Pages

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

"Νεραιδικό" – Αγαπάκης Σωτήρης



Στο καφενείο καθόμουνα, ώρες και τον κοιτούσα
Ούτε απαντούσε τίποτα, ούτε κι εγώ ρωτούσα
Τον κοίταζα, με κοίταζε ένιωθα τον καημό του
Κι ας ήχο πια δεν έβγαζε το στόμα το δικό του

Όλοι τον είχαν για τρελό ,κανείς δεν του μιλούσε
Κι εκείνος στα άδεια βλέμματα του κόσμου απορούσε
Μα εδώ την ιστορία του, έμαθα και θα γράψω
Κι όντε την γράψω υπόσχομαι ,να γράφω πια να πάψω

Ήτανε νιός και πήγαινε μια μέρα στο χωράφι
Που να ΄ξερε ο δύστυχος πως θα γεμίσει πάθη
Έθερισε κι εστοίβαξε κι έτσι όλη την ημέρα
Μέχρι που νύχτα πλάκωσε στον κόσμο πέρα ως πέρα

Και σκέφτηκε τέτοια βραδιά ,γαλήνια και σπουδαία
Με τα αστέρια να τα πει, να κάνουνε παρέα
Κι επήγε ως την του χωριού λίμνη την φημισμένη
Που ήτανε από τις έγνοιες τε
λείως ξεκομμένη


Χάζευε μια τον ουρανό, δύο την λίμνη ,μια
Τη γη που καθρεφτίζονταν μες τα νερά τα κρύα
Κι ενώ είχε πια παραδοθεί στης φύσεως τα κάλλη
Από τα βάθη των νερών νεράιδα ξεπροβάλλει

Είμαι η κυρά των ουρανών που στα νερά κοιτάζεις
Αρχόντισσα των χαλικιών που διώχνεις και χλευάζεις
Των αστεριών η προτροπή, του ήλιου ο μαγνήτης
Ο εφιάλτης της στεριάς και τ’ όνειρο της κοίτης

Μια τέτοια νύχτα σαν κι αυτή, τι θέλεις εδώ ξένε;
Φίλοι ,εχθροί και άγνωστοι ειν μακριά καημένε
Εγώ διαλέγω τα νερά της λίμνης ποιος κοιτάζει
Και ποιος κοιτάζει μια φορά κι ύστερα σκοτεινιάζει

Πατούσε επάνω στα νερά, και τα μακριά μαλλιά της
Τα αγγίζανε και έσπρωχναν κύματα στην μιλιά της
Τα μάτια της του ουρανού της πιο καθάριας μέρας
Είχαν το χρώμα κι έβγαινε από τα χείλη αγέρας

Είμαι άνθρωπος θνητός κι απλός κι έκαμα την δουλειά μου
Μα καθυστέρησα πολύ και θέλησα κερά μου
Το βράδυ να περάσω εδώ ως το πρωί που πάλι
Της γης το χώμα το ιερό θα βλέπει το κεφάλι

Συγχώρα με ,ασέβεια δεν ήξερα πως ήταν
Όσοι ιστορίες λέγανε ,τέτοια ποτέ δεν είπαν
Αλλιώς θα το ξερα κι εγώ ο μυριοπονεμένος
Της μυρωδιάς σου της χρυσής, χρυσοεπικαλυμένος


Δεν έφυγα από το χωριό ποτέ σ όλη τη ζήση
Και τέτοια αρχόντισσα ομορφιά δεν έχω συναντήσει
Αν θέλεις χάρισε μου το αφέντρα τ όνομα σου
Κι εγώ θα κάνω όποια θες κρυμμένη πεθυμιά σου

Το όνομα μου αν στο λεγα ,θα το λεγες στς΄ ανθρώπους
Και θα φταναν στην λίμνη μου μύριοι από μύριους τόπους
Θα έχανα την γαλήνη μου και θα χα κάθε βράδυ
Τόσους να με παρακαλούν για ένα και μόνο χάδι

"Λίγο πριν κοιμηθεί ένας καλός άνθρωπος", Δημήτριος Γκόγκας

-----------------------------------------------------

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.