέτοιο ταξείδι, ποιος μπορεί να μ’ εμποδίσει; Βγαίνω στους κήπους˙ μβαίνω στα χωράφια˙ περνώ τον ποταμό˙ τα μάτια καρφωμένα στην τούμβα, και –δρόμο. Πάγω ένα μίλι, πάγω δυο. Μα – τι θαρρείς ψυχή μου; Η τούμβα, όσο προχωρώ, τραβιέται μακρότερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ’ αψηλότερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ’ έκοψε τα γόνατα!Κουρασμένος ήμουν από πολύ προτήτερα, μα δεν μ’ αποφάνηκε, παρά σαν είδα πως η άκρα του ουρανού επήγαινεν όλον εν μακρύτερ’ από την τούμβαν, που ελογάριαζα να τον εύρω. Τότε μου εκόπηκε το χαβέσι, και ένοιωσα, πως είμαι κουρασμένος, πως πεινώ, πως το ξύλο που σηκόνω βαραίνει σαν μολύβι, πως άρχησε να βραδιάζη και – τι τα θέλεις, ψυχή μου; - τότες εγύρισα πίσω κι εφήκα στο ταξείδι ατελείωτο! [...]ΣΧΟΛΙΟ
Στο διήγημα του Βιζυηνού διαβάζουμε για έναν «πάππο» που αν και η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να ταξιδέψει, τελικά κατάφερε να πραγματοποιήσει μόνο ένα ταξίδι στη ζωή του κι αυτό ανολοκλήρωτο. Μεταξύ της Ιστορίας και της ιστορίας του, καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό το γεγονός φαίνεται να έπαιξε η σύζυγός του. Κάθε φορά που ετοιμαζόταν ο ίδιος να φύγει για ταξίδι, η γυναίκα του τον σταματούσε προβάλλοντας κάποια δικαιολογία και μάλιστα χωρίς να διστάσει να παίρνει τη θέση του και να ταξιδεύει η ίδια αντ’ αυτού. Η αδυναμία μας, πολλές φορές, δολοφονεί τον εαυτό μας και τους αγαπημένους μας. Η πραγματική αγάπη έχει ανάγκη από θυσίες; Η γυναίκα συμπεριφερόταν έτσι, από υπερβολική αγάπη;
Στο όνομα της αγάπης γίνονται σιωπηλά και αφανή εγκλήματα. Λένε, πως η αγάπη είναι δύσκολο πράγμα. Πράγματι, για να υπάρξει, χρειάζεται εντιμότητα και δύναμη.
Ε.Ν.
Το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tο ιστολόγιο μας μπορεί να καθυστερεί να ανοίξει όμως ανοίγει. Αυτό θα διαρκέσει για πολύ λίγο ακόμα.
Σας παρακαλούμε τα σχόλια να γίνονται στα Ελληνικά και όχι στα γκριγκλις. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τα ορθογραφικά λάθη. Επίσης καλό θα ήταν τα σχόλια σας να είναι ανάλογα με το επίπεδο και την θεματολογία του ιστολογίου μας. Γενικότερα δεν λογοκρίνουμε κανένα σχόλιο όμως η θέση μας να είναι τα σχόλια εντός του επιπέδου του blog μας είναι απόλυτη.
Ευχαριστούμε πολύ.