Στην
ερημιά ολομόναχο στέκει παλιό σχολείο
Σ’
ένα ζερβό που αργεί πολύ ο ήλιος ν’
ανατείλει
Δίχως
πόρτο παράθυρα θρανία και βιβλίο
Πάνω
από σπίτια πέτρινα χωράφια με τριφύλλι
Κι
ούτε φωνούλες πια ακούς από μικρά
παιδάκια
Και
δάσκαλο ούτε στης αυλής την ισκιερή την
άκρη
Μόνο
κάτι αδύναμα και αχαμνά δεντράκια
Μες
τη σιωπή αγναντεύοντας νοτίζει ένα
δάκρυ
Συμπόνια
και παρηγοριά του λόγγου τα πουλάκια
Τα
πρωινά που κελαϊδούν δείλι
που εσπερίζουν
Απάνω
στα ηλιοφώτιστα δασύφυλλα κλαράκια
Του
φωτοφόρου τα σπαθιά όταν καλημερίζουν
Μα
κι έτσι ακόμα μόνο του στο δάσος κει που
στέκει
Μέσα
σε φύλλων πράσινο μπλε ουρανού το χρώμα
Αφήνοντας
τη δόξα του στο παρελθόν παρέκει
Σ’
όσους τη γνώση αγάπησαν κάτι διδάσκει
ακόμα.